Ο Βρετανοϊρλανδικής καταγωγής συγγραφέας Μάρτιν Μακ Ντόνα, με τα έργα του, έχει επάξια κερδίσει μία θέση ανάμεσα στους συγγραφείς που «δίνουν γροθιά στα μούτρα» (Σάρα Κέην, Μαρκ Ρέινβενχιλ, Άντονι Νίλσον) και δείχνουν με ωμότητα, χωρίς υπαινιγμούς, την πραγματικότητα, όσο αποκρουστική, προκλητική και δυσάρεστη κι αν είναι.

Το 2003, το «ατίθασο παιδί» του βρετανικού θεάτρου, γράφει τον Πουπουλένιο του, ένα αστυνομικό θρίλερ με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, που κέρδισε το βραβείο Ολίβιε ως καλύτερο καινούριο θεατρικό της χρονιάς για τη σεζόν 2004-2005, το βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης, δύο βραβεία Tόνι, και μέσα σε δύο χρόνια μεταφράστηκε σε πάνω από δέκα γλώσσες (!).

Αυτό το σκληρό, αλλά και συνάμα γοητευτικό έργο, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το 2005, στον Εξώστη του Αμόρε, σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδη και μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου- Παγκουρέλη (στην οποία ανήκει και ο ελληνικός τίτλος «Ο Πουπουλένιος»).

Η πλοκή του έργου είναι φαινομενικά απλή: σε κάποιο ολοκληρωτικό κράτος, ένας συγγραφέας ανακρίνεται από την αστυνομία για μια σειρά από παιδικούς φόνους που έγιναν στη πόλη, οι οποίοι ταιριάζουν απόλυτα με κάποιες από τις σύντομες ιστορίες του. Στο διπλανό δωμάτιο ανακρίνεται και ο αδερφός του συγγραφέα, άτομο με νοητικά προβλήματα. Τι συνέβη άραγε όταν ήταν παιδιά και τι σχέση έχει αυτό με τους φόνους;

Μέσα σε ένα λαβύρινθο αφηγήσεων, η φαντασία με την πραγματικότητα συγχέονται, τα φαντάσματα του παρελθόντος επιστρέφουν, όλα ανατρέπονται, και η αλήθεια αποκαλύπτεται…

Στον Πουπουλένιο ο συγγραφέας καταγγέλλει την κοινωνία που γεννά τη βία και κατ’ επέκταση την οικογένεια που την αναπαράγει. Μας καλεί να εισέλθουμε σε ένα μακάβριο και «αρρωστημένο» κόσμο, να δούμε κατάματα βίαιες ιστορίες κακοποίησης παιδιών και να αναγνωρίσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις τους.

Τελικά, είμαστε άραγε αυτό που γεννιόμαστε ή αυτό που οι άλλοι αποφασίζουν για μας;

Όλοι οι ήρωες του Πουπουλένιου έχουν ένα κοινό: Από θύματα καταστάσεων και βίας όλων των μορφών –σωματικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής- μετατρέπονται σε θύτες της ίδιας, αλλά και χειρότερης, βίας. Ο τόπος μνήμης για κανέναν δεν είναι αλώβητος από τραύματα… Όπως όμως έχει πει και ο Αλμπέρ Καμύ: «Το πιο σημαντικό δεν είναι να γιατρευτείς αλλά να ζεις με τις αρρώστιες σου.»

Ίσως ο μόνος τρόπος να διώξεις το σκοτάδι μέσα σου είναι να αφηγηθείς ιστορίες…

Ιστορίες για μεγάλα παιδιά

Για δεύτερη σεζόν το Θέατρο Αθηνών γίνεται το «σπίτι» του Πουπουλένιου και πλημμυρίζει από τις ιστορίες που «αφηγούνται» οι τέσσερις ταλαντούχοι και αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Γιώργος Πυρπασόπουλος, ως Χατούριαν Χ. Χατούριαν, Τουπόλσκι, Άριελ και Μίκαλ, αντίστοιχα.

Τα φώτα σβήνουν και η παράσταση αρχίζει…

Το ψυχρό σκηνογραφικό περιβάλλον της Αθανασίας Σμαραγδή -μεταλλικό τραπέζι και καρέκλες, ανακριτική λάμπα, μηχάνημα ηλεκτροσόκ, σιδερένια πόρτα- δημιουργεί τις απαιτούμενες συνθήκες για τις σκηνές της ανάκρισης, παράγει ήχους που εντείνουν την ανησυχία και εξυπηρετεί λειτουργικά τις σκηνοθετικές προθέσεις.

Στις σκηνές αφήγησης, δημιουργείται και ένα παράλληλο πεδίο δράσης στο πίσω μέρος του σκηνικού· οι ιστορίες που εγκιβωτίζονται στην κυρίως ιστορία δραματοποιούνται με την τεχνική της παντομίμας, από ζωντανές «κούκλες», αθώες και δαιμονικές, βγαλμένες από παραμύθια και παιδικά βιβλία (Εικονογράφηση και πρόσθετα σκηνικά: Φίλιππος Φωτιάδης). Ιδανικός σύμμαχος κρίνεται ο φωτισμός (Αλέκος Γιάνναρος), που δημιούργει μία ονειροφαντασιακή ατμόσφαιρα, οριοθετεί τα πεδία δράσης και  ενισχύει τις ανατροπές. Aπόλυτα ταιριαστές με την τρυφερή σκηνοθετική οπτική κρίνονται οι μουσικές επιλογές του Μίνωα Μάτσα και φυσικά η εξαιρετική διασκευή του στο Frère Jacques.

Ερμηνείες

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, στο ρόλο του αφηγητή- παραμυθά περιγράφει με την αρμόζουσα ένταση, το σωστό χρωματισμό και την απαιτούμενη ευαισθησία τις ιστορίες που βλέπουμε, σαν να απευθύνεται στα ίδια τα τραυματισμένα παιδιά για τα οποία μιλάει.

Όσον αφορά τον υποκριτικό του λόγο ως Χατούριαν, θα μπορούσε να τονίσει λίγο περισσότερο τον φόβο για την επερχόμενη εκτέλεση και μια υποβόσκουσα απειλή, ώστε να κρατήσει τον θεατή σε μεγαλύτερη εγρήγορση.

Κουρής και Παπασπηλιόπουλος στήνουν ένα υποκριτικό αστυνομικό δίδυμο που συγχρονίζεται με δεξιοτεχνία στην εναλλαγή της ατάκας. Ο ευέξαπτος Άριελ και ο ειρωνικός Τουπόλσκι -το μοτίβο καλού και κακού μπάτσου που στο τέλος αντιστρέφεται- συγκρούονται και αποκαλύπτουν τα δικά τους απωθημένα.

Ο Νίκος Κουρής, περιπαικτικός και παιγνιώδης, με σκηνική άνεση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου του, αποδίδοντας εξελικτικά τον στυγνό κυνισμό της εξουσιαστικής περιφρόνησης.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, πλάθει ένα νευρωτικό, βίαιο αλλά και βαθιά ταραγμένο όργανο της εξουσίας –αν και σε κάποιες στιγμές κατασκευάζει μία σκηνική μονάδα σχεδόν αυτόνομη-.

Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος συνθέτει υποδειγματικά το πορτρέτο του Μίκαλ, του μικρότερου αδερφού με την νοητική στέρηση και την κινησιακή αδεξιότητα, χωρίς να υποπέσει σε υπερβολές και συναισθηματικές εξάρσεις. Αποδίδει με ανεπιτήδευτη αφέλεια αυτό το μικρό παιδί που κρατάει για πάντα μέσα του την αθωότητα. Στα καλύτερα στοιχεία της παράστασης, κατατάσσω την σκηνική χημεία του με τον Μαρκουλάκη, με πιο έντονο στιγμιότυπο την αδερφική αγκαλιά τους. Μία αγκαλιά γεμάτη ανάγκη για αγάπη, μία αγκαλιά για μια ζωή ισορροπημένη ..αυτή την αγκαλιά που ίσως όλοι μας χρειαζόμαστε αλλά ποτέ δεν ζητάμε..!

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, με τη βοήθεια της Έλενας Σκουλά, διαχειρίστηκε με προσοχή το κειμενικό υλικό, υμνώντας τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και αθωότητας αλλά και την λυτρωτική δύναμη της αφήγησης. Οικοδόμησε μία παράσταση ποιότητας, παλλόμενη και περιεκτική, τρυφερή αλλά και σκληρή, όπως ακριβώς είναι και η ίδια η ζωή.

Το «τέλος» που διαλέγω είναι από το σκηνοθετικό σημείωμα που υπάρχει μέσα στο -υποδειγματικό- πρόγραμμα της παράστασης: «Ψηλώνουμε, ασπρίζουμε, γερνάμε, αλλά στην ουσία είμαστε πάντα κάτι παιδιά, που τρέχουν πάνω-κάτω σε μια αλάνα προσπαθώντας απεγνωσμένα να χωρέσουν στη ζωή». 

Μια φορά και έναν καιρό…

Η συνέχεια δική σας!