Το έργο

Ο Μισάνθρωπος θεωρείται από τα πλέον (ίσως και το πιο) σημαντικά έργα του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα. Γραμμένο το 1666, διαφοροποιείται σημαντικά από τα προγενέστερα έργα του Μολιέρου. Όχι μόνον επειδή σε αντίθεση με τα προηγούμενα δεν παρουσιάστηκε στην αυλή του Λουδοβίκου 14ου, αλλά κυρίως λόγω δομής και περιεχομένου. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο δεν ακολουθεί τις λογοτεχνικές συμβάσεις που κατέκλυζαν τις σκηνές την εποχή εκείνη, όχι μόνον της Γαλλίας, δείχνοντας προτίμηση στις επιταγές της κομέντια ντελ’ άρτε, αλλά επίσης δεν έχει ένα ευτυχές τέλος, ενώ παράλληλα επιτίθεται στην άρχουσα τάξη της εποχής. 

Ο Αλσέστ είναι ένας άνθρωπος χολερικός (βάσει της δημοφιλούς, την εποχή εκείνη, θεωρίας των 4 υγρών που κατέκλυζαν τον άνθρωπο), ο οποίος δεν αρέσκεται και δεν αντέχει την κοινωνική υποκρισία και τα κατά συνθήκη ψεύδη. Βρίσκεται στην δεινή θέση να μιλάει με ειλικρίνεια και να λέει την αλήθεια. Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα, την Σελιμέν, η οποία είναι το ακριβώς αντίθετο, καθώς ζει με τις κοινωνικές συμβάσεις και αρέσκεται να τριγυρίζεται από θαυμαστές. Ο καλός φίλος του Αλσέστ, Φιλέντ, προσπαθεί να τον προειδοποιήσει και να του αλλάξει τα μυαλά, αλλά ο πρωταγωνιστής είναι αμετάπειστος. Η επιπολαιότητα της Σελιμέν θα οδηγήσει τον ήρωα σε παραφορά, φέρνοντας τον έτοιμο να αποδεχτεί όλα τα κόλπα της γυναίκας που αγαπάει. Και ενώ το έργο δείχνει ότι θα έχει «ευτυχισμένο τέλος», τα πάντα ανατρέπονται την τελευταία στιγμή. 

Η παράσταση

Η Μαρία Μαγκανάρη έστησε μια ευφυέστατη παράσταση, η οποία ξεκινάει από το φουαγιέ ακόμα του θεάτρου. Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές βρίσκονται μεταξύ των θεατών, οι οποίοι αναμένουν να οδηγηθούν στις θέσεις τους. Με το σκηνοθετικό αυτό τέχνασμα, η Μ. Μαγκανάρη κάνει τους ήρωες οικείους, σπάζοντας έτσι την όποια δυστοκία ενδεχομένως να υπήρχε λόγω του ομοιοκατάληκτου λόγου. Ταυτόχρονα, η σκηνοθέτις μοιράζει την πρώτη σκηνή, η οποία είναι αρκετά μεγάλη, σε δύο μέρη. Έτσι, δημιουργεί μια καλύτερη εισαγωγική σκηνή, χωρίς να επεμβαίνει στο κείμενο. 

Μπαίνοντας στο θέατρο, δεσπόζει μια πινακίδα που γράφει με μεγάλα γράμματα στο εσωτερικό του θεάτρου Cecoslovackia. Σε συνδυασμό με τον έντυπο τύπο και τα εξώφυλλά του, που χρησιμοποιείται καθόλη την παράσταση («Τα νέα», «Κλικ»…), η σκηνοθέτις κάνει σαφή την πρόθεσή της να τοποθετήσει την ιστορία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και συγκεκριμένα, κατά την περίοδο κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Έτσι, η Μ. Μαγκανάρη παραλληλίζει τις υπερβολές, την εξαλλοσύνη και την ροπή προς απληστία που παρουσιάζει ο Μολιέρος αναφερόμενος στην αυλή του 17ου αιώνα με μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία, υπογραμμίζοντας συνεπώς τη διαχρονικότητα στα κείμενα του Γάλλου κωμωδιογράφου. Παράλληλα, η σκηνοθέτις θέτει το έργο σε ένα σαφές πολιτικό πλαίσιο, αναδεικνύοντας ότι η γραφή του Μολιέρου είναι πολύ περισσότερο από απλώς κωμική.                 

Ευφυείς επίσης ήταν και οι προσθήκες της σκηνοθέτιδος ακόμα και με επικαιρικά στοιχεία (π.χ. Predator), αν και η παράσταση θα ήταν εξίσου αστεία και καίρια και χωρίς τις ελάχιστες βωμολοχίες που αποδυναμώνουν συνήθως αντί να ενισχύουν. Γενικά, η Μ. Μαγκανάρη εκσυγχρόνισε το κείμενο, σεβόμενη απόλυτα το πνεύμα και το γράμμα του συγγραφέα. 

©️ Μαρία Γοζαδίνου

Οι ηθοποιοί

Ο Κώστας Κουτσολέλος δίνει υποκριτικό ρεσιτάλ επί σκηνής. Άμεσος και υποκριτικά ειλικρινής, γίνεται ο ρόλος του Αλσέστ. Εξαιρετικό ζευγάρι μαζί του κάνουν τόσο η Σελιμέν της Σύρμως Κεκέ, όσο και ο Φιλέντ του Κώστα Κορωναίου. Απολαυστικοί και οι δύο ηθοποιοί, δημιουργούν ένα καταπληκτικό υποκριτικό τρίγωνο πλαισιώνοντας τον Κ. Κουτσολέλο. 

Καταπληκτικός επίσης στο ρόλο του ο Ορόντ του Γιάννη Κλίνη. Με γνήσιο κωμικό ταλέντο, ευθύς και φυσικός, αποτέλεσε επιτυχώς το αντίπαλον δέος στον Αλσέστ του Κ. Κουτσολέλου. Καλοί επίσης ο Βαγγέλης Αμπατζής και η Πάολα Καλλιγά. Η Μαρία Γεωργιάδου ήταν σαφώς καλύτερη στο δεύτερο μέρος, ως εξαδέλφη της Σελιμέν. Τέλος, η Μαρία Μαγκανάρη στο ρόλο της Αρσινόης ήταν αληθινή απόλαυση, τόσο υποκριτικά, όσο και κινησιολογικά, ξετυλίγοντας το ρόλο της υποκρίτριας και θεοσεβούμενης. 

Συντελεστές

Η επιλογή της μετάφρασης της Χρύσας Προκοπάκη ήταν από τα πλέον δυνατά χαρτιά της παράστασης. Ο λόγος, μολονότι έμμετρος, έρεε και έμοιαζε απολύτως φυσικός στο στόμα των ηθοποιών. Τα λειτουργικά και τόσο σημειολογικά φορτισμένα κοστούμια (Παύλος Θανόπουλος), σε συνδυασμό με τα λιτά αλλά εξίσου λειτουργικά σκηνικά (Φιλάνθη Μπουγάτσου), έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στο κλίμα της παράστασης. Η, χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, σκηνή έδινε τον τόνο στην ιστορία δηλώνοντας την διάσταση που υπήρχε ανάμεσα στον Αλσέστ και όλους τους υπόλοιπους. Όσο για τους φωτισμούς (Μαρία Γοζαδίνου) δημιούργησαν ιδιαίτερες ατμόσφαιρες, υπογραμμίζοντας το συναίσθημα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. 

Επιλογικά

Μια ευφυής και απολαυστική παράσταση, η οποία θυμίζει στον θεατή τί σημαίνει καλό θέατρο. Τα συστατικά είναι απλά, αλλά δυσεύρετα: σκηνοθεσία με άποψη, καταπληκτικές υποκριτικές ερμηνείες, ενδιαφέροντα κοστούμια, σκηνικά, φωτισμοί και καλή μετάφραση για να αναδειχθεί ένα πολύ καλό θεατρικό έργο. 

Photo Credit: ©️ Μαρία Γοζαδίνου

Διαβάστε επίσης:

Ο Μισάνθρωπος, του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο θέατρο Θησείον