Η Μαριάμ Ματζιντί έχει γεννηθεί στην Τεχεράνη. Σε ηλικία έξι χρονών βρέθηκε στο Παρίσι. Μοιρασμένη ανάμεσα στις δυο αυτές πατρίδες, η συγγραφέας καταγράφει τους προσωπικούς κραδασμούς ενός ανθρώπου, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα, να αφήσει πίσω την οικογένεια, την αγαπημένη γιαγιά, να αντιπαλέψει τις προσωπικές επιθυμίες με τη νοοτροπία και τις ιδέες των κομμουνιστών γονιών, να αποποιηθεί ακόμη και τα παιχνίδια και να ξεχάσει σιγά – σιγά τα Περσικά.

Ταυτόχρονα καταγράφει την ανάγκη της να προσδιορίσει την εθνική της ταυτότητα. Σε όλο το βιβλίο της όμως, ακόμα και στα σημεία της κοινωνικής κριτικής που ασκεί στην πατρίδα της αυτό που αναφαίνεται είναι μια αγάπη για τις περσικές της ρίζες, που αναδύεται με την τρυφερότητα των επιλεγμένων της λέξεων και την αποδοχή της γοητευτικής διάστασης ενός σκληρού, ιδιαίτερα για τις γυναίκες πολιτισμού.

Έμβρυο ακόμα η Μαριάμ κατορθώνει να επιβιώσει από τις φρικαλεότητες της ιρανικής επανάστασης. Η ιδιότητα των γονιών της ως μέλη της κομμουνιστικής οργάνωσης θα την αναγκάσουν να ζήσει από τα έξι της χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας, γεγονός που θα ανατρέψει τη ζωή της. Θα γνωρίσει την εξορία αλλά πριν από αυτή θα βιώσει τον φόβο, τον κρυμμένο παντού, στο βλέμμα του πατέρα, ακόμα και στη γεύση του φαγητού. Την οδύνη και την κρυμμένη λαϊκή οργή, τον διασυρμό και τα σπασμένα από το γκλομπ κρανία στους δρόμους της Τεχεράνης.

«Τα μαγειρευτά έχουν γεύση φόβου, όπως και οι βραδιές με φίλους. Οι γνώριμες φωνές αποκτούν χροιές ανοίκειες. Το χέρι που πας να σφίξεις μπορεί να κλείνει μέσα του κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Ένα απλό καλαμπούρι μπορεί να μετατραπεί σε απειλή. Παντού, οι πάντες μπορούν να σε καταδώσουν», γράφει και με κοφτερές φράσεις δείχνει το μέγεθος και τις πραγματικές διαστάσεις της κοινωνικής αναλγησίας στη χώρα της.

Σπαρακτικές οι εικόνες που περιγράφονται από την Ματζιντί. Ενδεικτικές μιας υπόρρητης πραγματικότητας που υποφώσκει στην Τεχεράνη. Αλλά η συγγραφέας κατορθώνει ακόμα και τις πιο συγκλονιστικές σκηνές να τις περιγράφει με τρυφερότητα και μια υπαινικτική ειρωνεία, έναν αδιόρατο σαρκασμό. Να μετατρέπει την αγωνία και τη συναίσθηση του βάρους της καταγωγής της σε μια διαδικασία συνειδητοποίησης της γοητείας αυτής της καταγωγής.

Με χιούμορ μιλά για τη μετατροπή της σε παιδί του Κόμματος. Το παιδί που χρησιμοποιούν οι γονείς της για να περάσουν τα πρακτικά της Συνέλευσης του Κόμματος, δανείζοντάς το συχνά και σε άλλους. Αλλά η Μαριάμ θα κάνει τη δική της επανάσταση, όταν κληθεί να χαρίσει όλα της τα παιχνίδια στα φτωχά παιδιά της Τεχεράνης, ώστε να μάθει ότι δεν υπάρχει ιδιοκτησία, πως όλα είναι κοινά. Η Μαριάμ θα τα θάψει στην αυλή τους. Εκεί όπου θα θάψουν και οι γονείς της τα απαγορευμένα βιβλία που δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας για το Παρίσι. Και μαζί την προσωπική τους απογοήτευση για την τελική αναμέτρηση με ένα σύστημα που έχουν απορρίψει.

Ακόμα και όταν επιστρέψει  πολλά χρόνια αργότερα η Μαριάμ θα ταλανίζεται από την ανάγκη της να προσδιορίσει την εθνική της ταυτότητα. Είναι πια μια γυναίκα που ζει στη Γαλλία αλλά νιώθει Ιρανή ή μια Ιρανή που θα νιώθει πάντα Γαλλίδα; Αλλά πώς μπορεί να νιώθει μια Ιρανή για όλα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα της; Πώς ξεπερνάει κανείς τις εικόνες στο αεροδρόμιο με τη μητέρα της να απειλείται με σύλληψη επειδή έχουν ξεφύγει από τη μαντίλα μερικές ατίθασες τούφες μαλλιών; Τι νιώθει για το ανεκπλήρωτο όνειρο των σπουδών της μητέρας της; Για τον φυλακισμένο θείο για οκτώ χρόνια επειδή βρέθηκαν επάνω του προκηρύξεις; Για τα βασανιστήρια και τον φόβο; Για την εξορία του πολιτικοποιημένου πατέρα και την πρώτη εγκατάσταση της οικογένειας στο Παρίσι; Τις δυσκολίες και την έλλειψη χώρου; Τα ρατσιστικά σχόλια στο σχολείο; Πόσο οι εμπειρίες αυτές γαλούχησαν τον ψυχισμό της και τι άφησαν επάνω του; Και πώς θα μπορέσει να απαλλαγεί ποτέ από όσα στοιχειώνουν τη συνείδησή της;

Το βιβλίο είναι γραμμένο με έναν λεπταίσθητο λυρισμό. Η Μαριάμ στέκεται με αγάπη επάνω σε όλες τις δυσκολίες της ζωής της και μοιάζει να τις αντιμετωπίζει με ένα αδιόρατο χαμόγελο. Αφηγείται σε μικρά κεφάλαια τις περιπέτειες εκείνες που προσδιόρισαν την κοινωνική της ταυτότητα και την ευαισθησία της. Σκάβει βαθιά στον πολιτισμό της χώρας της για να αναδείξει την πηγαία έκφραση της αισθαντικότητας του ακόμα και στις σκληρότερες στιγμές του. Δικαίως του απονεμήθηκε το Βραβείο Goncourt Πρώτου Μυθιστορήματος 2017.


Διαβάστε επίσης:

Ο Μαρξ και η κούκλα – Μαριάμ Ματζιντί