Τα πρώτα χρόνια

Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909 στην Μονεμβασιά, ήταν το τέταρτο παιδί μιας κατά τα άλλα εύπορης οικογένειας. Τα τρία αδέρφια του θα βρεθούν πολλές φορές στο στόχαστρο της συγγραφικής του πένας τα επόμενα χρόνια. Η δεκαετία του 20’ θα του φερθεί σκληρά, καθώς μαζί με την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς θα φύγουν και από τη ζωή ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία. Ακόμα μαθητής του εξατάξιου Γυμνασίου θα καταφέρει να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».

Το 1925 θα τον βρει στην Αθήνα. Το 1926 θα αρρωστήσει βαριά από φυματίωση που θα τον οδηγήσει για νοσηλεία στο νοσοκομείο «Σωτηρία», άντρο μαρξιστών διανοούμενων. Εκεί, θα τεθούν οι βάσεις για τη διαμόρφωση των ύστερων κομμουνιστικών πεποιθήσεών του ενώ θα γνωρίσει και την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Το 1931, όντας καλύτερα στην υγεία του, θα αναλάβει τη διευθυντική θέση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, θα σκηνοθετήσει κάποιες παραστάσεις και θα συμμετάσχει σε άλλες ως ηθοποιός ενώ τα οικονομικά του έχουν βελτιωθεί χάρη στην αδερφή του Λούλα, την οποία ο χρόνος βρίσκει μετανάστρια στην Αμερική.

Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μια μάνα, καταμεσίς τοῦ δρόμου…

Το 1933 ο Ρίτσος θα συνεργαστεί με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια θα συμμετέχει σε διάφορους θιάσους, όπως της Ζ. Νταλμά, του Ριτσιάρδη, του Μακέδου και του Παπαϊωάννου. Η επίσημη ένταξη του στο ΚΚΕ θα γίνει το 1934 με την παράλληλη γραφή του στο «Ριζοσπάστη» όπου εκδίδει και την ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο «Σοστίρ» (αναγραμματισμός του επιθέτου του) ενώ ακολουθεί και η συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες».

Και έφτασε η στιγμή που το ημερολόγιο θα έγραφε 1936. Η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη έμελλε να πνιγεί στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, κατά την οποία ανάμεσα στους απανταχού εξεγερμένους εργάτες και εργάτριες υπήρξαν 12 νεκροί. Η σφαγή προκαλεί την αγανάκτηση. Οι καμπάνες πολλών εκκλησιών του Αγ. Δημητρίου χτυπούν καλώντας τον κόσμο σε εξέγερση, οι δρόμοι γέμισαν με αγανακτισμένες μάζες από διάφορες συνοικίες, ενώ άνδρες και γυναικόπαιδα λιντσάρισαν χωροφύλακες με πέτρες και φώναζαν «κάτω οι δολοφόνοι».

Σε μία γωνιά του δρόμου μια μάνα θα μοιρολογούσε τον νεκρό γιό της. Η στιγμή θα απαθανατίζονταν και θα μετατρεπόταν σε μία από τις γνωστότερες φωτογραφίες στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Ο πόνος αυτής της φωτογραφίας φτάνει στην κατακόκκινη καρδιά του Ρίτσου και επί δύο μερόνυχτα αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό του «Ριζοσπάστη» αριθμός ρεκόρ, για την εποχή, θα εξαντληθούν. Τα τελευταία 250 εναπομείναντα, θα καίγονταν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία από το καθεστώς Μεταξά.

Κατοχή

Στην Κατοχή, παρότι κατάκοιτος, δραστηριοποιήθηκε στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ. Μετά τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί για να τα φυλάει, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε ήδη διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς ακόμα συντρόφους του από το Ε.Α.Μ., που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Τότε είναι που γνωρίσει και τον Άρη Βελουχιώτη και θα γράψει το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ’ άρματα».

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη κ.ά. Αξιοσημείωτα έργα εκείνης της εποχής ήταν το «Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης» και το «Υστερόγραφο της δόξας», έργα με έντονες αναφορές στον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αποκηρυχθεί από το Κ.Κ.Ε.

Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών». Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο. Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων του. Τον Μάιο του 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μη μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη και που τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. Στο ενδιάμεσο, εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Πικάσο, ο Νερούδα και ο Αραγκόν στήριξαν εκστρατείες στο εξωτερικό με αίτημα την απελευθέρωση του ποιητή.

Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελείται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», που κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις των ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η «Αγρυπνία», ποιητική συλλογή η οποία γράφεται στα χρόνια της εξορίας του ποιητή και μεταφέρεται μαζί με κάποια έργα ζωγραφικής του, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Άη Στράτη.

1967 – 1971

Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το ζεύγος Φιλιάκου και ο Ρίτσος όδευαν προς στο σπίτι, όπου συγκατοικούσαν. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουν τανκς. Ο Τάσος Φιλιάκος λέει πως θα γυρίζουν πολεμική ταινία, ο Ρίτσος όμως αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Το μεγαλύτερο μέρος της Χούντας θα το περάσει εξόριστος σε τρία νησιά: τη Γαύδο, τη Λέρο και τη Σάμο. Στη συλλογή «Κιγκλίδωμα» είναι διάχυτο το αίσθημα καταπίεσης και η οργή του για το καθεστώς, ενώ το 1969 γράφει τον «Αφανισμό της Μήλος», ποίημα αλληγορικό με δριμεία κριτική στην βία των ισχυρών.

Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμο Αττικής, όπου θα συνθέσει το «Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας» αναλύοντας το χρονικό της εξέγερσης. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή και το πραξικόπημα στην Κύπρο και συνθέτει το ποίημα «Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο». Η συμφορά αυτή στην Κύπρο, ήταν το εφαλτήριο για την πτώση και της δικτατορίας. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία έμελλε να είναι πια ένα σκοτεινό παρελθόν της Ελλάδας, με μια νέα περίοδο να ξημερώνει. Η λεγόμενη περίοδος της μεταπολίτευσης.

Οι βραβεύσεις

Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Αν και προτάθηκε δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς. Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας παράλληλα το γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφέ ντε Βινί». Αναγορεύεται και επίτιμος διδάκτωρ στο εξωτερικό στα Πανεπιστήμια του Μπέρμιγχαμ, Καρλ Μαρξ (Λειψία) και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 1986 θα λάβει το βραβείο του ΟΗΕ, «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης».

«Να καταλάβετε ότι δε θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δε λυπάμαι και δε φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα[..]. Αυτή ήταν η ζωή μου. Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω[..]. Όχι πικρία. Λύπη, ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν». Θα «φύγει» στις 11 Νοεμβρίου 1990, την ίδια μέρα που «έφυγε» και η μητέρα του.

Τα ανεξίτηλα στην μνήμη μας, ποιήματα του

«Γυμνό Σώμα»

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.

Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.

Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.

Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.

Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.

Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Ο ξένος XV

Η αποστολή μου τέλειωσε
κι ακόμη αργοπορώ.
Αμφίρροπος ακόμη στέκω
στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.
Ζητάς ν’ ακολουθήσεις τη σκιά μου
που χάνεται μέσα στο φως
σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.

Ο δρόμος είναι απέραντος
ο δρόμος είναι δύσκολος κ’ είναι γυμνός
σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε
και που ποτέ δεν συγχωρεί.

Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.
Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου
τόσο που να λυγίσεις όλος σ’ ένα τόξο
να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.
Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς
το δικό σου φως
το φως όλου του κόσμου.

Η σονάτα τού σεληνόφωτος (απόσπασμα)

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου….

Τα ερωτικά

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Ένα πρόσωπο

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.

Και δεν γνωρίζεις ποιο απ΄ τα δύο πείθει
Περισσότερο.

Ο Γιάννης Ρίτσος, ο άνθρωπος με την τεράστια ιστορία στις ποιητικές του πλάτες, πριν από 30 χρόνια, έφυγε από την ζωή, με το έργο του να μας συντροφεύει, σε κάθε αγώνα που δίνουμε με τόλμη, σε κάθε έρωτα που χαρίζουμε όλο μας το είναι…