«Ο Γατόπαρδος» για έναν νεαρό λάτρη του κινηματογράφου είναι μία αποκάλυψη σαν το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, για έναν νέο που θέλει να ανακαλύψει τη λογοτεχνία.

Η εμβληματική ταινία «Ο Γατόπαρδος» που γύρισε το 1963 ο «κόκκινος Βαρώνος», ο γαλαζοαίματος κομμουνιστής Λουκίνο Βισκόντι βρίσκεται σχεδόν πάντα ανάμεσα στις δέκα είκοσι καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Λατρεύτηκε από όλους σχεδόν τους σπουδαίους σκηνοθέτες, επέδρασε καθοριστικά στο σινεμά, ενώ η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ αποτελεί μνημείο υποκριτικής δεινότητας, ιδιοφυΐας και μεγαλείου.

«Ο Γατόπαρδος» («Il Gattopardo»), συμπληρώνοντας 60 χρόνια από την πρεμιέρα του, ένα επικό ιστορικό δράμα τρεισήμισι ωρών, βασίστηκε στο εξαιρετικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Σικελού συγγραφέα Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, ενός αριστοκράτη και με βυζαντινή καταγωγή. Είναι, όμως, και μία ταινία η οποία, εκτός του μέγιστου Βισκόντι, του Μπαρτ Λάνκαστερ και των άλλων πρωταγωνιστών – των Αλέν Ντελόν, Σερζ Ρετζανί, Πάολο Στόπα και της πανέμορφης Κλάουντια Καρντινάλε, διαθέτει και μια πλειάδα συνεργατών που έχει γράψει τη δική του ιστορία στις τέχνες και το σινεμά. Από τον Νίνο Ρότα, που συνθέτει ακόμη ένα μαγικό σάουντρακ, τον μοναδικό διευθυντή φωτογραφίας Τζουζέπε Ροτούνο και τον Πιέρο Τόζι, που έκανε τα θαυμαστά κοστούμια (υποψήφια για Όσκαρ Κοστουμιών), μέχρι την εξάδα των πολύπειρων σεναριογράφων, που συνεργάστηκαν στο σενάριο, απ’ την οποία ξεχωρίζουν τα ονόματα των Σούζο Τσέκι ντ’ Αμίκο, Πασκουάλε Φέστα Καμπανίλε, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.

Οι λεοπαρδάλεις και τα τσακάλια

Το εμπνευσμένο σενάριο θα μπορούσε να συνοψιστεί στην κουβέντα του κεντρικού ήρωα, του Δον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα της Σαλίνα, «εμείς είμαστε λεοπαρδάλεις, λιοντάρια. Εκείνοι που θα πάρουν τη θέση μας είναι τσακάλια, ύαινες».

Η ιστορία, που βασίζεται σε υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις, μας ταξιδεύει στη Σικελία του 1860, όταν ο Γκαριμπάλντι πολεμά για να ενώσει το νησί με την Ιταλία και η αριστοκρατία νιώθει την απειλή για την εξουσία της. Ο Δον Φαμπρίτσιο βλέπει στωικά την επερχόμενη αλλαγή, ενώ ο αριβίστας ανιψιός του Τανγκρέτι (Ντελόν) βλέπει την επανάσταση ως μια ευκαιρία να αναρριχηθεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Την ώρα που η Ιταλία προσπαθεί να διώξει από πάνω της την αυστριακή κατοχή και να γίνει ενιαίο κράτος, ο κόσμος ζει συγκλονιστικές στιγμές, ο λαός θέλει να αποτινάξει από πάνω του τους τσιφλικάδες και η άρχουσα τάξη αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για να μη χάσει τα προνόμιά της. Ο Γκαριμπάλντι θα κατακτήσει τη Σικελία, οι αριστοκράτες (οι λεοπαρδάλεις) θα υποχωρήσουν για να εμφανιστούν στο προσκήνιο η ανερχόμενη μεσαία τάξη εμπόρων, αστών, πολιτικών (οι ύαινες) για να κολλήσουν στη νέα τάξη πραγμάτων και όταν έρθει η ώρα να αναλάβουν την εξουσία. Για τον Τανγκρέτι το επόμενο βήμα είναι και η κατάκτηση της καρδιάς της κόρης του διεφθαρμένου και νεόπλουτου δημάρχου Καλότζερο Σεντάρα (Πάολο Στόπα), της ωραιότατης Αντζέλικα (Καρντινάλε).

Πολιτικός στοχασμός και ταλέντο

Ο Βισκόντι με μαεστρία ξεδιπλώνει στη μεγάλη οθόνη την πάλη των τάξεων, ενώ ταυτόχρονα «ζωγραφίζει» μια διαχρονική τοιχογραφία χαρακτήρων. Είναι απαισιόδοξος για το μέλλον και καυστικός για τη μεσαία τάξη, καθώς τη θεωρεί χειρότερη ακόμη και από τους τσιφλικάδες και τους γαλαζοαίματους. Μιλά για τον παλιό κόσμο που θα δώσει τη θέση του στον καινούργιο, την εξέλιξη που θα κρατήσει για μία ακόμη φορά τον λαό μακριά από την εξουσία, θα παραμείνει ένα πρόβατο ανάμεσα σε λεοπαρδάλεις, λύκους και ύαινες. Ο πολιτικός στοχασμός του Βισκόντι διαπερνά τον θεατή, με την απλότητά του, ενώ αποφεύγει περίτεχνα τους διδακτισμούς και τις φτηνές δημαγωγικές κορώνες. Άλλωστε, ο Βισκόντι, ένας γαλαζοαίματος, κόμης του Λονάτε Πατσόλο, γνωρίζει από πρώτο χέρι την αριστοκρατική τάξη, απ’ την οποία διαχώρισε τη θέση του, εγκατέλειψε τα προνόμιά της, για να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα. Ένας άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης, γεμάτος αντιφάσεις, που λάτρευε την όπερα αλλά ήταν νεορεαλιστής ως το κόκαλο και εκτιμούσε αφάνταστα την αυθεντική λαϊκότητα, αγαπούσε τις γυναίκες αν και ομοφυλόφιλος.

Η υψηλή του αισθητική, η σκηνοθετική του δεξιοτεχνία, με τα υπέροχα πλάνα, η εικαστική αρτιότητα, με τα πλούσια ντεκόρ και τα αξιομνημόνευτα κοστούμια, συνδυάζονται με τις νότες του Νίνο Ρότα, σαν μια θεόπνευστη χορογραφία. Χωρίς εντυπωσιασμούς ή σκηνοθετικά τερτίπια, το φιλμ απογειώνεται με επιπλέον εφόδια το σπάνιο ταλέντο και την ηθική υπόσταση του δημιουργού.

Ο Μπαρτ, ο Αλέν και η Κλάουντια

Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, αν και ντουμπλαρίστηκε στην ιταλική βερσιόν της ταινίας, κάνει ίσως την πιο μεστή ερμηνεία της ζωής του, σαν να γεννήθηκε για τον ρόλο του Δον Φαμπρίτσιο. Η μελαγχολική του ματιά για τα μελλούμενα, η βαριά σκιά του, η αγέρωχη κορμοστασιά του, θα δώσει μια λάμψη στο φιλμ, που θα μπορούσε να συγκριθεί και με εκείνη του Βιτόριο Γκάσμαν στην ωριμότητά του. Από κοντά και ο Αλέν Ντελόν, που με την ορμή του και τη γοητεία του, θα αναδείξει τη σκοτεινή πλευρά της νέας εποχής, ενώ η νεότατη Κλάουντια Καρντινάλε – αυτές τις μέρες συμπληρώνει τα 85 της χρόνια – είναι το αιθέριο πλάσμα, αλλά και το ιερό δισκοπότηρο. Εξαιρετικές και οι υπόλοιπες ερμηνείες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζει αυτή του υπέροχου καρατερίστα Πάολο Στόπα. Για την ιστορία και για τη συμβολή τους σε αυτό το μεγαλούργημα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο καστ συμμετείχαν και οι Σερζ Ρετζιανί, Τζουλιάνο Τζέμα, Ρίνα Μορέλι, Ρόμολο Βάλι, Τέρενς Χιλ, Ίντα Γκάλι.

«Ο Γατόπαρδος» θα κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών το 1963, θα γνωρίσει τον θρίαμβο και την αναγνώριση, θα καταστεί μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές δημιουργίες όλων των εποχών, ενώ ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και άλλοι πολλοί σημαντικοί δημιουργοί θα έδιναν και την ψυχή τους στο διάβολο για να είχαν υπογράψει μια τέτοια ταινία.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ | Γράφει ο Χ. Αναγνωστάκης