«Ήξερε ότι μόλις το τρένο έφτανε στο σταθμό τους, οι διακοπές θα είχαν τελειώσει και μετά η μητέρα του θα έφευγε. Και τι δεν θα ‘δινε να κόψει ταχύτητα το τρένο. Και τι δεν θα ‘δινε να μη σταματούσε ποτέ και πουθενά. Και τι δεν θα ‘δινε να συνεχίσει η μητέρα του να κοιμάται, να συνεχίσει ο πατέρας του να κάθεται στο μπαρ».

Αυτές είναι οι μύχιες σκέψεις και οι βασανιστικές ανησυχίες του Φουθ, του ήρωα της Μουρ. Είναι ένας άνθρωπος χαμένος στην ανάμνηση των παιδικών χρόνων και την μυρωδιά που απέπνεε ο μικρός ασημένιος φάρος, αυτό το λιλιπούτειο μαγικό αντικείμενο με το οποίο είναι τόσο συνδεδεμένος και φανερά εξαρτημένος ενώ βαδίζει εξαντλημένος στο γκρίζο τοπίο αποδυναμωμένος. Είναι σκληρό να μην ζεις την ζωή σου αλλά να υπάρχεις μόνο και μόνο για να θυμάσαι το παρελθόν και αυτό να διαφεντεύει το παρόν σου. Με σαφείς αναφορές στον Φάρο της Βιρτζίνια Γουλφ, όπως μας αναφέρει και η Αθηνά Δημητριάδου στο διαφωτιστικό επίμετρο του βιβλίου, η Μουρ πραγματεύεται ένα θέμα που εγείρει ερωτήματα, αυτήν την δύσκολη διαδικασία αποσύνδεσης από ένα επώδυνο παρελθόν που ξαγρυπνά και όλο και ζητιανεύει χώρο όσο κανείς μεγαλώνει και ωριμάζει. Ίσως γιατί αυτό το παρελθόν είναι μία βαλίτσα με στιγμές και εικόνες που έχουμε ανάγκη να θυμόμαστε, να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μαζί του στις δύσκολες καταστάσεις μας, ίσως πάλι απλά είναι ένας μοχλός αναγνώρισης πως έχουμε ακόμα ύπαρξη. Η Μουρ, οικεία και απλά, αναίμακτα και τρυφερά, μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο και αυτό το καταφέρνει χωρίς επιτηδευμένες μελοδραματικές αφηγήσεις. Γίνεται ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο λογοτεχνικό παρελθόν και στο συγγραφικό μέλλον.

Ο Φουθ, όπως θα αντιληφθούμε καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας, αντιπαλεύεται την ίδια την του την φύση, την ασθενική, την ευάλωτη, αυτή που τον έχει στοιχειώσει σαν προσπαθεί να την ξεπεράσει. Τα ταξίδια του μοιάζει να τον θεραπεύουν από την ανάγκη να αφήσει πίσω του το στίγμα του χωρισμού των γονιών του, το σημάδι που του άφησε ο χωρισμός ο δικός του από την γυναίκα του, βιώματα που άφησαν μελανές κηλίδες. Και όμως βρίσκεται συνεχώς αγκαλιά με τις επίπονες θύμησές του, τα ατελείωτα ταξίδια του νου του στο παρελθόν που του χτυπά ανελέητα την πόρτα της συνείδησής του και επαναφέρει έτσι όλα αυτά που χαράχτηκαν μέσα του. Για αυτό και αδυνατεί να ξεφύγει, όπως θα επιθυμούσε, από τα φαντάσματα που έχουν πλέον κατοικήσει εντός του. Σε κάθε βήμα του, έρχεται κάτι από το μακρινό παρελθόν να του ξυπνήσει μνήμες, είτε αυτό είναι το ξενοδοχείο της Έστερ, είτε μικρά έντομα που στέκονται εκεί να τον κοιτάνε και ειρωνικά να του κλείνουν το μάτι πως αυτό που ζητά δεν έχει ανταπόκριση. Ακόμα και η επίσκεψη στην Ουτρέχτη και την μητέρα του Καρλ που γνώρισε στο πλοίο δεν θα είναι αρκετά για να σβήσουν από την άμμο του μυαλού του τα καυτά βότσαλα που τον ιδρώνουν.

Η Μουρ με μία δική της εκδοχή ως προς την συνομιλία με την Γουλφ και τον δικό της Φάρο, επιστρατεύει τόσο τον ασημένιο φάρο που κρύβει άρωμα βιολέτας όσο και τον ξύλινο φάρο που διατηρεί η Έστερ. Με τα δύο αυτά αντικείμενα και κυρίως με το πρώτο θα χτίσει έναν κόσμο γύρω από αυτά, γιατί η Έστερ επιθυμεί διακαώς τον φάρο του Φουθ. Κατά μία έννοια σε αυτά τα μικρά πράγματα οι ήρωές της μοιάζει να αναζητούν την απόδρασή τους, την ασφάλειά τους, την διαφυγή τους, την έξοδο κινδύνου από μία πραγματικότητα που στέκει αγέρωχη να τους κοιτάζει στα μάτια με φλογισμένο βλέμμα. Θα φροντίσει να επικοινωνήσει τις αδύναμες ανθρώπινες στιγμές που μας φυλακίζουν και μας κλειδώνουν στο σήμερα μην αφήνοντάς μας να απεγκλωβιστούμε από τον χωροχρόνο που στέκεται αμείλικτος. Ο Φάρος, είναι για τον Φουθ ό,τι ακριβώς και για την Έστερ, ένας καλός αγωγός αποφυγής ψυχολογικών αναταράξεων και αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο σκέψης του Φουθ που κατά τα άλλα είναι έρμαιο μίας πανικοβλημένης διαδρομής, ενός συνεχόμενου ταξιδιού χωρίς πυξίδα.

Το φως του Φάρου είναι μία αναλαμπή και μία λάμψη που μπορεί να φωτίσει την ψυχή και εκεί να βρεθεί μία σπίθα ελπίδας για όλα αυτά που πληγώνουν. Η Μουρ αναφέρεται χαρακτηριστικά στον πατέρα του Φουθ παραθέτοντας το παρακάτω: «Μιλούσε και για τους φαροφύλακες, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις όπως «προσέχουν» και «φροντίζουν» ώστε ο φάρος, όπου ο φαροφύλακας γυάλιζε ακατάπαυστα τους αμέτρητους φακούς και τα παράθυρα, φάνταζε στα μάτια του Φουθ σαν ένα μέρος γαλήνιο, ένα μέρος ασφαλές, λες και το φως σε καλωσόριζε, σου φώτιζε τον δρόμο για το σπίτι». Εκεί έγκειται και η ομοιότητα στις ζωές των δύο ανθρώπων, από την μία η Εστέρ δέσμια μίας κακής συζυγικής ζωής αναζητά το φως στην σχέση της ή σε κάτι άλλο απροσδιόριστο εφόσον το πρώτο δεν καταστεί εφικτό και από την άλλη ο Φουθ, σκοτεινιασμένος και αφοπλισμένος, όμηρος των αρωμάτων και των γεύσεών του, θα καταβάλει προσπάθειες αυτός ο φάρος να γίνει ένα σημείο επανεκκίνησης όλων εκείνων των φόβων που τον κατατρέχουν ασταμάτητα, στόχος του η παύση των φόβων αυτών.

Η Αθηνά Δημητριάδου θα σημειώσει πολύ εύστοχα: «Ο φάρος στη λογοτεχνία έχει συχνά συμβολίσει το φως που διαπερνά το σκοτάδι, την ελπίδα που απαλύνει τη δυστυχία, την υπόσχεση για επικοινωνία σε ώρες μοναξιάς». Τόσο ο Φουθ όσο και η Έστερ είναι η προσωποποίηση του προβληματισμού γύρω από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ανήσυχου ανθρώπου που ψάχνει λύσεις και κανείς ούτε καν ο ίδιος δεν ξέρει αν θα βρει. Μοιάζει με λίγα λόγια με τον απεγνωσμένο ναυαγό που αναζητά σωσίβιο και λέμβο για να διαφύγει του κινδύνου. Και επισημαίνει σε άλλο σημείο πως «για τη Μουρ ο ασημένιος φάρος λειτουργεί σαν κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας και υπόμνηση της μητρικής απουσίας. Ο ήρωάς της είναι ένα άτομο χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς δυνατότητες επικοινωνίας, αδέξιο, αμήχανο, αδιάφορο, σχεδόν απρόσωπο».

«Θα μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα στο σκοτάδι τα δέντρα μετακινούνται και απλώνονται ολόγυρά του, ότι τον ζώνουν για να τον κρατήσουν εκεί»

Το βιβλίο της Alison Moore, Ο Φάρος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.