Ο Ρόναλντ Χάργουντ άντλησε την έξωθεν καλή μαρτυρία του συνδυαστικά, τόσο από το θέατρο όσο και από τον κινηματογράφο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ενώ στο θέατρο, όπου ανδρώθηκε καλλιτεχνικά, ταλαιπωρήθηκε επί μακρόν από τους κριτικούς, στον κινηματογράφο έδρεψε περισσότερες δάφνες. Ποιος δεν θυμάται το βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ «Ο Πιανίστας», την «Τελευταία λέξη της Τζούλια» ή ακόμα και τα πολύ γνωστά «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα» και το «Κουαρτέτο»; 

Ως δραματουργός παρέμεινε προσηλωμένος σε αυτό που αποκαλείται «παλαιά σχολή» γραφής, νιώθοντας συχνά την ανάγκη να μιλήσει για τον καλλιτέχνη και τη ζωή του πίσω από τα φώτα της σκηνής. Η γραφή του, πλησιέστερη στο ύφος του Σόμερσετ Μωμ και του καλοφτιαγμένου έργου, και σε διακριτή απόσταση από τα πιο πρωτοποριακά ιδιώματα του Πίντερ και του Στόπαρντ, τον κατέστησε, αν όχι έναν συντηρητικό θεατρογράφο, τουλάχιστον έναν πιστό της αγγλοσαξωνικής παράδοσης, που γνωρίζει πώς να ξεκλειδώνει συγκινήσεις, να πλάθει χαρακτήρες και να ανεβάζει τις σκηνικές θερμοκρασίες.

Το δημοφιλέστερο θεατρικό του, «Ο Αμπιγιέρ» (1980), συνιστά μια σκηνική μεταφορά του προσωπικού βιώματός του, ως επί σειρά ετών βοηθός του Σερ Ντόναλντ Βόλφιτ, γεγονός που τον εξοικείωσε με την εκρηκτική ατμόσφαιρα των παρασκηνίων και τις ιδιόρρυθμες προσωπικότητες των μεγαλόσχημων ηθοποιών.

Στο συγκεκριμένο έργο παρακολουθούμε το επιμύθιο μιας μακρόχρονης σχέσης εγγύτητας και εξάρτησης ανάμεσα στον υπηρέτη Νόρμαν και σε ένα παρηκμασμένο πλέον πρωταγωνιστή των περιοδειών, αποκαλούμενο ως Σερ, κατά την περίοδο των βομβαρισμών της Βρετανίας από τους ναζί. Στην ιδιότυπη αυτή σχέση ενυπάρχουν αντικρουόμενα συναισθήματα: σεβασμός, θαυμασμός, δοτικότητα αλλά και μια απωθημένη καταπίεση και ένα ερωτηματικό που πλανάται για το τι πραγματικά νιώθει ο ένας για τον άλλον. Μια απάντηση διαγράφεται μόνο όταν επέρχεται ο θάνατος που μετατρέπει την εξάρτηση σε φόβο και, σχεδόν ακαριαία, τον φόβο σε ευθύνη.  

Η σκηνοθεσία

Ο Κώστας Γάκης αφουγκράστηκε βαθιά το έργο και τις καταγωγικές αναφορές του. Δεν επέτρεψε παρεκκλίσεις ύφους, αποδεικνύοντας ότι ένας σκηνοθέτης (ακόμα και της νεότερης γενιάς) οφείλει να σεβαστεί τις επιταγές της δραματουργίας και του συγγραφέα περισσότερο από την ανάγκη του για μια βεβιασμένη ή άτοπη καλλιτεχνική εικονοκλασία. Χρειάστηκε μάλιστα και θάρρος εκ μέρους του να καταπιαστεί με ένα έργο σαν αυτό που αφενός στρέφεται ομφαλοσκοπικά στον πυρήνα του κόσμου του θεάματος (θεματολογία περισσότερο οικεία στο κοινό των μεγάλων θεατρικών αγορών του Μπρόντγουαιη και του Γουέστ-Εντ) και αφετέρου απαιτεί από τον θεατή προσήλωση, προκειμένου να ενωτιστεί έναν περίτεχνο θεατρικό λόγο, στον αντίποδα του εθισμού στην αποσπασματική εικονική πραγματικότητα

Στο λιτό σκηνικό του Κέννυ Μακλέλαν με την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και την συμπιεσμένη ενέργειά του που προοιωνίζεται ένα τέλος εποχής, οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται αβίαστα και με αφοπλιστική αλήθεια. Ο Σερ του Ιεροκλή Μιχαηλίδη δεν ξεχειλίζει μόνο έπαρση και δηκτικό χιούμορ, αλλά ανυψώνεται σε ένα σύμβολο, κάπου στη μεθόριο ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και σε έναν άλλο, σχεδόν μεταφυσικό. Ο Νόρμαν του Γεράσιμου Σκιαδαρέση, προσδεδεμένος στο άρμα μιας κεκτημένης ταχύτητας μέσα στην οποία βιώνει την εξαρτητική σχέση, καθίσταται αποκαλυπτικός τη στιγμή της βίαιης πρόσκρουσής του με την απόγνωση και τη μοναξιά, στις παρυφές ενός εύθραυστου ψυχισμού. Με δόσεις λεπτοδουλεμένης -συμπαθητικά γραφικής- θεατρικότητας η ερμηνεία του Απόστολου Πελεκάνου στο ρόλο του κομπάρσου και με μια εξίσου ευδιάκριτη και με προσωπικότητα παρουσία του Άγγελου Νεράντζη ως φιλόδοξου συγγραφέα. Η Ματζ της Τζένης Κόλλια εκπέμπει μια δωρική αυτοκυριαρχία που σκιάζει τα γνήσια αισθήματα, η Λέηντισιπ της Μάρως Παπαδοπούλου αφήνει, μέσα στην πληθωρικότητά της,  να διαφανεί το γκρίζο μιας ματαιωμένης ύπαρξης, ενώ η Αϊρίν της Αντριάνας Ανδρέοβιτς αποδεσμεύει δόσεις ακατέργαστης χάρης. Τέλος, ο Γιώργος Γιατζιτζάκης και ο Ορφέας Τσαρέκας, συμβάλλουν με σθένος ως δύο πειστικές ψηφίδες της ανθρωπογεωγραφίας του θεάτρου.

Photo Credit: Μάνος Γεωργίου

Διαβάστε επίσης:

Ο Αμπιγιέρ, του Ρόναλντ Χάργουντ σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη στο θέατρο Τζένη Καρέζη