Το έργο

Η Σπασμένη στάμνα ανέβηκε πρώτη φορά σε σκηνοθεσία του Γιόχαν Β. φον Γκαίτε, τον Μάρτιο του 1808, χωρίς όμως την παρουσία του συγγραφέα του, Χάινριχ φον Κλάιστ. Η παράσταση θεωρήθηκε αποτυχία, μετά και τις επεμβάσεις του Γκαίτε, ο οποίος επειδή δεν πίστεψε στο κείμενο, προσπάθησε να το προσαρμόσει στη φόρμα της κλασικής κωμωδίας, εισάγοντας τις τρεις πράξεις, καθώς και αλλαγή σκηνικού μετά από κάθε πράξη. Κατ’ αυτό τον τρόπο αφενός, διέκοψε την φυσική ροή της υπόθεσης, ενώ αφετέρου, κατήτμησε την ρέουσα και καθομιλουμένη γλώσσα του Κλάιστ. Ο Γκαίτε προσπαθώντας να φέρει το κείμενο πιο κοντά στον τρόπο θεατρικής γραφής της Βαϊμάρης, απεικόνισε με μεγαλύτερη σοβαρότητα την ανθρώπινη προσωπικότητα και απέδωσε με υπερβολή την αριστοκρατικότητα στην κίνηση προσδίδοντας παράλληλα στο έργο μια αρκετά ρητορική εκφορά του λόγου. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν είχε επιδιώξει ή επιθυμήσει ο Κλάιστ, ο οποίος με τον φυσικό τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς των ηρώων του προμήνυε την έλευση του κινήματος της Θύελλας και Οργής, προάγγελου του θεατρικού ρεαλισμού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό επίσης του Γερμανού συγγραφέα ήταν το έντονο πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο προσέδωσε στη γραφή του. 

Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη Σπασμένη στάμνα, μια από τις σημαντικότερες κωμωδίες του Γερμανικού, και όχι μόνον, θεάτρου της περιόδου του Διαφωτισμού. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο σχολιάζει και επικρίνει το δικαστικό σύστημα, αλλά κυρίως τους λειτουργούς του. Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο δικαστής του χωριού, Αδάμ. Ο δικαστής είναι άσχημα χτυπημένος στο κεφάλι και κουτσαίνει μετά από ένα ατύχημα που είχε πολύ νωρίς το πρωί. Και ενώ εξιστορεί τα περί του ατυχήματός του στον γραφέα, Λιχτ, οι υπηρέτριές του τον ενημερώνουν για την έξαφνη άφιξη στο χωριό του δικαστικού συμβούλου, Βάλτερ. Ο Βάλτερ θέλει να παρακολουθήσει εάν τηρούνται όλες οι νόμιμες διαδικασίες στο δικαστικό σύστημα και γι’ αυτό εκφράζει την επιθυμία να παραστεί και να παρακολουθήσει τον Αδάμ επί τω έργω. Ο δικαστής πανικοβάλλεται όταν διαπιστώνει ότι στο δικαστήριο έχουν εμφανιστεί η Κυρία Μάρθα μαζί με την κόρη της, την Εύα, τον αρραβωνιαστικό της κοπέλας, τον Ρούπρεχτ και τον πατέρα του, τον Τύμπελ. Η κυρία Μάρθα επιθυμεί να δικαστεί ο αρραβωνιαστικός της κόρης της, από τη μια, επειδή της έσπασε την πολυαγαπημένη της στάμνα και από την άλλη, επειδή ο νεαρός κατηγορεί την κοπέλα ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν στο δωμάτιό της με κάποιον άλλον άνδρα. Ο δικαστής Αδάμ, ο οποίος βρίσκεται σε μια αναίτια ταραχή, επιθυμεί να κλείσει την υπόθεση σε βάρος του Ρούπρεχτ, αλλά προσκρούει στον δικαστικό σύμβουλο που έχει αντίθετη άποψη. Ο Βάλτερ παλεύει με νύχια και με δόντια να βγουν στο φως όλα τα δεδομένα, παρακάμπτοντας συχνά τον υφιστάμενό του. Στο τέλος, η δικαιοσύνη δίδεται, έστω και μετά από πολύ κόπο. 

Η παράσταση

Η συν-σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου είχε πολλές και ενδιαφέρουσες ιδέες. Διατηρώντας το χρονικό πλαίσιο της εποχής στην οποία γράφτηκε το κείμενο, οι δύο σκηνοθέτες έστησαν ένα ιδιότυπο δικαστικό ριάλιτι, από αυτά που προβάλλονται στην μικρή οθόνη. Σε αυτό συνέβαλε και η παρουσία του Α. Καραζήση ως Βάλτερ, καθισμένου ανάμεσα στο κοινό, να παρακολουθεί τα όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Θεατής, με επιλεκτική συμμετοχική δράση, θύμιζε έντονα τους σημερινούς τηλεδικαστές και τηλεκριτές, οι οποίοι, κρυμμένοι στη βολή του σπιτιού τους, κρίνουν επί παντός επί στητού. Το στοιχείο αυτό ερχόταν σε ενδιαφέρουσα αντίθεση με τα σκηνικά δρώμενα, τα οποία απέπνεαν, αναφορικά με την όψι τους, την εποχή του ρομαντισμού. Η γλώσσα του έργου, σε συνδυασμό με τον φυσικό τρόπο παιξίματος των χωρικών, άλλωστε, δημιουργούσαν έντονα την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύγχρονο κείμενο. 

Αυτός ο διαχωρισμός απεικονίζεται έντονα σκηνικά αφενός, με τον αρτηριοσκληρωτικό και επιτηδευμένο τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς των δικαστικών και αφετέρου, με τον καθημερινό τρόπο των χωρικών.  Το γεγονός αυτό, μολονότι ανέδειξε την κοινωνική αντίθεση, λειτούργησε ανασταλτικά στον γενικό ρυθμό της παράστασης. Ως αποτέλεσμα, η παράσταση, τόσο στις πρώτες σκηνής της αρχής, όσο και προς το τέλος, κινείται πιο αργά, ανακτώντας το ρυθμό και το ενδιαφέρον της με την εμφάνιση των χωρικών και εξής. 

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Οι ηθοποιοί

Η κυρία Μάρθα της Μάρθας Φριντζήλα είναι εξαιρετική. Με άμεσο και ευθύ τρόπο δημιούργησε τον χαρακτήρα της καλοκάγαθης χήρας, η οποία όμως δεν δίνει όμως, λόγω της χαμηλής κοινωνικής της θέσης, το δικαίωμα σε επιτήδειους να εκμεταλλευτούν ούτε την ίδια ούτε φυσικά την μονάκριβη κόρη της. Εξαιρετικός επίσης ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Ρούπρεχτ. Πολύ καλοί ο Γιώργος Συμεωνίδης, η Κίττυ Παϊτατζόγλου και ο Γιώργος Γιαννακάκος, καθώς επίσης ο Παναγιώτης Παναγόπουλος στο ρόλο-πρόκληση της Μπριγκίτε. Ο Νίκος Χατζόπουλος υπήρξε περισσότερο ρητορικός στο ρόλο του ως Αδάμ, αποστερώντας εν μέρει από το ρόλο του τους χυμούς της υποκριτικής του δεινότητας. Ο Ακύλλας Καραζήσης κατ’ ουσίαν εμφανίζεται προς το τέλος, οπότε και θυμίζει έναν ιδιότυπο Μεγάλο Αδελφό. Πολλή καλή η σκηνή, πριν την αποκάλυψη, ανάμεσα στους  δύο άνδρες, οι οποίοι συνομιλούν καθισμένοι στα σκαλιά της σκηνής, όπου αμφότεροι οι ηθοποιοί είναι πολύ φυσικοί. Τέλος, καλές οι Μαριαλένα Ηλία και Μελίνα Πολυζώνη στο ρόλο των υπηρετριών προσέδωσαν στην κωμικότητα της παράστασης, αλλά και η Αλεξάνδρα Οσπίτση

Υπόλοιποι Συντελεστές 

Πολύ καλή είναι η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα αναδεικνύοντας τη φυσικότητα, αλλά και τον σύγχρονο χαρακτήρα του έργου του Χ. φον Κλάιστ. Εξαιρετικό το σκηνικό (Κλειώ Μπομπότη) που θυμίζει ρομαντικό πίνακα του 19ου αιώνα, αλλά και τα κοστούμια (Βασιλική Σύρμα) που τοποθετούν την παράσταση στην εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο. Τέλος, πολύ ενδιαφέροντες οι φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) οι οποίοι υπογράμμιζαν τη δράση.

Εν κατακλείδι

Πρόκειται για μια παράσταση με ενδιαφέρον σκηνοθετικό όραμα και πολύ καλούς συντελεστές. Κάποια περικοπή στη διάρκειά της θα βελτίωνε το ρυθμό της και θα την αναδείκνυε ακόμα περισσότερο. 

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης: 

Η σπασμένη στάμνα, του Χάινριχ φον Κλάιστ σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου στο Εθνικό Θέατρο