Κρυμμένος στις σκιές, γνωστός από τους λάτρεις της κλασικής μουσικής και των Ελλήνων συνθετών, ο Νίκος Σκαλκώτας αποτελεί έναν πρωτοπόρο μουσικό. Το μη συμβατικό στιλ του ξένισε σύγχρονους του όπως ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Δημήτρης Μητρόπουλος ενώ η μουσική του ιδιοφυία αναγνωρίσθηκε μετά τον θάνατό του. Το όνομά του, σύμφωνα με τον μουσικολόγο Χανς Κέλερ, είναι ένα από τα 4 «Σ» της μουσικής του 20ου αιώνα: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς και Σκαλκώτας.

Μία σύντομη ζωή

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1904 στη Χαλκίδα της Εύβοιας. Ο πατέρας του ήταν αυτοδίδακτος φλαουτίστα στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας και ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική. Άρχισε να μαθαίνει βιολί στα πέντε του χρόνια με τον θείο του και το 1910, μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα ώστε να του προσφερθεί μια καλύτερη μουσική εκπαίδευση. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών το οποίο και τελείωσε με το Πρώτο Χρυσό Βραβείο το 1920. Στο Βερολίνο, το 1921, σπουδάζει πρώτα βιολί με τον Γουίλι Χες ενώ, ύστερα, βρίσκεται υπό την καθοδήγηση του Σένμπεργκ στις σπουδές της σύνθεσης. Όσο παρέμεινε στη Γερμανία έγραψε περίπου 70 έργα τα περισσότερα εκ των οποίων χάθηκαν. Η άνοδος του Ναζισμού τον αναγκάζει να επιστρέψει στη γενέτειρα του.

Το 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα με μεγάλες προσδοκίες για την συνέχεια του έργου του. Είχε πλέον απομακρύνει τις συνθέσεις του από το κλασσικό δωδεκάφθογγο σύστημα και είχε στραφεί στην μελέτη και δημιουργία πάνω στις μεθόδους της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής. Επιστρέφει όμως σε μία Ελλάδα που λίγα είχε να του δώσει και ακόμα λιγότερα να δεχθεί. Η ελληνική μουσική σκηνή δεν ήταν προετοιμασμένη για τις δημιουργίες του Σκαλκώτα καθώς, οι πολιτικές αναταραχές από τις οποίες ακόμα είχε ανοιχτές πληγές, είχαν περιπλέξει την ταυτότητα της ελληνικής μουσικής. Οι συνθέτες της εποχής δεν κατανοούσαν την μουσική του, επικεντρωμένοι στο είδος σύνθεσης που είχαν θέσει τα Ελληνικά ωδεία και η «Εθνική Σχολή». Για τον λόγο αυτό, ένας μικρός αριθμός έργων του παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της σύντομης ζωής του.

Στην Ελλάδα εργάσθηκε ως βιολονίστας στη Κρατική Ορχήστρα και στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, αλλά δεν σταμάτησε να συνθέτει. Από το 1935 έως το 1945 γράφει περισσότερα από 100 έργα, ενώ επισκέπτεται παλιές του συνθέσεις τις οποίες διορθώνει και τελειοποιεί. Το 1946 παντρεύεται τη πιανίστρια Μαρία Παγκαλή με την οποία αποκτά δύο παιδιά. Φεύγει από τη ζωή στις 19 Σεπτεμβρίου 1949 σε ηλικία μόλις 45 χρονών, μην έχοντας λάβει την αναγνώριση που του άξιζε, μην έχοντας δώσει όσα μπορούσε στην ελληνική μουσική κουλτούρα.

Στις παρτιτούρες

Το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του Σκαλκώτα είναι το ιδιαίτερο στιλ σύνθεσης. Επηρεασμένος από την ελληνική μουσική αλλά και τους δασκάλους του, δεν είναι αυστηρός προς την χρήση του δωδεκάφθογγου συστήματος ενώ συχνά χρησιμοποιεί ελεύθερα συστήματα σύνθεσης. Η δισκογραφία του καλύπτεται τόσο από τονικά όσο και από ατονικά έργα, τα οποία αποτελούν απαιτητικότερες συνθέσεις για τους ερμηνευτές τους. Μερικά από τα έργα του είναι «36 Ελληνικοί Χοροί», «Η Θάλασσα», «Η Κόρη και ο Θάνατος», ενώ έγραψε μουσική δωματίου και φωνητικά έργα.

Βιβλιογραφία: universaledition.com | imerodromos.gr | britannica.com | wisemusicclassical.com | lifo.gr | allmusic.com | eviaportal.gr | sansimera.gr