Η νέα αναθεωρηµένη έκδοση του τόµου «Νίκος Γκάτσος, Όλα τα τραγούδια», εµπλουτισµένη µε περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες, µε φωτογραφίες και άλλα ντοκουµέντα που προσδίδουν στο βιβλίο έναν χαρακτήρα πιο «προσωποπαγή», παραδίδεται σήµερα ως οριστική µε σκοπό να αποτελέσει βασικό εργαλείο για µελετητές και ερµηνευτές των στίχων του ποιητή καθώς και πηγή ευχαρίστησης, ακόµα και έµπνευσης, για παλιούς και νέους αναγνώστες.

Έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι στίχοι του Γκάτσου, είτε πρωτότυποι είτε σε απόδοση· είτε πρωτογενείς είτε οριοθετηµένοι από τις ανάγκες κάποιας κινηµατογραφικής ταινίας ή θεατρικής παράστασης· είτε ευτύχησαν να τραγουδηθούν, οπότε παρατίθενται όπως δισκογραφήθηκαν ή και σε προγενέστερη καταγραφή, είτε παρέµειναν στο συρτάρι και µοιάζουν µε παραλλαγές στο ίδιο θέµα ή στό ίδιο µέτρο, υπόλοιπα συνεργασιών, µα και απόπειρες για µια γραφή πιο λαϊκή. Επίσης, έχουν προστεθεί τέσσερα ποιητικά έργα –δύο προσωπικά και δύο σε απόδοση– που µελοποιήθηκαν υπό µορφή ορατορίου ή καντάτας.

Καλή συνέχεια στ’ «ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι».

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε τό 1911 (ἤ τό 1914, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε) στήν Ἀσέα Ἀρκαδίας, ὅπου καί τελείωσε τό δηµοτικό σχολεῖο. Γιά τό γυµνάσιο µετέβη στήν Τρίπολη, ὅπου γνώρισε τά λογοτεχνικά βιβλία καί τίς µεθόδους αὐτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσῶν. Ἔτσι, ὅταν ἦρθε στήν Ἀθήνα γιά νά ἐγγραφεῖ στή Φιλοσοφική Σχολή, ἤξερε, ἀρκετά καλά, ἀγγλικά καί γαλλικά. Ἤξερε, ἐπίσης ἀρκετά καλά, τόν Παλαµᾶ, τόν Σολωµό καί τό δηµοτικό τραγούδι, ἀλλά καί τίς νεωτεριστικές τάσεις στήν ποίηση τῆς Εὐρώπης.

Στήν Ἀθήνα, ἐγκατεστηµένος πιά µέ τήν οἰκογένειά του, ἄρχισε νά µπαίνει στούς λογοτεχνικούς κύκλους τῆς ἐποχῆς καί νά δηµιουργεῖ –συγχρόνως– τά δικά του µυθικά στέκια. Τά πρῶτα του ποιήµατα –µικρῆς ἔκτασης καί κλασικοῦ ὕφους– τά δηµοσίευσε στή «Νέα Ἑστία» τό 1931 καί στόν «Ρυθµό» τό 1933. Στή συνέχεια, συνεργάστηκε κυρίως µέ τά «Νέα Γράµµατα», τά «Καλλιτεχνικά Νέα» καί τά «Φιλολογικά Χρονικά», δηµοσιεύοντας κριτικά ἄρθρα καί σηµειώµατα. Τήν ὑποδειγµατική ποιητική του σύνθεση «Ἀµοργός» τήν ἐξέδωσε ἀπό τόν «Ἀετό» τό 1943.

Τελειώνοντας ὁ πόλεµος, συνεργάστηκε µέ τήν «Ἀγγλοελληνική Ἐπιθεώρηση» ὡς µεταφραστής καί µέ τό Ἐθνικό Ἵδρυµα Ραδιοφωνίας ὡς ραδιοσκηνοθέτης, γιά λόγους καθαρά βιοποριστικούς. Γιά τούς ἴδιους λόγους ξεκίνησε νά γράφει στίχους πρῶτα γιά τίς µουσικές τοῦ Μάνου Χατζιδάκι κι ἀργότερα ἄλλων ἀξιόλογων συνθετῶν, καθορίζοντας τό σύγχρονο ἑλληνικό τραγούδι. Ἡ ἱκανότητά του νά χειρίζεται τόν λόγο µέ ἀκρίβεια ἔκαµε τό Θέατρο Τέχνης, τό Ἐθνικό Θέατρο καί τό Λαϊκό Θέατρο νά τοῦ ἐµπιστευθοῦν µεταφράσεις πολλῶν θεατρικῶν ἔργων, πού παραµένουν «κλασικές».

Τό 1987 τιµήθηκε µέ τό Βραβεῖο τοῦ ∆ήµου Ἀθηναίων γιά τό σύνολο τοῦ ἔργου του καί τό 1991 τοῦ ἀπονεµήθηκε ὁ τίτλος τοῦ Ἀντεπιστέλλοντος Μέλους τῆς Βασιλικῆς Ἀκαδηµίας Καλῶν Γραµµάτων τῆς Βαρκελώνης γιά τή συµβολή του στή διάδοση τῆς ἰσπανικῆς λογοτεχνίας στήν Ἑλλάδα.

Ἐπέστρεψε στήν Ἀσέα, πλήρης ἡµερῶν καί γνώσεων, στίς 12 Μαΐου 1992.

Επιμέλεια: Αγαθή Δημητρούκα