Στο καμαρίνι μόνος “αδειάζω”. Αντικρύζω το είδωλό μου και με μια βαθιά εισπνοή το θνητό μου σαρκίο τολμά να χορέψει σε τεντωμένο σκοινί. Τολμά να φωνάξει μελωδικά “Είμαι Ποιητής. Είμαι το μέσο της Φύσης. Με τις λέξεις εξυμνώ το μεγαλείο της”. Στέκω μπροστά σου κάτω απ’τα φώτα, τόσο ταπεινός, τόσο τρωτός.. Σαν παπαρούνα, σαν σκαθάρι. Σαν τους ερωτευμένους δύναμαι να πεθάνω. Λάμπω σαν πυγολαμπίδα μέσα σε παχύρευστη νύχτα καλοκαιριού. Με απλότητα κυλάω σα νερό αιώνιο. Εδώ στη σκηνή, εδώ που χρόνος δεν υπάρχει. Μόνο ρυθμός. Μόνο κοινός ρυθμός. Μια πεταλούδα φτερουγίζει εντός μου. Ανοίγω το παράθυρο της καρδιάς να βγει, να ελευθερωθεί, να παίξει και μ’ έναν φευγαλέο ψίθυρο να σε ρωτήσει : ”Θέλεις να πετάξεις;” Άκου το τραγούδι των αστεριών και δώσε την απάντηση σου. Σε μάγεψε κι εσένα; Υποκλίνομαι και επιστρέφω στο καμαρίνι. Ζωντανός, όχι πια μόνος.

 

Η πιο κεφάτη παρέα “πετάει” στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου και αφηγείται το πρώτο θεατρικό έργο του Federico Garcia Lorca τραγουδώντας και χορεύοντας. Το καμαρίνι επί σκηνής αποκαλύπτει την τελετουργία της μεταμόρφωσης των ηθοποιών. Όλοι μαζί, τόσο γενναιόδωρα , γίνονται στίχοι, γίνονται τραγούδι. Παίζουν το παιχνίδι του θεάτρου, ερωτεύονται την κάθε στιγμή. Αισθάνομαι τυχερή που είμαι μέρος αυτής της παρέας. Η σκοτεινή αυτή κωμωδία μας έμαθε να ρισκάρουμε, να προχωράμε προς τα ‘κει που ο Έρωτας προστάζει, σε περιοχές ανοίκιες. Μας ένωσε, μας πήρε τα μυαλά. Μας μάγεψε.