Αν και έχουν περάσει 200 χρόνια από την έναρξη της πολύχρονης επανάστασης ενάντια στον Οθωμανό κατακτητή, οι ιδέες και οι ερμηνείες της συνεχίζουν να δίνουν τροφή για προβληματισμό, σκέψεις και συμπεράσματα. Η επανάσταση ως ερμηνεία, δεν καθορίζεται απόλυτα έχοντας τη μορφή της βίας και περισσότερο της ένοπλης βίας. Επανάσταση καλείται κάθε προοδευτική κίνηση ενάντια στη βαλτωμένη και οπισθοδρομική πραγματικότητα που έχει συντελέσει στην αναταραχή και κατρακύλα της κοινωνίας, της πολιτικής πραγματικότητας, της πολιτιστικής ή επιστημονικής εξέλιξης.

Είναι μια θαυμαστή χοάνη, αρκετές φορές από ετερόκλητα πληθυσμιακά στοιχεία, καθοδηγούμενοι όμως από κοινές ιδέες, επιδιώξεις, σκοπούς. Που αφήνουν επίσης μια κληρονομιά που πρέπει οι νεότεροι να διαχειριστούν μακριά από τις αγκυλώσεις της εγχώριας πολιτιστικής πραγματικότητας και πάνω απ’ όλα να δεχτούν το ερέθισμα για γόνιμο στοχασμό. Η εσωστρέφεια πρέπει να πάψει να κατατρέχει την πρόοδο και η ελληνοκεντρική αντίληψη της δημιουργίας να μην είναι αποκομμένη από τα οφέλη της διεθνοποίησης. Η εξωστρέφεια, η σύμπλευση και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα να γίνουν οι φάροι της νεωτερικότητας που θα οδηγήσουν στην εξέλιξη, τη δημιουργία και την διεθνή αναγνώριση.

Οι Αλέξανδρος Βασμουλάκης, Ηλίας Καφούρος, Ραλλού Παναγιώτου και Πάνος Τσαγκάρης, σύγχρονοι έλληνες εικαστικοί, προσαρμοσμένοι στις διεθνείς τάσεις με διαφορετικές όμως προσεγγίσεις, μεταφέρουν την έννοια της Επανάστασης δυναμικά στο παρόν, σε μια κρίσιμη περίοδο μετάβασης, κρίσης και αναμονής, αμφισβήτησης και έκπτωσης των κοινωνικών ιδεολογιών.

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Αλέξανδρου Βασμουλάκη (1980), είναι ότι οι φόρμες, ενώ φαινομενικά είναι τακτοποιημένες με αυστηρότητα, ώστε να ταιριάζουν μεταξύ τους, κάποιες από αυτές τείνουν να ξεφεύγουν από τις άλλες, ώστε να μπορούν να αντικατασταθούν, και φυσικά να βρίσκουν τη θέση τους σε άλλο σημείο του έργου. Όμως, όπως και να τοποθετηθούν διατηρούν έναν διάλογο, σχηματίζοντας μια παλλόμενη εκφραστική κατάσταση – μια μουσική συνέχεια – ένα «πλαστικό ποίημα» με απρόβλεπτες, λεπτές δονήσεις.

Ο μυστηριώδης οπτικός κόσμος, του Ηλία Καφούρου (1978), χαοτικός στο εύρος, συνδυάζει σύμβολα και εικόνες με πνοή μυστικιστική στο πλαίσιο μιας γεωμετρικής συμμετρίας. Δομημένες πυκνά, οι φανταστικές ιστορίες του, συνδέουν αρμονικά ετερόκλητα πρόσωπα και αντικείμενα, με επίπονη σχεδιαστική αρτιότητα και αυστηρή φωτορρεαλιστική ακρίβεια. Οι αφηγήσεις του, πολλαπλών στρωματικών επιπέδων, προέρχονται τόσο από τη φύση και το άγριο τροπικό περιβάλλον που τον είχε συναρπάσει, ζώντας μέσα σ αυτό, όσο και από το καθημερινό αστικό τοπίο της Αθήνας.

Η Ραλλού Παναγιώτου (1978), ενώνει την pop art, τον μινιμαλισμό και την εννοιολογική τέχνη, χρησιμοποιώντας συνήθως έτοιμα η ανακατασκευασμένα υλικά που προσδίδουν οικειότητα αλλά και μυστήριο ή προβληματισμό. Ο εικαστικός κόσμος της αποτελείται από απλά αντικείμενα της καθημερινότητας δοσμένα με σαρκαστικό και καυστικό τρόπο, έτσι ώστε να προβάλλεται η ταυτότητα και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε και κινούμαστε. Τα έργα της είναι κατασκευασμένα από σκληρό υλικό, μάρμαρο, αλουμίνιο, σίδηρο ή ξύλο χρωματισμένα με βαφές αυτοκινήτου.

Ο Πάνος Τσαγκάρης (1979), στις προσωπικές ζωγραφικές αναζητήσεις η οποίες αντλούνται από πνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις, προσπαθεί να προσεγγίσει την έννοια του υπερβατού και του μεταφυσικού. Μέσα από μυθολογικές και μυστικιστικές αντιλήψεις, υπαρξιακούς προβληματισμούς για τη ζωή, το θείο και τον άνθρωπο διαπραγματεύεται την εσωτερική μεταμόρφωση και την έννοια του μεταβαλλόμενου χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) που διαμορφώνει ή εξελίσσει το κοινωνικό και πολιτικό ιστό της κοινωνίας, φτάνοντας τελικά να μεταλλάσσονται ή αλλοιώνονται, έννοιες και αντιλήψεις της σύγχρονης εποχής.