Η έκθεση Mnemotechnics of the Self αποτελεί την παρουσίαση της Κύπριας εικαστικού Μαρίας Παπαχαραλάμπους στο πλαίσιο της συμμετοχικής πλατφόρμας White House Biennial. Η έκθεση στο Open C.A.S.E. 303 αποτελεί παρουσίαση ενός ευρέου φάσματος του ζωγραφικού έργου της εικαστικού από το 1991 έως σήμερα και βασίζεται κυρίως στον συνδυασμό επιλεγμένων έργων σε μια ενιαία ζωγραφική εγκατάσταση.

Οι πίνακες της Παπαχαραλάμπους δεν θα πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο μιας φορμαλιστικής προσέγγισής τους, όπου το έργο προβάλλεται ως επιφάνεια ενατενισμού του ειδήμονα φιλότεχνου εδραιώνοντας πανηγυρικά την πρωτοκαθεδρία του εικαστικού μέσου και την «αυθεντικότητα» της γραφής. Αν και είναι τόσο «ζωγραφικά» τα έργα αυτά δεν αποζητούν να γίνουν αντιληπτά ως αναπαραστάσεις και αντικείμενα αισθητικής διερεύνησης. Αντιθέτως έχουν τον χαρακτήρα στιγμιαίων αντιδράσεων (και όχι εκφράσεων) κάτι σαν αναπνοές, που αν και τόσο ασήμαντες και ανεπαίσθητες είναι αυτές που μας κρατούν στη ζωή. Αυτές οι «ασκήσεις επιβίωσης» που δίνουν χρώμα σε φαινομενικώς μόνο υπαρξιακά αδιέξοδα θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως αντίρροπη δύναμη ενάντια στο γενικευμένο κλίμα του σύγχρονου μηδενισμού.

Η ζωγραφική (η τέχνη) εμπλουτίζεται πλέον με τα απομεινάρια της ζωής τα οποία εν είδει ποιητικής ανακύκλωσης αποκτούν νέα χρησιμότητα. Η χειρονομιακής υφής εικαστική αφήγηση συνεπικουρούμενη από την χρήση εξω-εικαστικών υλικών (όπως για παράδειγμα μπαγιάτικο ψωμί) συναντά αφίσες και αποκόμματα περιοδικών  δημιουργώντας ένα ιδιόμορφο καλλιτεχνικό αρχείο από «ρετάλια» (re-tales) σημασιών και παραπομπών. Τα  έργα αυτά σηματοδοτούν την πλέον παιγνιώδη και ανάλαφρη αντιμετώπιση της τέχνης (εμπνευσμένη από τη Νιτσεϊκή «εύθυμη επιστήμη» ως προτεραιότητα της ίδιας της ζωής), μια στάση ζωής που γίνεται πράξη στην σειρά των ζωγραφικών έργων της Παπαχαραλάμπους με τίτλο Here and There (2010). Παιδικά παιχνίδια επικολλούνται στην επιφάνεια του καμβά ενώ μια κηλίδα ακατέργαστου χρώματος η οποία λειτουργεί ως δηκτική υπενθύμιση των περασμένων ηρωικών εποχών της ζωγραφικής, για παράδειγμα ως ανάμνηση του βαρύγδουπου αφηρημένου λυρισμού (Tachisme) της δεκαετίας του 1950 και 1960, κάνει πρόδηλο τον στόχο των έργων αυτών: την ανάκτηση της χαμένης αθωότητας της δημιουργίας-ποίησης.

Υπό την έννοια αυτή οι πιθανές κατατάξεις του ζωγραφικού έργου σε κατηγορίες όπως ναϊφισμός (naïvism), art brut ή ακόμη και informel δεν μας λένε πολλά για το νόημα τους, έτσι όπως και το να διερευνήσουμε την ιδιόλεκτο της κινηματογραφικής γραφής στα άλλοτε ποιητικά και άλλοτε παιδικά αθώα βίντεο της Παπαχαραλάμπους δεν θα φανέρωναν τίποτα για τον λόγο ύπαρξης και τον στόχο τους. Όταν ο ζωγραφικός καμβάς μετατρέπεται σε μαξιλάρι για όνειρα (όπως σε μια σειρά έργων από το 2012 και μετά) τότε η ίδια η εικαστική τέχνη γίνεται πρακτική τακτική –ένας είδος παιγνιώδους ονειρομαντείας. Αναλόγως μια τέτοιου είδους φιλοπαίγμωνα αντιμετώπιση των εικαστικών μέσων ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτό που η ίδια η καλλιτέχνις αναφέρει ως θεμελιώδης αφετηρία της πρακτικής της: «όλα τα βλέπω ως ζωγραφική!» Η ζωγραφική ματιά επί όλου του γεγονικού κόσμου είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό το πολυσχιδές έργο της Παπαχαραλάμπους όπου η αλχημική αλλοίωση της ύλης (π.χ. η μετουσίωση του νερού ή της χρωστικής ουσίας) σε σκέψη απαντά την μετάλλαξη των λέξεων και των στοχασμών σε εικαστικές ύλες, μια ιδέα που διέπει και το πρόσφατο έργο με τίτλο Νόηση–Αλχημεία–Μετάλλαξη (2014) της Παπαχαραλάμπους για τη συμμετοχική πλατφόρμα White House Biennial […]».

Απόσπασμα από το κείμενο του Ιστορικού Τέχνης, Σωτήριου Μπαχτσετζή (Από τη μνημοτεχνική του εγώ στην επινόηση του εμείς: για μια «πρακτική» αισθητική)