Οι ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών γίνονται συχνά με δύο ηθοποιούς μέσα σε ένα σπίτι. Υπάρχει πρακτικός λόγος. Είναι πιο οικονομικό, υπάρχουν λιγότερες μετακινήσεις, λιγότερα ΙΚΑ, λιγότερες πρόβες. Κάνεις αυτό που μπορείς με μίνιμαλ επιλογές. Κι έτσι έχεις περισσότερο δημιουργικό χρόνο γυρίσματος, ή μάλλον λιγότερο φορτικό χρόνο γυρίσματος. Είναι λογικό και πολλές φορές λειτουργικό.

Επειδή οι ελληνικές ταινίες ήταν συνηθισμένες σε αυτή τη συνταγή, είπα κάπως να την παραλλάξω. Θα έκανα μια ταινία μέσα σε ένα σπίτι με ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ερωτεύονται. Tο κορίτσι θα ήταν αερικό, το αγόρι γιατρός και το σπίτι μια απομονωμένη καλύβα μέσα σ’ ένα δάσος. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Πέρασα τα υπόλοιπα τρία χρόνια γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας για αυτή την καλύβα. Ένας χώρος που μυρίζει γη, μια εστία να καίει με μια δυνατή φωτιά, ένα καζάνι να βράζει ζωμούς και πολλές σκοτεινές γωνίες να κρύβουν λογής λογής μυστικά. Κι από έξω, πυκνά δέντρα με κλαδιά σα χέρια γιγάντων, έτοιμα να κόψουν το φόρα οποιουδήποτε ήθελε να απομακρυνθεί.

Έφτασε μετά από χρόνια η στιγμή όμως, που έπρεπε να τα βρω και στην πραγματικότητα. Υπήρχαν καθυστερήσεις, κάναμε πολλά ταξίδια για location scouting, ήταν αδύνατο να βρούμε κάτι που να ταιριάζει στην ιστορία ή που να είναι βιώσιμο με τον μικρό μας προϋπολογισμό.

Ώσπου μια χιονισμένη χειμωνιάτικη μέρα, μέσω του Νίκου, ενός γνωστού μου κτηνοτρόφου στο Λεωνίδιο καταλήξαμε στον Κοσμά Κυνουρίας, στη μέση ενός γυμνού καστανοδάσους και σε ένα μικρό πετρόχτιστο καλύβι, όπου πείστηκα ότι μπορούμε να βρούμε ένα μέρος που ταυτόχρονα να είναι παραμυθένιο αλλά και πραγματικό. Έλειπαν πολλά πράγματα για να είναι το καλύβι της ταινίας, αλλά η βάση ήταν εκεί.

Κάναμε πολλά μπρος πίσω με το διευθυντή φωτογραφίας, τη σκηνογράφο και την παραγωγή για να δούμε πώς θα μεταμορφώσουμε αυτή τη βάση. Ήθελε παρεμβάσεις εσωτερικά, να χτιστούν πράγματα από την αρχή, να βαφτούν, να επιπλωθεί με παλιά στοιχεία, να μπει ένα παλιό γραμμόφωνο σε μια γωνιά, να δημιουργηθεί ένα τζάκι αλλά και να βρεθεί το εξωτερικό, καθώς αυτό ήταν σε μια περιοχή με άλλες αγροικίες και χωματόδρoμους.

Περπατήσαμε αρκετά μέσα στο δάσος ίσως κάνα μισάωρο, ακόμα απορούσα αν η γύμνια του ήταν ταιριαστή με την ιστορία μας, και καταλήξαμε σε ένα στερεμένο ρέμα, ιδεώδης τοποθεσία για εξωτερικό καλύβας.

Η λύση ήταν απλή: το εσωτερικό θα διαμορφωνόταν με αντικείμενα των ντόπιων και τη δουλειά του σκηνογραφικού. Το εξωτερικό θα χτιζόταν με απλό και οικονομικό τρόπο σαν ψευδο-πρόσοψη σε εκείνο το ρέμα. Το γυμνό δάσος θα έπρεπε απλά να μας κάνει. Το πρόβλημα με το σινεμά, ακόμα και στις μεγάλες παραγωγές, είναι ότι πολλές φορές βλέπεις τους τελικούς χώρους ολοκληρωμένους, σχεδόν μια μέρα πριν το γύρισμα.

Κι άλλες καθυστερήσεις μας είχαν σπρώξει παραπίσω. Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν, ώσπου φτάσαμε αρχές Μάη, κι έπρεπε να προλάβουμε τους πρώτους καύσωνες. Είχαμε στα χέρια μας μια ταινία μυστηρίου και παραμυθένιας αύρας, κι όσο να ΄ναι το σκληρό φως του καλοκαιριού δε θα ήταν κατάλληλο.

Με θυμάμαι να οδηγάω, με κομμένη την ανάσα, προς τον Κοσμά για να δω τους χώρους ολοκληρωμένους για πρώτη φορά. Το σκηνογραφικό τμήμα είχε πάει βδομάδες πριν και με την βοήθεια των κατοίκων του Κοσμά προετοίμαζαν τα πάντα. Έβλεπα μόνο κομμάτια της προεργασίας και έπρεπε στο κεφάλι μου κάθε φορά να τα ενώνω σαν παζλ και να φαντάζομαι τα σύνολο. Και θα έπρεπε απλά να κάνει.

Θυμάμαι σαν και τώρα την έκπληξη μόλις φτάσαμε. Οι καθυστερήσεις δεν είχαν βγει σε κακό. Το δάσος είχε ανθίσει και ήταν πλέον ζωντανό. Ένας λαβύρινθος από βλάστηση όπου δεν υπήρχε διαφυγή. Ιδεώδες για μια ταινία όπου το φως και το σκοτάδι, η άνθιση αλλά και ο θάνατος αγκαλιάζονται – όπως είπε ο διευθυντής φωτογραφίας.

Μπήκα στον εσωτερικό χώρο και, ίσως ο ήχος από το παλιό γραμμόφωνο (που είχε βάλει επίτηδες η σκηνογράφος) να με μάγεψε σαν τον πρωταγωνιστή και χάθηκα στην ομορφιά και τα μυστικά του χώρου. Παρακάλεσα όλους να με αφήσουν μόνο για λίγο, για να αποκωδικοποιήσω κάποια από αυτά τα μυστικά, ενώ το τζάκι έκαιγε μανιασμένα.

Τέλος, με τη βοήθεια των ντόπιων, είχε βρεθεί ένα γρήγορο μονοπάτι για την ψευδο-πρόσοψη και σε πέντε μόλις λεπτά ήμασταν εκεί. Ένα καλύβι, χωμένο μέσα στο βράχο, σαν η φύση αλλά και το κτίσμα να είναι ένα. Μια ξύλινη παλιά πόρτα υποσχόταν την είσοδο σε μια περίεργη αλλά και σαγηνευτική συνθήκη, μην αφήνοντάς μου επιλογή παρά να τη διαβώ.

Εύχομαι αυτό που αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη, να δελεάσει και το θεατή να διαβεί αυτή την πόρτα που τρίζει, και να μάθει τί κρύβεται εκεί μέσα.

Βιογραφικό

Ο Μίνως Νικολακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Οι ταινίες του έχουν συµµετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ (µεταξύ των οποίων LA Shorts Fest, CINEMED Montpellier, Uppsala και Flickers Fest), διανεµήθηκαν στις ελληνικές αίθουσες και απέσπασαν βραβεία. Ορισµένες ήταν συµπαραγωγή µε την ΕΡΤ. Το ‘Πατάρι’ προβλήθηκε στην γκαλερί σύγχρονης τέχνης Egbert Baqué στο Βερολίνο, στο πλαίσιο της έκθεσης David Bowie. Έχει συµµετάσχει στην παραγωγή ντοκιµαντέρ και ταινιών µυθοπλασίας. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών και έχει εργαστεί ως µηχανικός προκειµένου να υποστηρίξει το πάθος για τον κινηµατογράφο.

Φιλµογραφία (ως σκηνοθέτης) 2019 Entwined (89’), 2012 Το Πατάρι (18’), 2009 The Happy Life (8’), 2007 Μαριονέτα (10’), 2005 Το δώρο (12’) , 2003 Ticket to Ride (5’)


Διαβάστε επίσης:

Άλυτη, του Μίνωα Νικολακάκη