Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, κατά τη γνώμη μου – και φυσικά όχι μόνο τη δική μου, είναι από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, με κάθε σημασία της λέξης. Είναι ο δημιουργός που φτιάχνει, με τη μουσική και τους στίχους του, σύμπαντα ολόκληρα, για να μπαίνουμε μέσα τους και να ονειρευόμαστε άλλους κόσμους. Πρόκειται για τους πιο απλούς, φυσικούς κόσμους που θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί, δημιουργούν όμως παράλληλα χαραμάδες για τους πιο βαθείς προβληματισμούς. Γι’αυτό ίσως, μεταξύ άλλων, έχει τόση απήχηση ανάμεσα στους νέους που γεμίζουν κατά χιλιάδες τους συναυλιακούς χώρους για να τον ακούσουν. Γιατί, σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο αχρείαστα σύνθετος, που τα πάντα τραβούν την προσοχή μας, που θέλουμε να δοθούμε παντού και να τα ζήσουμε όλα, οι στίχοι του μας γυρίζουν στις ρίζες μας και μας θυμίζουν τη μαγεία της απλότητας: τη μαγεία των βασικών συστατικών της ζωής και του κόσμου, της φύσης που μας περιβάλλει, των ουσιαστικών συναισθημάτων και της καθαρής επαφής με αυτά αλλά και με όσα ή όσους τα προκαλούν. Είναι βέβαια και η μουσική του που μας ταξιδεύει και μας ξεσηκώνει ταυτόχρονα, συγκεράζοντας τόσο αριστοτεχνικά το παραδοσιακό με το σύγχρονο, το ροκ με το λαϊκό.

Βλέποντας το νέο του δημιούργημα, έχει κανείς την αίσθηση ότι τα τραγούδια που ακούγονται είναι ‘σπίτι’ τους, εκεί που γεννήθηκαν και ανήκουν: στο φυσικό και ανόθευτο περιβάλλον, μακριά από καπνογόνα (τι να τα κάνουν, άλλωστε – είναι τα ίδια φλογοβόλα) και πλαστικά μπουκάλια να πετιούνται στον αέρα στις μαζικότατες πλέον συναυλίες του. Και είναι τόσο μαγευτικό το σκηνικό που δημιούργησαν οι –τόσο δεμένοι μεταξύ τους– μουσικοί μαζί με τη ματιά και την κάμερα του Αριστοτέλη Παπακωνσταντίνου και της υπόλοιπης ομάδας, που πραγματικά θες να μεταφερθείς εκεί και να γίνεις κομμάτι της μέθεξης που λαμβάνει χώρα πίσω από την οθόνη.

«Το σύμπαν θέλει να υπάρχει. Είναι η κοσμική αρχή που διέπει τα πάντα και είναι άλογη.» λέει στην αρχή του ντοκιμαντέρ του o Θανάσης Παπακωνσταντίνου, θυμίζοντάς μας πόσο μικροί είμαστε μπροστά στο σύμπαν – κάτι που ο ίδιος φαίνεται να το γνωρίζει καλά. Ταυτόχρονα, η κάμερα μάς δίνει εικόνες της φύσης σε όλες τις μορφές της καθώς μεταβαίνει από τη μία εποχή στην άλλη. «Η μουσική δεν είναι μορφή έκφρασης του ανθρώπου αλλά της κοσμικής αρχής», συνεχίζει. «Ενώ λοιπόν η μουσική δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο, ο άνθρωπος από τη μεριά του έχει μεγάλη ανάγκη τη μουσική για να υπάρχει, ακριβώς γιατί αυτή εκφράζει την ουσία και οδηγεί στην αλήθεια. Το ίδιο μεγάλη ανάγκη έχει και τη φύση, γιατί κι αυτή εκφράζει την ουσία και οδηγεί στην αλήθεια.».

Mετά την εισαγωγή αυτή που μας βάζει στο κλίμα του φιλμ, η κάμερα μεταφέρεται στην παρέα που κάθεται στη βεράντα του σπιτιού στο χωριό και αποφασίζει τα τραγούδια της ιδιότυπης συναυλίας που θα ακολουθήσει. Στο τραπέζι μόνο ντοματοσαλάτα και τσίπουρο, τα απλά αυτά συστατικά της ευτυχίας.

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ

H φύση χορεύει. Το βλέπεις αυτό καθώς τα σύννεφα μετακινούνται αποκαλύπτοντας το φεγγάρι, καθώς τα φύλα θροΐζουν, καθώς το νερό ξεπηδάει από την πηγή. Η κάμερα μεταφέρεται στο Μεγαλόβρυσο Αγιάς. Oι μπύρες παγώνουν με τον πιο φυσικό τρόπο, μέσα στο νερό της βρύσης του χωριού, ενώ όλη η παρέα συγκεντρώνεται για πρόβα: Γιάννης Λίταινας, Δημήτρης Μυστακίδης, Κωνσταντής Πιστιόλης, Γιώργος Αγγελάκης και φυσικά Θανάσης Παπακωνσταντίνου (ή αλλιώς, απλά ‘Θανάσης’). Προβάρουν τα τραγούδια που θα παίξουν στη συνέχεια και όταν έρθει η σειρά του ‘Αφούση’ (παραδοσιακό Κάσου) ακούγονται παράλληλα παράλληλα τα εξής λόγια από τον Θανάση:

«Το δημοτικό τραγούδι έχει το μοναδικό γνώρισμα να μη μολύνεται από τον εγωισμό του ενός. Οι ήπιοι, κατά βάση, εγωισμοί των πολλών ανωνύμων που συμμετείχαν στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος αλληλοεξουδετερώνονται, και αυτό που προκύπτει, τόσο στη μουσική όσο και στο λόγο, είναι άχρονο, αληθινό και οδηγεί σε ανάταση και στιγμιαία αθανασία. Και, όποια κι αν είναι τα λόγια, αυτό που φτάνει στα αυτιά μου τελικά, είναι ο χαιρετισμός του Εμπειρίκου: ‘Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου, που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!’»

Σπουδαία λόγια για τη σημασία και τη διαχρονικότητα του δημοτικού τραγουδιού· σπουδαία λόγια από έναν τραγουδοποιό που γνωρίζει τόση επιτυχία έχοντας, και διατηρώντας, παράλληλα την επίγνωση ότι ο εγωισμός του δημιουργού (μπορεί να) μολύνει το δημιούργημα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο ίδιος αποφεύγει συνεντεύξεις, αναφορές στον εαυτό του και έκθεση της προσωπικής του ζωής. Προτιμάει την απέναντι όχθη, αυτή της ομαδικότητας, όπου το άτομο γίνεται μέρος της ομάδας και δεν έχει ανάγκη να αυτοπροβάλλεται ή να ξεχωρίζει. Ο ίδιος έχει πει πολλές φορές πως είναι αυτοδίδακτος στη μουσική, παίζει και γράφει εμπειρικά και γι’αυτό επιλέγει να συνεργάζεται με πολύ καλούς μουσικούς που τον βοηθούν μάλιστα στις ενορχηστρώσεις.

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ

Παράλληλα, μεταφερόμαστε μαζί με την κάμερα στο Δέλτα του Πηνειού. Και ύστερα το νερό, η ανατολή και οι μουσικοί να παίζουν το ‘Όταν χαράζει’ με φόντο την πιο όμορφη χρωματική παλέτα, αυτή που μόνο η φύση μπορεί να δημιουργήσει.

«Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος/η χαραυγή θα σε ξεκάνει» τραγουδάει ο Θανάσης και είναι πάνω από εμφανής στο πρόσωπό του η βαθιά σύνδεσή του με το τραγούδι και με κάθε στίχο του. Και λίγο πιο μετά, ο ίδιος μόνος του, σε μία ξύλινη καρέκλα, τραγουδώντας το ‘Άστρο του πρωινού’ με φόντο την ανατολή. Η απλότητα της εικόνας είναι εδώ σε απόλυτο εναρμονισμό με την απλότητα αυτών των στίχων που αποτελλούν την υπέρτατη, θα λέγαμε, προσευχή:

«Άστρο θαμπό του πρωινού
για χάρη σου αγρυπνούμε
και τούτη η μέρα ας μας βρει
μ’ αυτούς που αγαπoύμε
άστρο του πρωινού»

Μου έρχονται εδώ τα σπουδαία λόγια του Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα που αναφέρθηκαν λίγο νωρίτερα στο ντοκιμαντέρ: «Ευλογημένος είναι ο ήλιος από άλλα χώματα που κάνει αδέρφια μου όλους τους ανθρώπους. Γιατί όλοι οι άνθρωποι, σε κάποια στιγμή της ημέρας, τον κοιτάζουν όπως εγώ».

Ακολουθεί το ‘Στις χαραυγές ξεχνιέμαι’ και στη συνέχεια ο πολυτάλαντος Κωσταντής Πιστιόλης τραγουδάει και παίζει υπέροχα και συγκινητικά το παραδοσιακό τραγούδι Κόνιτσας, ‘Πανάγιω’. Λίγο αργότερα ακούμε τον ‘Αφούση’, με καταπλητικό κλείσιμο από Μυστακίδη στην κιθάρα, Πιστιόλη στην γκάιντα και Αγγελάκη στο τρομπόνι. Η παραμονή στο Δέλτα του Πηνειού κλείνει με την ‘Καλύβα’, αλλά και την ‘Κοιλάδα των Τεμπών’, που φυσικά κανείς μας δε θα μπορέσει να ακούσει με τον ίδιο τρόπο ξανά…

Από τις εκβολές του Πηνειού και το θαλασσινό τοπίο, η κάμερα ακολουθεί την παρέα καθώς μεταφέρεται στο άγριο τοπίο του Κισσάβου για να παίξει πρώτα τον εκστατικό ‘Σιμούν’ και αμέσως μετά την επίσης εκστατική ‘Ανδρομέδα’.

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ

Δε θα μπορούσε να λείπει το ‘Μιλώ για σένα’, τραγουδισμένο εδώ από το Γιάννη Λίταινα στο σημείο ακριβώς που πρέπει να τραγουδιέται: το βουνό. Ο Πιστιόλης στην τσαμπούνα και πάλι συγκλονιστικός. Το ίδιο φυσικά και ο Μυστακίδης στην κιθάρα, όπως και ο Αγγελάκης στο τρομπόνι. Δύει ο ήλιος, η μέρα έρχεται στο τέλος της και κάπως έτσι, με τον ‘Αποσπερίτη’, πάνω στο βουνό και με φόντο τη δύση, κλείνει σταδιακά και αυτή η συναυλία, που ξεκίνησε στις εκβολές του Πηνειού με φόντο την ανατολή και μουσική υπόκρουση το ‘Όταν χαράζει’.

«Τα βήματά μας άθελά μας
είναι δώρα ακριβά
γι’ αυτούς που μένουν και περιμένουν
το σούρουπο μιαν αγκαλιά
Κι εσύ αποσπερίτη μου
του δειλινού ταιριάζεις
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις»

Και ύστερα, ο Θανάσης να απαγγέλλει στίχους του Φερνάντο Πεσσόα: «Και όταν θα έρθει η άνοιξη, αν θα ‘μαι πια νεκρός, τα λουλούδια θα ανθίσουν με τον ίδιο τρόπο, και τα δέντρα δε θα ‘ναι λιγότερο πράσινα απ’ό,τι την άνοιξη την περασμένη. Η πραγματικότητα δε με έχει ανάγκη». Επιστρέφει εδώ, δανειζόμενος αυτά τα λόγια του μεγάλου ποιητή, στη συνειδητή ταπεινότητά του απέναντι στη φύση, το σύμπαν και τους υπόλοιπους ανθρώπους, που ανήκει σίγουρα στα στοιχεία που τον ξεχωρίζουν και τον κάνουν ακόμα πιο μοναδικό και αγαπητό. Η ελαφρά και γοητευτική αμηχανία του μπροστά στην κάμερα το επιβεβαιώνει.

Τελευταίο τραγούδι ο ‘Πεχλιβάνης’, ενώ η κάμερα μάς δίνει πανοραμικές εικόνες της λίμνης της Σκήτης. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η αφορμή με την οποία γράφτηκε το τραγούδι αυτό, όπως την έχει ο ίδιος ο δημιουργός του περιγράψει σε μία από τις σπανιότατες συνεντεύξεις του στο avopolis.gr:
“Το έγραψα όταν είδα ότι οι δικοί μου ήταν αποσβολωμένοι από την τηλεόραση. […] Γύρισα κάποια στιγμή – ήμουν στο στρατό κι είχα καιρό να τους δω – και μπαίνω που λέτε μέσα στο σπίτι λέω γεια, μου λένε ένα ξερό γεια και γυρίζουν στην τηλεόραση ξανά. Κάθισα και σκέφτηκα να ερχόταν ο αέρας από το βουνό να έφερνε μαζί του τα χαλίκια και τα αγκάθια από το βουνό και να τρύπωνε κάτω από την πόρτα και να τα έπαιρνε όλα μαζί του.”

Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε ευχαριστούμε που είσαι ο λόγος να μείνουμε μακριά από τα κινητά μας για λίγη ώρα και να ονειρευτούμε, έστω για μερικές στιγμές , μία πραγματικότητα χωρίς οθόνη – ακόμα κι όταν σε βλέπουμε μέσα από αυτήν. H συναυλία αυτή τελειώνει με τη μουσική «που δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο» για να επιστρέψουμε και στα λόγια που ακούστηκαν στην αρχή του φιλμ. Είναι η μουσική του ανέμου. Χάρη στον δικό μας Θανάση γεμίζουν οι συναυλιακοί χώροι με δημοτικά τραγούδια, παραδοσιακούς ήχους, μύθους, ιδιωματικές λέξεις ντοπιολαλιών που ξεχνιούνται. Kαι το ότι αυτός ο άνθρωπος έχει καταφέρει να κάνει τόσους νέους να τραγουδούν και να χορεύουν αγκαλιασμένοι ποίηση είναι από μόνο του σπουδαίο. Ακόμα και να μην είμαστε πάντα σίγουροι για το νόημα των -υπερβατικών σαν το σύμπαν- στίχων του (που είναι βέβαια μαγικό), το να μπαίνουν στα αυτιά, το στόμα και το μυαλό μας λέξεις και έννοιες ορμώμενες από τη φύση και τα πιο ατόφια συναισθήματα, είναι αναζωογονητικό και φέρνει πίσω τη χαρά και την πληρότητα που μας λείπει όσο απομακρυνόμαστε από αυτά και ψάχνουμε αλλού για το νόημα της ζωής.

‘Περί-ληψη’, λοιπόν: Αναφορά στη φύση που τα αγκαλιάζει, τα περι-λαμβάνει όλα – αλλά και μία σύνοψη 72 λεπτών της φιλοσοφίας του Θανάση Παπακωνστναντίνου και όσων αγαπάμε σε αυτόν. Περιττό να πούμε, περιμένουμε ήδη το επόμενο. Kι ας ξέρουμε ότι μάλλον θα αργήσει, αν βέβαια έρθει ποτέ.

Info

– Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ απαγγέλλουν ποιήματά τους οι ποιητές: Γιάννης Ζαρκάδης (‘Θα ξανάρθουν’ από τη συλλογή ‘Μελισσόχορτο’, Κώστας Ταβουλτσίδης (‘Κολπίσκος’ από τη συλλογή ‘Αυτόματος γεφυροπλάστιγξ’ και Χρήστος Κολτσίδας (‘Οριοθέτηση του τοπίου’ από τη συλλογή ‘Τα ορεινά’).

-Σκηνοθεσία, μοντάζ, διεύθυνση φωτογραφίας: Αριστοτέλης Παπακωνσταντίνου.

-Hχοληψία, μείξη, mastering: Μάκης Πελοπίδας.

-Μέρος της τιμής του εισιτηρίου θα δοθεί προς ενίσχυση της πρωτοβουλίας των εθελοντών και δημοτών της Βορείου Ευβοίας “Η Φωνή του Δάσους” στηρίζοντας τις νομικές τους ενέργειες αλλά και κάθε του αγώνα για την αυτάρκεια και τη γη τους.

Πηγές: estage.gr | avopolis.gr

Photo credit: Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ ‘Περί-ληψη’