Αρχικά παίρνουμε το δόγμα «πυρήνας της κοινωνίας είναι η οικογένεια», στη συνέχεια προσθέτουμε τους δαίμονες που κατατρέχουν την «αγία ελληνική» φαμίλια -μοντέλο ιδιαίτερο και εντυπωσιακό- τα τελευταία πενήντα τουλάχιστον χρόνια και τοποθετώντας τα σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο από την αρχή της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα, έχουμε μπροστά μας ένα παράξενο μείγμα τραγελαφικών ανθρώπινων καταστάσεων, που αποτελούν μια μικρογραφία της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Θόρντον Ουάιλντερ, γνωστός στη χώρα μας περισσότερο για τα έργα του «Η μικρή μας πόλη» και «Η γέφυρα του Σαν Λούις Ρέι», έγραψε το θεατρικό «Με τα δόντια», λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επηρεασμένος βαθιά από το τραγικό εκείνο κομμάτι της ιστορίας. Για αυτό και πέρα από όλες τις σουρεαλιστικές καταστάσεις που περιγράφονται στο κείμενο, με αστείες ή μη εκφάνσεις, το μήνυμα είναι εν τέλει βαθιά ουμανιστικό, προτείνοντας την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου μέσα από την καταστροφή.

Μία συνηθισμένη και τυπική οικογένεια, διατρέχει τους αιώνες πανομοιότυπα, από την εποχή των σπηλαίων μέχρι τις μέρες μας. Οι προβληματισμοί, τα βάσανα και οι συνήθειες παραμένουν ίδιες, όπως ίδιοι παραμένουν και οι άνθρωποι. Ακόμη κι αν αλλάξει το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο, οι χαρακτήρες διατηρούνται και διαιωνίζονται πεισματικά: καλοί, κακοί, πονηροί, αυτάρεσκοι, μα και ικανοί για το καθετί αρνητικό η θετικό.

Στην συγκεκριμένη εκδοχή του έργου βέβαια, τα βέλη στρέφονται και προς το ελληνικό τοπίο, με ζητήματα όπως ρατσισμός, ξενοφοβία και κακώς εννοούμενος μικροαστισμός, να θίγονται διαδοχικά. Άνθρωποι χαμένοι στο μικρόκοσμό τους, με αυτοσκοπό την προσωπική επιβίωση, κλειστοί προς οτιδήποτε ξένο και ανοίκειο, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις όποιες μεταβολές.

Ο Γιάννης Μόσχος, σε μία αποδομημένη και ελεύθερη παρουσίαση του έργου, που παίχτηκε πρώτη φορά στο ίδιο θέατρο πριν 60 χρόνια και έκτοτε ποτέ ξανά από μεγάλο αθηναϊκό θίασο, απεικονίζει κωμικά την παρηκμασμένη και αλλοιωμένη ελληνική κοινωνία. Αν και θυμίζει έντονα το στυλ της Λένας Κιτσοπούλου, το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό και χαριτωμένο. Υπάρχουν βέβαια μερικές ασάφειες ως προς τον στόχο και κατά πόσο αυτός επιτεύχθηκε, μα σε γενικά πλαίσια, πρόκειται για ένα ανέβασμα γεμάτο κοινωνικές αιχμές και ακροβασίες μεταξύ κωμικών και δραματικών στοιχείων. Τα κοστούμια και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, άλλοτε κιτς, άλλοτε αφαιρετικά ή εποχής, «κουμπώνουν» με τις διάφορες σκηνές και τις αναδεικνύουν, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, ήταν παιγνιώδεις και λειτουργικοί.

Οι ηθοποιοί, είχαν συνοχή και ερμήνευσαν με κέφι τους ήρωές τους. Η Ιωάννα Παππά, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη, καθώς δεν μας έχει συνηθίσει σε κωμικούς ρόλους και έχτισε τη «Σαβίνα» της με μπρίο, παλμό και δυναμισμό. Η Ιωάννα Μαυρέα με την ρεαλιστική υποκριτική που τη χαρακτηρίζει, ήταν απολαυστική, φιγούρα οικεία από το περιβάλλον των περισσότερων και χάρισε πολλές στιγμές γέλιου, μα και προβληματισμού. Ο Άγγελος Μπούρας ήταν καίριος και μεστός, όπως εξίσου ακριβής και εσωστρεφής ήταν ο Θανάσης Δήμου. Ο Αντίνοος Αλμπάνης, αν και με μικρό ρόλο, είχε ευχάριστες στιγμές, ενώ η Φωτεινή Αθερίδου ήταν κάπως πιο ουδέτερη σε μια ηρωίδα χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.

«Αυτό μόνο ξέρουμε να κάνουμε. Να αρχίζουμε από την αρχή. Ξανά και ξανά», διαπιστώνει η νεαρή υπηρέτρια και πράγματι, οι άνθρωποι, αρνούμενοι να διδαχθούν από την ιστορία, δεν αφήνουν χώρο για οτιδήποτε ανανεωτικό πριν την όποια καταστροφή, ενώ έπειτα με αόριστες υποσχέσεις περί καλύτερου μέλλοντος, ξεκινούν πάλι την ίδια πορεία προς οποιαδήποτε δραματική κοινωνική κορύφωση.  

*Το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν παρουσιάζει το έργο του Θόρντον Γουάλντερ, Με τα δόντια, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, μέχρι 12 Ιανουαρίου 2015. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ