Η “Pietà” είναι ένα έργο που προέκυψε μέσα από έρευνα της Μάρθας Μπουζιούρη. Έμπνευση και οδηγός της παράστασης στάθηκαν πέντε γυναίκες-μητέρες που βίωσαν την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους: οι Κούλα Αρμουτίδου (μητέρα Ελένης Τοπαλούδη), Ελένη Κρεμαστιώτη (μητέρα Ερατώς Μανωλακέλλη), Κατερίνα Κώτη (μητέρα Ντόρας Ζαχαριά), Αλεξάνδρα Μάκου (μητέρα Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) και Ρόζα Φωτιάδου (μητέρα Σοφίας Σαββίδου). Πρόκειται για δείγμα θεάτρου-ντοκιμαντέρ, με την Μάρθα Μπουζιούρη να υπογράφει και τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία της παράστασης.

Η “Pietà” ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.

***

-Η παράσταση “Pietà” φέρνει επί σκηνής ιστορίες έμφυλης βίας και κακοποίησης, και επικεντρώνεται στην πιο ακραία εκδοχή αυτών, τη γυναικοκτονία. Σχεδιάζατε να καταπιαστείτε καιρό με αυτό το θέμα;

Εδώ και περίπου 5 χρόνια, η έμφυλη διάσταση καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου. Όχι πως ένα πρωί ξύπνησα κι αποφάσισα να δουλέψω επάνω σε αυτή την περιοχή –  εν καιρώ συνειδητοποίησα πως έχει ενεργοποιηθεί μέσα μου αυτός ο προβληματισμός. Μάλλον επειδή είχε αρχίσει να με απασχολεί όλο και πιο έντονα στη ζωή μου με ποικίλους τρόπους, βρήκε το χώρο του σταδιακά και στη σκηνή. Έτσι κι αλλιώς, στο θέατρο ντοκιμαντέρ με το οποίο καταπιάνομαι, τα όρια ζωής και σκηνής δεν είναι ποτέ ευδιάκριτα.

Η αρχή έγινε το 2018 με την «Αμάρυνθο» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μετά ακολούθησαν «Τα Ταξίδια της Πηνελόπης» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ μέσα στον covid ολοκληρώθηκε το πρώτο μου κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ À DEUX VOIX που έχει στο επίκεντρο μια σπάνια γυναικεία φιλία. Η Pietà λοιπόν προέκυψε οργανικά, σαν αυτονόητη συνέχεια μιας δημιουργικής διαδρομής και μιας προσωπικής ενδοσκόπησης που ψηλαφεί εκφάνσεις της έμφυλης ταυτότητας, αγγίζοντας συχνά τραυματικές περιοχές. Εκείνο που επεδίωξα είναι να φτιάξουμε μια παράσταση που δεν περνάει μόνο από τα μονοπάτια της απώλειας και του πένθους, αλλά ενεργοποιεί μια γλώσσα πολιτικά αιχμηρή που αγγίζει όλα εκείνα που αποσιωπώνται ή διαστρεβλώνονται στο δημόσιο λόγο: την πατριαρχική αντίληψη του γυναικείου σώματος ως ιδιοκτησία, το ρόλο της οικογένειας στην εκκόλαψη της έμφυλης βίας, τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής κοινωνίας, την αντιστροφή της ευθύνης μέσα από την ενοχοποίηση και την προσβολή των θυμάτων (victim blaming), την αποσόβηση της πολιτικής, έμφυλης διάστασης του εγκλήματος της γυναικοκτονίας μέσα από μια παραπλανητική ρητορική που μιλάει για «οικογενειακές τραγωδίες» και «εγκλήματα πάθους», την εξουθενωτική, επανατραυματική δοκιμασία των δικών, την εκκωφαντική, τέλος, απουσία της πολιτείας από το πλευρό των οικογενειών των θυμάτων.

-Πώς προέκυψε η επαφή και η εμπλοκή σας με τις γυναίκες που έχασαν τις κόρες τους με αυτόν τον τρόπο; Ποια ακριβώς διαδικασία προηγήθηκε της συγγραφής του κειμένου της παράστασης; 

Ψάχνοντας τρόπο να μιλήσω για το ζήτημα των γυναικοκτονιών, που πονάει απ’ όπου κι αν το αγγίξεις, οδηγήθηκα, από ένστικτο, κοντά σε άλλες γυναίκες. Γιατί κι εγώ, πρώτα ως γυναίκα και μετά ως άνθρωπος που κάνει θέατρο, αναμετριέμαι μαζί του. Αναζήτησα λοιπόν γυναίκες – μητέρες – που έχουν βιώσει την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους, νιώθοντας πως μέσα από εκείνες θα καταφέρναμε να πλησιάσουμε τα κορίτσια που χάθηκαν, να αφουγκραστούμε τις ζωές τους, τα όνειρά τους, να δούμε τη Γυναίκα πίσω από υποθέσεις και αριθμούς σε μαύρες λίστες. Σύντομα ανακάλυψα πως αυτές οι πέντε μητέρες έχουν γίνει μια αλυσίδα δύναμης και αλληλοφροντίδας. Σιγά σιγά, η μία με έφερε κοντά στην άλλη κι έτσι μπήκα στην όμορφη «οικογένεια» που έχουν φτιάξει. Μετά την πρώτη συνάντησή μας στην Κόρινθο, η Αλεξάνδρα (Μάκου) – η πρώτη μαμά που αναζήτησα – μίλησε για μένα στην Ελένη (Κρεμαστιώτη). Η Ελένη με ξάφνιασε γλυκά όταν με προσκάλεσε – μια άγνωστη «με καλές συστάσεις» – στο παιδικό πάρτυ για τα γενέθλια της εγγονής της, σε ένα πάρκο στην Ηλιούπολη. Λίγες μέρες μετά μου άνοιξε το σπίτι της. Το ίδιο εκείνο βράδυ θα φιλοξενούσε την Κατερίνα (Κώτη) από τη Ρόδο. Λίγο αργότερα οι δυο τους θα μου σύστηναν τη Ρόζα (Φωτιάδου) – ακόμα μια μαμά που έχει στη φροντίδα της ένα εγγονάκι από τη δολοφονημένη κόρη της – και θα μου μιλούσαν για την έγνοια τους για την Κούλα (Αρμουτίδου), τη χιλιομετρική απόσταση που τις χωρίζει αλλά και την ανακούφισή τους επειδή ξέρουν πως «η Κούλα έχει τον Γιάννη της, που τη στηρίζει και τη φροντίζει».

-Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε στο συγκεκριμένο ανέβασμα με την πρακτική του θεάτρου – ντοκιμαντέρ;

Είχα τεράστιες επιφυλάξεις ξεκινώντας. Θυμάμαι, μέσα στο αυτοκίνητο, στο δρόμο προς την Κόρινθο για να συναντήσω για πρώτη φορά την Αλεξάνδρα Μάκου, να περνάνε από το μυαλό μου χίλιες σκέψεις, χίλια σενάρια. «Τι πάω να προτείνω εγώ τώρα σε αυτή τη μητέρα; Σε ποια κατάσταση θα τη βρω;» Δεν είμαι μητέρα, αλλά δεν μπορώ να διανοηθώ φρικτότερο πόνο από το να χάνεις το παιδί σου, και μάλιστα με τόσο σκληρό και άδικο τρόπο. Λίγο καιρό αργότερα η Κούλα Αρμουτίδου θα έβαζε σε λέξεις πώς μοιάζει αυτός ο πόνος…«πόνος οξύς, διαβρωτικός, που κατατεμαχίζει την ψυχή και την καρδιά, που σε μεταμορφώνει».

Υπάρχει, ξέρετε, μια σοβαρή ηθική παράμετρος για εμάς που καταπιανόμαστε με τραυματικές περιοχές και πρόσφατα γεγονότα, εμπλέκοντας βιωματικά ανθρώπους στην ιστορία μας, όσο η μεγαλύτερη Ιστορία ακόμη γράφεται. Αυτή η επιλογή ενέχει τεράστια ευθύνη και απαιτεί τεράστιο συναισθηματικό απόθεμα. Πέρασαν μήνες συναντήσεων, εκμυστηρεύσεων, ένα timeline που κυλούσε ακαθόριστα και επάνω του είχε σιωπές, κραυγές, στιγμές φορτισμένες, στιγμές φωτεινές. Κάθε φορά που τους μιλούσα ανοιχτά για τον φόβο μου να μην τις επανατραυματίσω άθελά μου, εκείνες μου απαντούσαν: «Μα εμείς θέλουμε να μιλάμε για τα παιδιά μας, αυτή είναι η ζωή μας από δω και πέρα», «θέλουμε να κρατήσουμε το φως αναμμένο μέσα από αυτή την παράσταση», «Δεν μπορείς να μας τραυματίσεις ξανά, γιατί το τραύμα δεν έκλεισε ποτέ. Μόνο μεγαλώνει με τον καιρό, μόνο πιο δύσκολο γίνεται».

Ποτέ δεν έθεσα ερωτήσεις. Mόνο επεδίωκα να ανοίξω ένα χώρο εγγύτητας. Ένα χώρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ευαλωτότητας. Είναι μεγάλη ανακούφιση να επιτρέπεις στον εαυτό σου να γίνει ευάλωτος. Να αφεθεί να γίνει συναισθηματικός. Μοιράστηκα με τη σειρά μου, κομμάτια της δικής μου ζωής. Επειδή έτσι ένιωθα. Ως γυναίκα απέναντι σε άλλες γυναίκες. Η παράσταση που τους είχα υποσχεθεί ήταν για εμένα σκοπός ιερός αλλά ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, μέχρι που κάποια στιγμή νιώσαμε πως είμαστε έτοιμες. Πως είχε έρθει η ώρα οι σκέψεις και οι λέξεις, οι φράσεις στα ημερολόγια που κρατούσα, ο ήχος των φωνών τους στο repeat, η υλική και άυλη παρουσία των κοριτσιών ανάμεσά μας, να γίνουν η πρώτη ύλη της Pietà μας. Ήταν η στιγμή που άρχισα να αναζητώ συνοδοιπόρους άλλες γυναίκες. Δεύτερη φορά ευγνώμων για την ωραία ομάδα που πλαισίωσε αυτή τη δουλειά (η καλλιτεχνική μας ομάδα αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες ηθοποιούς και δημιουργικούς συντελεστές) με την ίδια τρυφερότητα, με σεβασμό και ωραίο δόσιμο.

-Θα θέλατε να μας σχολιάσετε τη χρήση του ενεστώτα στο «ημερολόγιο της Pietà»;

Στη διάρκεια της έρευνας που κάνω για κάθε παράσταση, κρατάω ημερολόγια. Είναι ένα ωραίο «κουσούρι» που μου έχουν αφήσει οι σπουδές μου στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να γράφω το έργο και κάθισα να βάλω τις λέξεις μου και τις λέξεις των μαμάδων στο «χαρτί», κοιτούσα για πολλή ώρα τη λευκή σελίδα στην οθόνη του υπολογιστή. Μου φαινόταν ξαφνικά αδιανόητο πως στον πυρήνα αυτής της παράστασης βρίσκονται πέντε νέες γυναίκες που δεν είναι πια ανάμεσά μας, που έφυγαν με τόσο βίαιο και άδικο τρόπο. Και την ίδια στιγμή, αυτές οι γυναίκες είναι πάντα μαζί μας. Δεν μπορεί να γίνουν παρελθόν. Ζουν μέσα από εμάς, μέσα από την αγάπη των μανάδων τους. Η ομορφιά και η μνήμη τους φωτίζει το δρόμο. Δίνει πνοή στον αγώνα για έναν κόσμο πιο ασφαλή, πιο τρυφερό, όπου η έμφυλη βία δεν θα έχει πια καμία θέση. Η Pietà μας λοιπόν γράφτηκε σε ενεστώτα χρόνο, ως ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτές τις γυναίκες. Και ως υπενθύμιση σε όλες εμάς, που είμαστε εδώ σήμερα, ότι θα εξακολουθήσουμε να είμαστε και αύριο, ότι δεν θα γίνουμε παρελθόν. Αυτή την υπόσχεση του ενεστώτα χρόνου την έδωσα πρώτα στον εαυτό μου και μετά στις μητέρες αυτών των γυναικών, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας.

-Στο έργο ασκείτε κριτική στο δικαστικό σύστημα και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Βλέπετε το θέατρο σαν ένα χώρο διαμόρφωσης συνειδήσεων, ή πιστεύετε πως η “Pietà” θα προσελκύσει ένα ήδη ευαισθητοποιημένο στο θέμα κοινό;

‘Όχι, το θέατρο δεν διαμορφώνει συνειδήσεις. Μου ακούγεται πολύ διδακτικό κάτι τέτοιο, κι έξω από την ανθρωποκεντρική υπόστασή του, την ανάγκη να πλησιάσουμε και να αφουγκραστούμε το ένα το άλλο. Εκείνο που μπορεί ίσως να κάνει το θέατρο είναι να δημιουργήσει ένα χώρο αναστοχασμού μέσα από την συγκίνηση – όχι την έκκληση στο συναίσθημα, αλλά το συλλογικό βίωμα της συμμετοχής σε μια κοινή εμπειρία. Διάβαζα κάπου ότι στη διάρκεια μιας παράστασης οι χτύποι της καρδιάς των θεατών συντονίζονται, και το βρήκα πολύ όμορφο. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: «ποιες είναι οι καρδιές που συντονίζονται τελικά;». Έχω την αίσθηση ότι το θεατρικό κοινό απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από ομοϊδεάτες. Από ανθρώπους ήδη ευαισθητοποιημένους όπως λέτε, που βρίσκονται στην ίδια μεριά. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός πως αγκαλιάζουν παραστάσεις όπως η Pietà μεγαλώνοντας την εμβέλεια της φωνής μας, αλλά πραγματικά, το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρει το θέατρο να φέρει στην αίθουσα και ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τα πράγματα διαφορετικά, ανθρώπους που, αν για παράδειγμα, πίναμε ένα καφέ μαζί τους, θα βρίσκαμε τη στάση και τις απόψεις τους προβληματικές έως κι επικίνδυνες. Έχω ανάγκη να πιστεύω πως το θέατρο ντοκιμαντέρ, επειδή στην ουσία του είναι ένα βαθιά λαϊκό θέατρο – λόγω των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται και της συμπερίληψης μη καλλιτεχνικών συνεργατών – μπορεί να κατορθώσει ένα τέτοιο άνοιγμα. Να ανοίξει μια τέτοια ρωγμή στις βεβαιότητές μας.

-Κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται στίχοι από γνωστά κομμάτια, όπως «αυτή θα την εκδικηθώ / αυτή θα την εκάψω», «κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς» κι άλλα. Μπορείτε να μας σχολιάσετε αυτή σας την επιλογή; 

Η σκηνή στην οποία αναφέρεστε έχει τίτλο «Ανώδυνο Τραγουδάκι» (*έχω μια εμμονή με το να βάζω τίτλους στις σκηνές, με βοηθάει στη δραματουργική αλληλουχία του κάθε έργου). Την εμπνεύστηκα αναλογιζόμενη τον βαθμό στον οποίο η κανονικοποίηση του σεξισμού, του μισογυνισμού και της έμφυλης βίας έχει διαποτίσει τη λαϊκή κουλτούρα μας. Τα τραγούδια αυτά έχουν μπει στα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων, κάποια από αυτά και στα δικά μου χείλη, σε ανύποπτες, ανέμελες στιγμές. Εδώ και καιρό ηχούν αλλιώς στα αυτιά μας. Δεν είναι πια ανώδυνα τραγουδάκια, ερωτικά, «νταλκαδιάρικα». Είναι επικίνδυνα, προσβλητικά και κακοποιητικά – καθρέφτης μιας κοινωνίας με βαθιά πατριαρχικά κατάλοιπα. Δυστυχώς, συνεχίζουν να ξεπηδούν νέα τραγούδια στο ίδιο ακραίο μοτίβο, ωστόσο, εύχομαι και πιστεύω πως δεν θα καθιερωθούν με την ίδια ανώδυνη ευκολία στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Η εποχή που διανύουμε, ευτυχώς, έχει αρχίσει να τα καταδικάζει.

-Από τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 7 Οκτωβρίου υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από την εμπειρία του Σαββάτου. Ήταν μια πολύτιμη βραδιά που θα κρατώ πάντα στην καρδιά μου. Μια βραδιά που συμπύκνωσε και αποφόρτισε ένα βαθιά συναισθηματικό και κοινωνικοπολιτικά αιχμηρό ταξίδι σχεδόν ενός χρόνου.

Κρατώ κάθε λέξη των πέντε μητέρων. Από τη δίκαιη οργή τους μέχρι την παρότρυνση να μην αφήσουμε άλλο χώρο στη βία, να δώσουμε χώρο στην ομορφιά και το φως.

Κρατώ την αγκαλιά που άνοιξαν σε ακόμα μια μητέρα, την Ελένη Κωστοπούλου, τη μαμά του Ζακ Κωστόπουλου, που είχε θέση ανάμεσά τους, γιατί η βία δεν έχει μόνο έμφυλη διάσταση αλλά στρέφεται εκεί που ανθίζει η ευαλωτότητα και η διαφορετικότητα. Οφείλουμε να τις προστατέψουμε.

Κρατώ τη μορφή ενός Άντρα, του Γιάννη Τοπαλούδη, μπαμπά της Ελένης, με λουλούδια στα χέρια, να τιμά με σεβασμό κάθε Γυναίκα που πήρε μέρος σε αυτό το ταξίδι.

Κρατώ την ανάσα του κοινού, τους λυγμούς και τις επιδοκιμασίες του, κάθε άνθρωπο ξεχωριστά που έμεινε γαντζωμένος στην καρέκλα του μέχρι τις 2 τα ξημερώματα. Είναι από εκείνες τις στιγμές που βιώνεις τη συναισθητική, θεραπευτική δύναμη του θεάτρου, νιώθεις τους κραδασμούς του να ξεκινούν από τη σκηνή και να καταλαμβάνουν ανεξέλεγκτα την πλατεία.

Διαβάστε επίσης: 

Pietà, της Μάρθας Μπουζιούρη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου