Από το μαγευτικό νησί της Σύρου, μέχρι τον Πειραιά, όσα χρόνια και αν περάσουν, συναντάμε τοιχογραφίες του ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη και ανθρώπους να τραγουδούν γεμάτοι πάθος και ανεμελιά τα τραγούδια του. Στην Σύρο, ο πρώτος σταθμός όλων των επισκεπτών και των επισκεπτριών είναι το γνωστό ρεμπετάδικο του Μάρκου, όπου μια τοιχογραφία του κοσμεί τον τοίχο. Άνθρωποι γελούν, πίνουν, χορεύουν. Άραγε τους κοιτάει από ψηλά και τραγουδάει για τα “ζημιάρικα” μαύρα μάτια μαζί τους;

Γεννημένος στο Σκαλί, έναν συνοικισμό στην Σύρο, από εργατική οικογένεια, ο Μάρκος αγαπούσε από μικρός την μουσική. Στα πανηγύρια και τις γιορτές του χωριού, παιδάκι ακόμα, ακολουθούσε με το τουμπί του, ένα νησιώτικο παραδοσιακό μουσικό όργανο με μελωδίες που σαγυνεύουν την ψυχή του ανθρώπου. Η μοίρα τον πάει στον Πειραιά. Εκεί, ξεκίνησε την ζωή του σαν εργάτης. Μέχρι που άκουσε τον Νίκο Αϊβαλιώτη, να παίζει μπουζούκι. Τότε, κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο προορισμός του. Πως έτσι γαληνεύει η ανθρώπινη ψυχή.

Ακολούθησε πλήθος εμφανίσεων σε ρεμπετάδικα του Πειραιά και ηχογραφήσεις. Αξιοσημείωτα ήταν τα λόγια του για το τραγούδι του “Φραγκοσυριανή”:

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»