Η Μαρία είχε ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη και τα μάτια ακόμα σφαλισμένα όταν άφησε το κέρμα να ξεφύγει από τις φάλαγγες των δαχτύλων της. Όπως αφήνουν τη ζωή τους να χαραμίζεται όσοι περιμένουν κάτι που ποτέ δεν θα ‘ρθει. Ο άντρας δίπλα της, η πηγή κάθε χαράς και οδύνης της, παρακολούθησε το κέρμα να φέρνει μιαν ακαθόριστη σβούρα κάτω από τον ιταλιάνικο ήλιο και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να παραδίνεται στη βαρυτική του μοίρα. Στοιβάχτηκε μαζί με τα άλλα κέρματα, πανομοιότυπο με όλα, στο υγρό στόμα της Φοντάνα ντι Τρέβι.

«Δεν θα μου πεις τι ευχήθηκες, καρδιά μου;» ψιθύρισε κολλητά στον λοβό της με το χέρι του περασμένο κτητικά γύρω από τη μέση της. Η φωνή του διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα το κορμί της. «Δεν θα μου πεις τι αποφάσισες;» τού αντιγύρισε και τα μάτια της υγράνθηκαν. Ο Άρης κάρφωσε τα δικά του στο έδαφος. Μετά από αυτό κάθε απάντησή του ήταν περιττή. «Στο είπα ένα εκατομμύριο φορές ότι θα την αφήσω. Ότι όλα ήταν λάθος, μια στραβοτιμονιά. Όλα εκτός από σένα. Το ξέρεις πως το σιχαίνομαι όταν μου ζητούν πιστώσεις και δανεικά, μα τώρα ζητιανεύω εγώ για λίγο χρόνο. Θα ζήσουμε μαζί, Μαρία. Στο υπογράφω.» Ένας Θεός ήξερε πόσο πολύ ήθελε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Να μην σταλάξουν πάνω στα καλογυαλισμένα παπούτσια του. Αλλά μάταια. Δεν τα κατάφερε. Έγιναν βροχή πόνου, πόθου και εξαντλημένης απαντοχής, και τα μούσκεψαν. Ο ίδιος Θεός μάλιστα, ήξερε πως πέθαινε να γαντζωθεί από τα λόγια του, αλλά πώς στο καλό γίνεται να πιστεψεις πως κάποιος λέει αλήθεια, όταν εσύ στη θέση του θα έλεγες ψέματα;

Το κορίτσι με τα γατίσια μάτια και την αγγελική φωνή γεννήθηκε το δεύτερο από τα κρύα βράδια του Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη, και το πλήρες όνομά της ήταν Μαρία Άννα Σοφία Σεσίλια Καλογεροπούλου. Έδωσε ολόκληρο το είναι της στο πεντάγραμμο κι αυτό τής επεφύλασσε δόξες, έρωτα και μια ζωή βγαλμένη σαν από παραμύθι. Με ένα ατυχές και σύντομο τέλος, παρόλα αυτά. Από το νηπιαγωγείο ακόμα, άρχισε μαθήματα πιάνου – σολφέζ, και στα 11 χρόνια της διακρίθηκε σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το 1937 θα γυρίσει με τη μητέρα και τη μεγαλύτερη αδελφή της στην Αθήνα, αμέσως μετά το διαζύγιο των γονιών της και γρήγορα το μονοπάτι της λαμπρής καριέρας της θα ανοίξει με τους πρώτους ρόλους που ανέλαβε για να ερμηνεύσει στο Εθνικό Ωδείο αλλά και το Ωδείο Αθηνών. Μαθήτρια της σπουδαίας Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, έπεισε τους πάντες πως όλα συνομωτούσαν για να λάμψει. Δεν θα αργούσε. Ήταν η υψίφωνος που σμίλευε μουσικούς αγγέλους και τους απελευθέρωνε. Η τέχνη της είχε τον ανιδιοτελή χαρακτήρα ενός παιδιού, το πάθος της ήταν ασυγκράτητο, και αν η όπερα αποτελεί συμβόλαιο του παραδείσου με τα επίγεια, η Μαρία, ως Κάλλας θα έμπαινε εγγυητής με μιαν ολογράφως δική της υπογραφή.

Για την Κάλλας που πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942-1943), στο Κάμπο του ντ’ Αλμπέρ, στην Καβαλερία Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν, στην οπερέτα Ο ζητιάνος Φοιτητής του Μιλέκερ (1945) και στην Τζιοκόντα του Πονκιέλι (1947), δε θα βρεθεί κανείς να πει πως δεν αγαπήθηκε ως γυναίκα. Στη Βερόνα, έμελλε να σαγηνεύσει τον βιομήχανο Τζιάν Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος παρά τα διπλάσιά της χρόνια τής έδωσε την αγάπη που εκείνη είχε στερηθεί από το πατέρα της. Παντρεύτηκαν το 1949, όμως αυτός ο γάμος θα τερματιζόταν. Κι αυτό γιατί δεν είναι στο χέρι του ανθρώπου να διαφεύγει όσων τού συγκινούν την καρδιά. Μολονότι ο Μενεγκίνι την βοήθησε να αδράξει καθεμιά από τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες της στη «Σκάλα» του Μιλάνου (1951) με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι, και το 1956 η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης την υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων, με επόμενό της σταθμό το Ηρώδειο, η Κάλλας, όπως όλοι οι καλλιτέχνες κάποια στιγμή στην πορεία τους, απογοήτευσε το κοινό. Μα δεν πρόλαβε να τη νοιάξει. Τρία χρόνια αργότερα, θα καταγοήτευε τον Αριστοτέλη Ωνάση. Του πρωτομίλησε στην πρεμιέρα της Μήδειας στον Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, και αυτός δεν άκουσε καν τι είπαν τα χείλη της. Έμεινε στα λόγια των ματιών της.

Ο διασημότερος Έλληνας εφοπλιστής και ιδρυτής της Ολυμπιακής Αεροπορίας με καταγωγή από τη Σμύρνη, και διάθεση να στήσει έναν μύθο πλούτου κι επεκτατικών κατακτήσεων στις ψυχές των γυναικών, ήρθε ως πρόσφυγας το 1923 στην Ελλάδα με κληρονομιά το ατράνταχτο επιχειρηματικό δαιμόνιο του καπνέμπορου πατέρα του. Ο άντρας που αν ήταν κόκορας θα πίστευε πως ο ήλιος ανέτειλε για να ακούσει το λάλημά του, θα παντρευόταν το 1946 την κόρη του μεγαλοεφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, Αθηνά – Τίνα. Απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και την Χριστίνα, αλλά ο γάμος τους είχε ημερομηνία λήξης. Στα δέκα χρόνια χώρισαν, κι εκείνος που διακρίθηκε όσο κανείς στον τομέα των πετρελαιοφόρων, αγόρασε τον Σκορπιό, και στα χέρια του συγκέντρωσε δύναμη, στρατηγικές και πλάνα, αργά ή γρήγορα θα τιμωρούνταν. Και αυτό γιατί η μοίρα είναι γυναίκα και δεν ανέχεται από κανέναν άντρα να θεωρεί τις άλλες γυναίκες τρόπαια. Ο Ωνάσης ενδεχομένως διαφωνούσε μ’ αυτό, και το πλήρωσε. Με τον θάνατο του γιου του στις 24 Ιανουαρίου 1973, σε ηλικία 25 ετών σε αεροπορικό ατύχημα, και την ραγισμένη καρδιά της Κάλλας να τον στοιχειώνει για μια ολόκληρη ζωή.

Ο Ωνάσης που δεν αγάπησε άλλον όπως αγάπησε τον εαυτό του, και ανέκαθεν υπήρξε υπομονετικός με την προϋπόθεση στο τέλος να περνά πάντα το δικό του, ο άντρας που είχε τις επιλογές και μαζί το πάνω χέρι, έζησε ένα θυελλώδες πάθος με την υψίφωνο. Με τη διαφορά ότι η δική της αγάπη ήταν μια μορφή αυταπάρνησης κι ο δικός του έρωτας, τροφή για τον εγωισμό του. Υαλοπωλείο η ευτυχία της Κάλλας και ο μαινόμενος ταύρος μόνο αυτός. Ο Ωνάσης απίστησε πολλές φορές, την έκανε να κλάψει άλλες τόσες, έσπειρε τον γιο του μέσα της χωρίς όμως αυτός να καταφέρει να ζήσει πάνω από λίγες ώρες μετά τη γέννησή του, και τελικά η προδοσία του ήταν θέμα χρόνου. Ξέχασε πως εξαιτίας του χώρισε από τον σύζυγό της, λησμόνησε τις ερωτικές τους περιπτύξεις στα πλοία του, δεν σκέφτηκε πως κανείς υποφέρει αποκλειστικά από το κακό που του κάνουν αυτοί που αγαπάει κι άφησε την Μαρία στα κρύα του λουτρού. Ο γάμος του με την Τζάκι Κένεντι το 1963, ήταν το πλήγμα του στην αφοσίωση της τραγουδίστριας. Εκείνη χρεοκόπησε συναισθηματικά, επειδή είχε εμπιστευτεί με κλειστά μάτια τα λόγια και την καρδιά του. Βυθίστηκε στη μοναξιά της θλίψης της κι ο χρόνος χάραξε το όμορφο πρόσωπό της με δάκρυα που είχε εκβιάσει ο Άρης.

Έτσι τον αποκαλούσε στις τρυφερότερες στιγμές τους. Έτσι συνέχισε να αφήνεται στον έρωτά του ακόμα και μετά τον γάμο του με την κομψή Τζάκι. Παρόλο που στις κλεμμένες στιγμές υπάρχουν μόνο παρωδικά φαντάσματα, δανεική ηδονή και μηδαμινή σημασία, η Κάλλας είπε το ναι σε όλα. Ή μάλλον, στον άντρα που πάντα θα αγαπούσε. Εκείνος, που αναζητούσε την διπλή βόλεψη του «εγώ» του, συνέχισε να διατηρεί γυναίκα και ερωμένη. Η Κάλλας από την άλλη, τι είχε; Έναν ανικανοποίητο καημό, μια καριέρα που όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν τής ζέσταινε τις νύχτες τα σεντόνια, και μια αναμονή για κάτι που όσο κι αν το υπόσχεται κάποιος, απαιτεί βαθιά θέληση και δύναμη για να πραγματοποιηθεί. Στον Ωνάση δεν έλειπε τίποτα από τα δύο. Έλειπε όμως η αλήθεια. Σε ένα από τα ταξίδια τους στη Ρώμη το ’70, τής μουρμούρισε πως θα φρόντιζε να βγάλει από τη μέση την Τζάκι. Να τής ζητήσει διαζύγιο, να βασιλέψει ξανά στην καρδιά του η Μαρία.

1961 – Monte Carlo, (c) dpa – Report

Τίποτα από αυτά δε συνέβη. Γιατί στα διλήμματα είμαστε πάντα ολομόναχοι κι απροστάτευτοι. Στις επιλογές κωφάλαλοι και σκάρτοι. Και στους έρωτες επιπόλαιοι και δογματικοί. Τι κι αν έριξε η Κάλλας το κέρμα της στα νερά ενός ταπεινού συντριβανιού προσμένοντας την απόφαση του Ωνάση; Εκείνος δε  σκέφτηκε. Απλώς πήγε με το ρεύμα της ζωής. Για πρώτη του και τελευταία φορά. Δύο χρόνια μετά τον χαμό του μοναχογιού του, η πνευμονία θα στεκόταν μοιραία για τον μεγιστάνα. Άφησε τη στερνή πνοή του στο Παρίσι στις 15 Μαρτίου 1975 και τη Μαρία με αναπάντητη κάθε ευτυχία, με φωνή κλεισμένη σαν αραχνιασμένο παλάτι και το θάνατο να τη βρίσκει σε ηλικία 53 ετών στις 17 Σεπτεμβρίου 1977. Ανακοπή καρδιάς, είπαν οι πολλοί. Διάτρηση της αγάπης ήταν στην ουσία. Η ερημιά του κορμιού, η παγωνιά της ψυχής και η φυγή του δαμαστή των αισθημάτων της, έκαναν μια γυναίκα να σβήσει μονάχη, ανυπότακτη και την ίδια στιγμή υποταγμένη.