Το θέατρο Θησείον είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου θέατρα στην Αθήνα, όχι μόνο γιατί εκεί έχω δει μερικές από τις ωραιότερες παραστάσεις στη ζωή μου: πάντοτε ένιωθα μπαίνοντας στο χώρο μια περίεργη οικειότητα, σαν να μπαίνω σε ένα φιλικό σπίτι όπου το τραπέζι έχει στρωθεί και οι συνδαιτυμόνες θα καθίσουμε και θα συνεχίσουμε μια συζήτηση που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια. Τελευταία φορά βρέθηκα εκεί ως θεατής, για να παρακολουθήσω την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού «Κομμώτριες/Μεταπολίτευση» τέλη Φλεβάρη του 2020, λίγο πριν το πρώτο lockdown λόγω κορωνοϊού. Ανυποψίαστοι και ανέμελοι, περάσαμε όλη τη βραδιά να πειράζουμε τη μόνη φίλη στην παρέα που ανησυχούσε για την έλευση των πρώτων κρουσμάτων στην Ελλάδα. Και φυσικά δεν γνωρίζαμε ότι αυτή η εμπειρία της κοινής θέασης μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο θα μας ήταν ανεπίτρεπτη μετά από εκείνη τη μέρα και για πολύ καιρό. Τώρα που θυμάμαι εκείνη τη βραδιά σκέφτομαι ότι μόνο πολύ μεγάλα, πολύ τραυματικά γεγονότα της ιστορίας μας τα ζούμε οι άνθρωποι ταυτόχρονα και σε τέτοια έκταση. Μια προφανής παρομοίωση θα ήταν: ένας ιός που ξεκινάει σε ένα σημείο της γης και εξαπλώνεται στην οικουμένη, αλλά εδώ η παρομοίωση ποδοπατήθηκε από την πραγματικότητα. Σε μια πιο ακραία αναγωγή, η καθολικότητα της εμπειρίας (ευτυχώς όχι και η σφοδρότητά της) μπορεί να συγκριθεί μόνο με έναν παγκόσμιο πόλεμο. Το ενδεχόμενο, τέλος πάντων, είναι αδιανόητο μέχρι που σε ξυπνάει ο ήχος από τις σειρήνες.

Αυτό που ακολούθησε το θυμόμαστε όλοι. Απαγόρευση κυκλοφορίας, μάσκες, αποστάσεις, μια πραγματικότητα που δεν την πλησιάσαμε ούτε στους εφιάλτες μας. Και αυτή η πρωτόγνωρη στέρηση της φυσικής εγγύτητας, της σωματικής επαφής στις σχέσεις μας με τους άλλους. Ξαναγυρνώντας στο θέατρο Θησείον μετά από όλη αυτή την τρέλα της πανδημίας, για να καταπιαστούμε μάλιστα με ένα έργο που κατεξοχήν μιλάει για τον τρόπο που χτίζουμε τις σχέσεις μας ο ένας με τον άλλον και όλοι μαζί, για τον τρόπο που στεκόμαστε μέσα στην κόλαση που είναι οι άλλοι, ο συσχετισμός γίνεται σχεδόν αυτόματα. Μετά από τρία σχεδόν χρόνια όπου ακόμα και η συνύπαρξή μας με τους άλλους στον ίδιο χώρο δεν ήταν ούτε απλή ούτε αυτονόητη, ήταν επόμενο να ξυπνήσουν μέσα μας ένα σωρό αντιφατικά συναισθήματα, αντιδράσεις, αισθήσεις, τα οποία ακόμα προσπαθούμε να τα ξεδιαλύνουμε ή να τα ταυτίσουμε με τις πηγές τους. Η σκέψη για τον τίτλο του έργου μας, τον Μισάνθρωπο, αποκτά διαρκώς καινούργιες όψεις, σκιές και αιχμές που με περισσή ευκολία και έκπληξη αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας, σαν να ήταν πάντα εκεί. Κληρονομιά κι αυτή της τριετίας που πέρασε. Μέσα σε αυτό το θέατρο λοιπόν, που έχει την οικειότητα του φιλικού σπιτιού, και μετά από μια τόσο έκτακτη και ακραία περίοδο που μας σάρωσε όλους χωρίς να μας προετοιμάσει, τα ανάλαφρα σκοτάδια του Μολιέρου φωτίζουν σαν καθαρτικοί φακοί γωνίες δικές μας που θα προτιμούσαμε, ίσως, να παραμείνουν κρυμμένες. Αλλά, σκέφτομαι τώρα, είναι και τόσο πολύτιμη η ευκαιρία που μας δόθηκε, τόσο οξύς ο ηλεκτρισμός που μας διαπέρασε, τόσο μεγάλη η έντασή του και τόσο μικρή η ζωή μας, που μόνο ευγνώμονες θα μπορούσαμε να είμαστε γι’ αυτή την πορεία αυτογνωσίας μας. Δεν γνωρίζω, εξάλλου, άλλον τρόπο για να βαθύνουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους.

Photo Credit: © Μαρία Γοζαδίνου

Διαβάστε επίσης:

Ο Μισάνθρωπος, του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο θέατρο Θησείον