Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αβά Πρεβό, η όπερα εξιστορεί τον άτυχο έρωτα του ιππότη Ντε Γκριέ για τη Μανόν. Την ατμόσφαιρα κάθε κατάστασης ο Μασνέ την αποδίδει μέσα από μουσική ζωηρή, γεμάτη πάθος και κυρίως αισθησιασμό, μουσική ενός ύφους το οποίο εξέφρασε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη γαλλική μπελ επόκ, την αισθητική και τις αξίες της.

Η Μανόν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι από τον θίασο της Κωμικής Όπερας στην αίθουσα Φαβάρ στις 19 Ιανουαρίου 1884. Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε με τον ίδιο θίασο η όπερα να συμπληρώσει χίλιες παραστάσεις το 1919, χίλιες πεντακόσιες το 1931 και δύο χιλιάδες το 1952. Στο μεταξύ, η Μανόν γοήτευσε ολόκληρο τον κόσμο, από το Λονδίνο ως την Αγία Πετρούπολη και τη Νέα Υόρκη. Σήμερα, άλλωστε, θεωρείται η δεύτερη σε επιτυχία και απήχηση γαλλική όπερα μετά την Κάρμεν του Μπιζέ.

Η υπόθεση της Μανόν αφορά τη σύντομη ζωή της επαρχιωτοπούλας Μανόν Λεσκώ, η οποία πόθησε τα πλούτη και τη μεγάλη ζωή στο Παρίσι. Αφού τα έζησε για σύντομο χρονικό διάστημα, κατηγορήθηκε για πορνεία, απελάθηκε και κατέληξε να πεθάνει από εξάντληση στον δρόμο προς το λιμάνι της Χάβρης. Τη Μανόν ερωτεύτηκε παράφορα ο ιππότης Ντε Γκριέ, ο οποίος κατέστρεψε τη ζωή του ακολουθώντας την αγαπημένη του.

Όλη η όπερα στηρίζεται στην προσωπικότητα της ίδιας της Μανόν, η οποία αποτελεί την επιτομή του στερεότυπου της εποχής σχετικά με τη δύναμη αποπλάνησης της γυναικείας γοητείας. Η Μανόν είναι νέα και όμορφη, ασταθής και αναποφάσιστη, ειλικρινής στην ανειλικρίνειά της, γενναιόδωρη και φιλόδοξη. Ορκίζεται χωρίς δυσκολία αιώνια πίστη σε όποιον αγαπημένο τής προσφέρει αυτό που ζητά και με την ίδια ευκολία τον εγκαταλείπει. Στο κυνήγι των ηδονών δεν εξαντλείται παρά μονάχα από την ίδια την εξάντληση, αφού προηγουμένως μετανοήσει για τις αμαρτίες στις οποίες της έχουν ζητήσει οι άλλοι να υποπέσει. Η μουσική του Μασνέ αποδίδει όλες αυτές τις όψεις με εντυπωσιακή ευστοχία. Από τη διστακτική είσοδό της ως τον γεμάτο τύψεις αποχαιρετισμό προς τον Ντε Γκριέ, τη φιλάρεσκη γκαβότα της στον «Περίπατο της βασίλισσας» και την αισθησιακή μουσική αποπλάνησης του Ντε Γκριέ στην εκκλησία ως τη γεμάτη μετάνοια κατάληξη, όλα συνθέτουν την αινιγματική και φευγαλέα προσωπικότητά της.

Ο Μασνέ υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, ταπεινός όσο και αποτελεσματικός, και επέλεγε τα κατάλληλα μέσα χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές και περιττά εφέ. Στη Μανόν οι ωραίες μελωδίες αφθονούν. Οι άριες της Μανόν και του Ντε Γκριέ, τα ντουέτα ανάμεσα στους δύο, τα χορωδιακά ξεχωρίζουν για τη μελωδικότητά τους. Η δε ποικιλία τους είναι τέτοια που επιτρέπει στον Μασνέ να τα εντάξει στη ροή της μουσικής με τρόπο που εξυπηρετεί ιδανικά το μουσικοδραματικό περιεχόμενο του έργου. Η μουσική είναι άλλωστε το στοιχείο που έχει δώσει στην όπερα αυτή διαχρονικότητα και μεγάλη δημοφιλία, ανεξάρτητα από μόδες.

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του θεάτρου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πόρτα, με μεγάλη εμπειρία στην όπερα, Θωμάς Μοσχόπουλος, ο οποίος βλέπει την ιστορία της Μανόν μέσα από τη νοηματική ρευστότητα που κυριαρχεί στο έργο, εστιάζοντας στη θυματοποίηση αλλά ταυτόχρονα και στον αμοραλισμό των βασικών χαρακτήρων. Ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Μανόν χαρακτηρίζεται από την ακόρεστη κατανάλωση ηδονών και την κατάπτωση των αξιών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ιστορία σκανδαλωδώς σημερινή και επίκαιρη.

Η πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση του Θωμά Μοσχόπουλου, συνδέει το σήμερα με το τότε, κρατώντας ως συνδετικό κρίκο την αίσθηση της πτώσης και του εφήμερου: «Και στον Πρεβό αλλά και στον Μασνέ οι “αφηγήσεις” της “ιστορίας” της Μανόν Λεσκώ αναφέρονται σε έναν “παρελθόντα” χρόνο για να κατανοήσουν τον παρόντα. Έτσι και το ανέβασμα θα αναμείξει τον 18ο και τον 19ο αιώνα με το πρόσφατο παρελθόν μας ξεκινώντας από τις εξωτερικές λαμπερές εικόνες τους και την ιλιγγιώδη αίσθηση “αναρρίχησης” και καταλήγοντας στον αποσβολωμένα γυμνό πόνο της ξαφνικής πτώσης του παρόντος» αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

Η Ευαγγελία Θεριανού υπογράφει τα σκηνικά, η Κλαιρ Μπρέισγουελ τα κοστούμια, ο Κορνήλιος Σελαμσής τη μουσική δραματουργία και η Σοφία Πάσχου την κινησιολογία.

Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ Λουκάς Καρυτινός θα έχει την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης, ενώ τις δύο τελευταίες παραστάσεις θα διευθύνει ο νέος Ελληνοϊταλός ανερχόμενος αρχιμουσικός Κλεάντε Ρούσσο. Τη Χορωδία της ΕΛΣ θα διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.

Στις παραστάσεις της Μανόν το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει διακεκριμένους πρωταγωνιστές με διεθνή απήχηση. Στον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο του τίτλου πρωτοεμφανίζονται δύο από τις σημαντικότερες Ελληνίδες υψιφώνους, η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Χριστίνα Πουλίτση. Μετά την ένταξή τους στο ανσάμπλ πρωταγωνιστών της ΕΛΣ, οι δύο διακεκριμένες τραγουδίστριες ερμήνευσαν την περασμένη σεζόν στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος σημαντικούς ρόλους του ρεπερτορίου με τεράστια επιτυχία, παράλληλα με τη διεθνή τους σταδιοδρομία. Στον ρόλο του Ιππότη ντε Γκριέ ο αναγνωρισμένος Ρουμάνος τενόρος Γιόαν Χοτέα και ο ανερχόμενος Έλληνας τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος. Τον Λεσκώ θα ερμηνεύσουν ο διακεκριμένος βαρύτονος της ΕΛΣ Διονύσης Σούρμπης και ο Βαγγέλης Μανιάτης. Μαζί τους νεότεροι και καταξιωμένοι μονωδοί, όπως οι Πέτρος Μαγουλάς, Τάσος Αποστόλου, Νίκος Στεφάνου, Χρήστος Κεχρής, Χάρης Ανδριανός, Κωστής Ρασιδάκις κ.ά.

Σημείωμα του σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλου

«Μανόν, λοιπόν. Ένα έργο το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό του οποίου θα έλεγε κανείς πως είναι η αμφιθυμία. Σε όλα τα επίπεδα: ατμόσφαιρα, θέμα, μουσικό ύφος και ήθος των ηρώων του. Σε διαφορετική περίπτωση αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αδυναμίες, εδώ γίνεται ένα εξαίρετο παράδειγμα έντεχνης διαχείρισης μιας γοητευτικής και συνάμα επικίνδυνης νοηματικής ρευστότητας. Τίποτε δεν είναι βέβαιο στον κόσμο της Μανόν.

Όλα αρχίζουν «εύκολα» και «ανάλαφρα» ως μια κωμωδία ηθών, τελικά όμως η δραματικότητά της ξεπερνάει σχεδόν το μελόδραμα. Είναι η Μανόν μια αντι-Τραβιάτα ή μια πρώιμη Λούλου; Ένα θύμα των καταστάσεων και μιας κοινωνίας που υποτάσσει μια νέα γυναίκα σε κατηγοριοποιήσεις ή μια φιλήδονη αμοραλίστρια που καταστρέφεται από τον ναρκισσισμό της; Ο ιππότης Ντε Γκριέ; Μια πιστή ύπαρξη με άδολα και δυνατά αισθήματα; Ή ένας αφελής εμμονικός νέος, καλομαθημένος από την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια της οικογένειάς του; Ίσως ούτε ο Πρεβό ούτε ο Μασνέ να αποσκοπούσαν σε ξεκάθαρες ή ηθικολογικές απαντήσεις. Άλλωστε και το αφηγηματικό έργο και η όπερα είναι προϊόντα εποχών κατά τις οποίες η ρευστότητα κυριαρχούσε.

Στην πρώτη περίπτωση το galant πνεύμα του γαλλικού 18ου αιώνα δέχεται τα «τσιμπήματα» του Διαφωτισμού, που παρακινεί σε κριτική σκέψη και επανεξέταση κάθε βεβαιότητας, ενώ κατά την μπελ επόκ μέσα από την ευζωία καλύπτονται έντεχνα μεγάλες εντάσεις και ανισότητες καθώς και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Σαν δύο μεγάλες φούσκες που μεγαλώνουν ασύστολα οι δύο αυτές εποχές θα σκάσουν σε μεγάλες και παγκόσμιας εμβέλειας κρίσεις που θα συνταράξουν ολόκληρο τον κόσμο.

Μήπως εκεί βρίσκεται και το ειδικότερο ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το ανέβασμα του έργου στις μέρες μας; Στο ότι δηλαδή αποτυπώνει σχεδόν συμβολικά έναν κόσμο που μεθυσμένος από την «ευκολία» και την «ανεμελιά» διακατέχεται από μια ακόρεστη όρεξη για κατανάλωση ηδονών και εφήμερης επιβεβαίωσης ενώ οι αξίες εύκολα τοποθετούνται σε επίπεδο αγοραστικής αξίας, ο έρωτας συγχέεται με τον ερωτισμό και η έννοια της πορνογραφίας μπορεί άνετα να χρησιμοποιηθεί για κάθε μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι μόνο στη στενή της κυριολεξία, έναν κόσμο που οδηγείται με απαστράπτουσα επιπολαιότητα σε μια νομοτελειακή δραματική έξοδο εθελοτυφλώντας για τις όποιες συνέπειες μέσα από την αποθέωση του εφήμερου;

Και στον Πρεβό αλλά και στον Μασνέ οι «αφηγήσεις» της «ιστορίας» της Μανόν Λεσκώ αναφέρονται σε έναν «παρελθόντα» χρόνο για να κατανοήσουν τον παρόντα. Έτσι και το ανέβασμα θα αναμείξει τον 18ο και τον 19ο αιώνα με το πρόσφατο παρελθόν μας ξεκινώντας από τις εξωτερικές λαμπερές εικόνες τους και την ιλιγγιώδη αίσθηση «αναρρίχησης» και καταλήγοντας στον αποσβολωμένα γυμνό πόνο της ξαφνικής πτώσης του παρόντος».

Η Μανόν με μια ματιά

Ο συνθέτης Ο Ζυλ Εμίλ Φρεντερίκ Μασνέ γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1842 στο Μοντώ, στην περιοχή του Λίγηρα στην κεντροανατολική Γαλλία. Μαθητής σχολείου ακόμα, έγινε δεκτός στο περίφημο παρισινό Ωδείο, όπου μαθήτευσε πλάι στον Αμπρουάζ Τομά. Το 1863 κέρδισε το Βραβείο της Ρώμης, την κορυφαία διάκριση της πατρίδας του, και αμέσως μετά άρχισε να συνθέτει έργα κάθε είδους, συμφωνική μουσική, έργα για πιάνο, τραγούδια, μπαλέτα, ορατόρια. Ολοκλήρωσε περισσότερες από τριάντα όπερες, από τις οποίες η Μανόν (1884) και ο Βέρθερος (1892) παραμένουν σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων όλου του κόσμου. Τα λυρικά του έργα ανέδειξαν τον Μασνέ ως τον σημαντικότερο Γάλλο συνθέτη όπερας της εποχής, εκφραστή του πνεύματος της μπελ επόκ. Ως δάσκαλος στο Ωδείο ο Μασνέ είχε μαθητές τους Γκυστάβ Σαρπαντιέ, Ερνέστ Σωσσόν, Ρεϋνάλντο Αν και Γκαμπριέλ Πιερνέ. Πέθανε στο Παρίσι το 1912 από καρκίνο στην κοιλιακή χώρα.

Το έργο Πεντάπρακτη κωμική όπεραopéra comique– η Μανόν του Μασνέ στηρίζεται σε ποιητικό κείμενο των Ανρί Μεγιάκ και Φιλίπ Ζιλ βασισμένο στο μυθιστόρημα Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκώ (1731) του αβά Πρεβό. Το θέμα υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές και είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο ενός μπαλέτου (1830) του Φρομαντάλ Αλεβύ αλλά και μιας κωμικής όπερας (1856) του Φρανσουά-Εσπρί Ωμπέρ. Ο ίδιος ο Μασνέ επανήλθε το 1894 με τη μονόπρακτη κωμική όπερα Το πορτρέτο της Μανόν, που ξεκινά με τις αναμνήσεις του ώριμου, πλέον, ιππότη Ντε Γκριέ.

Πρεμιέρες Η Μανόν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι από τον θίασο της Κωμικής Όπερας στην αίθουσα Φαβάρ στις 19 Ιανουαρίου 1884. Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε με τον ίδιο θίασο η όπερα να συμπληρώσει χίλιες παραστάσεις το 1919, χίλιες πεντακόσιες το 1931 και δύο χιλιάδες το 1952. Από την Εθνική Λυρική Σκηνή, η οποία ιδρύθηκε το 1939, η όπερα παραστάθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1944, με τη Ζωή Βλαχοπούλου στον κεντρικό ρόλο σε μουσική διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου.

~ Σύνοψη του πρωτοτύπου ~

Α΄ ΠΡΑΞΗ

Αυλή σε ένα πανδοχείο στην Αμιένη την εποχή βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Ο Ντε Μπρετινύ, ένας ευγενής, μαζί με τον υπουργό των Οικονομικών Γκυγιό και τρεις νεαρές, τη Ζαβότ, την Πουσέτ και τη Ροζέτ, έρχονται να δειπνήσουν, ενώ το πλήθος παρατηρεί την άφιξη της άμαξας από το Αρράς, πόλη στη βόρεια Γαλλία. Ανάμεσα στον κόσμο είναι και ο Λεσκώ, ο οποίος περιμένει τη νεαρή εξαδέλφη του προκειμένου να την οδηγήσει σε μοναστήρι. Η κοπέλα φτάνει και είναι σαστισμένη. Βλέποντάς την, όμορφη και δροσερή, ο Γκυγιό δεν χάνει χρόνο: της λέει πως είναι προτιμότερο αντί να κλειστεί σε μοναστήρι να τον ακολουθήσει στο Παρίσι, όπου της υπόσχεται πλούσια ζωή.

Η άμαξά του περιμένει έτοιμη, λίγο πιο κάτω. Ο Λεσκώ προλαβαίνει το κακό, κάνει παρατήρηση στην εξαδέλφη του και φεύγει πάλι. Μόνη, η Μανόν εντυπωσιάζεται από τη Ζαβότ, την Πουσέτ και τη Ροζέτ, αλλά προσπαθεί να διώξει τις σκέψεις από τον νου της. Φτάνει ο νεαρός ιππότης Ντε Γκριέ, ο οποίος κάνει επίσης μια στάση στο πανδοχείο, καθ’ οδόν προς τον πατέρα του, τον οποίο πηγαίνει να επισκεφτεί. Βλέπει τη Μανόν και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Εκείνη εντυπωσιάζεται από τους καλούς τρόπους του και ανταποκρίνεται. Αποφασίζουν να το σκάσουν μαζί, ξεχνώντας εκείνη το μοναστήρι κι εκείνος τον πατέρα του. Ο Ντε Γκριέ ονειρεύεται μια ζωή μαζί με την όμορφη κοπέλα, η Μανόν θέλει να γνωρίσει το Παρίσι. Η άμαξα του Γκυγιό προσφέρει τη λύση.

Β΄ ΠΡΑΞΗ

Στο διαμέρισμα της Μανόν και του Ντε Γκριέ στο Παρίσι. Ο Ντε Γκριέ γράφει στον πατέρα του, εκλιπαρώντας να του επιτρέψει να παντρευτεί τη Μανόν. Φτάνουν ο Λεσκώ με τον Ντε Μπρετινύ. Όταν ο Λεσκώ, ως εξάδελφος, προφασίζεται ζητήματα τιμής, ο Ντε Γκριέ του δείχνει την επιστολή ως απόδειξη των προθέσεών του. Στο μεταξύ, ο Ντε Μπρετινύ ενημερώνει τη Μανόν ότι το ίδιο βράδυ έχει σχεδιαστεί απαγωγή του Ντε Γκριέ με διαταγές του πατέρα του. Προτείνει στην κοπέλα να τον ακολουθήσει, τάζοντάς της ασφάλεια, πλούτη κι ένα καλύτερο μέλλον. Οι δύο επισκέπτες φεύγουν και η Μανόν δεν μπορεί να αποφασίσει εάν πρέπει να προειδοποιήσει τον Ντε Γκριέ ή να δεχτεί την πρόταση του Ντε Μπρετινύ. Δεν διστάζει πολύ. Όταν ο Ντε Γκριέ φεύγει προκειμένου να ταχυδρομήσει την επιστολή, η Μανόν γράφει ένα σύντομο αποχαιρετιστήριο σημείωμα και τον εγκαταλείπει.

Γ΄ ΠΡΑΞΗ

1η σκηνή Στο Παρίσι, στον «Περίπατο της βασίλισσας» (Cours-la-Reine), στους κήπους που δημιούργησε η Μαρία των Μεδίκων στις όχθες του Σηκουάνα. Ανάμεσα στον κόσμο και στους μικροπωλητές βρίσκονται ο Γκυγιό με τις τρεις όμορφες κοπέλες και ο Λεσκώ, ο οποίος εξαίρει τις χαρές του τζόγου. Φτάνουν ο Ντε Μπρετινύ με τη Μανόν, λαμπερή και ευδιάθετη, να τραγουδά για την πλούσια ζωή της αλλά και για τις χαρές του έρωτα και της νιότης. Εκεί βρίσκεται επίσης ο πατέρας του Ντε Γκριέ, ο οποίος μαθαίνει συμπτωματικά ότι ο γιος του είναι πλέον αβάς στον Άγιο Σουλπίκιο. Η Μανόν τον πλησιάζει προκειμένου να μάθει εάν ο γιος του την αγαπά ακόμα. Θέλει οπωσδήποτε να τον ξαναδεί.

2η σκηνή Στον Άγιο Σουλπίκιο το εκκλησίασμα αποχωρεί ενθουσιασμένο από το φλογερό κήρυγμα του νέου αβά. Φτάνει ο πατέρας Ντε Γκριέ, ο οποίος προσπαθεί χωρίς επιτυχία να πείσει τον γιο του να επιστρέψει στα εγκόσμια. Φεύγει και τον αφήνει μόνο να σκέφτεται τη Μανόν, προσευχόμενος. Φτάνει η Μανόν, η οποία του ζητά να τη συγχωρήσει. Είναι, όπως πάντα, ακαταμάχητη. Ο Ντε Γκριέ δεν μπορεί να αντισταθεί. Φεύγουν μαζί.

Δ΄ ΠΡΑΞΗ

Αίθουσα χαρτοπαιξίας στο «Πανδοχείο της Τρανσυλβανίας», στο Παρίσι, στην περιοχή του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε. Ο Λεσκώ και ο Γκυγιό παίζουν, οι Ζαβότ, Πουσέτ και Ροζέτ είναι αποφασισμένες να φύγουν με τον νικητή. Φτάνουν η Μανόν με τον αθεράπευτα ερωτευμένο Ντε Γκριέ, ο οποίος πείθεται να παίξει, προκειμένου να κερδίσει, ώστε να μπορέσει να παρέχει στην αγαπημένη του τη ζωή που εκείνη επιθυμεί. Πράγματι, κερδίζει διαρκώς. Φανερά εκνευρισμένος, ο Γκυγιό τον κατηγορεί ότι κλέβει. Αποχωρεί και επιστρέφει αμέσως με την αστυνομία, κατηγορώντας τον Ντε Γκριέ ως απατεώνα και τη Μανόν ως πόρνη. Φτάνει ο πατέρας Ντε Γκριέ, ο οποίος δηλώνει ότι θα μεσολαβήσει προκειμένου να σωθεί ο γιος του, όχι όμως και η Μανόν. Το ζευγάρι συλλαμβάνεται.

Ε΄ ΠΡΑΞΗ

Στον δρόμο για τη Χάβρη. Η Μανόν έχει καταδικαστεί ως κακόφημη γυναίκα και της έχει επιβληθεί η ποινή της απέλασης. Ο Ντε Γκριέ έχει ελευθερωθεί χάρη στην παρέμβαση του πατέρα του. Μαζί με τον μεταμελημένο Λεσκώ περιμένουν την πομπή που οδηγεί τη Μανόν στο λιμάνι. Οι κρατούμενες φτάνουν συνοδευόμενες από στρατιώτες. Ο Λεσκώ δωροδοκεί τον λοχία προκειμένου να αφήσει τη Μανόν για λίγο ακόμα εκεί. Πράγματι, η πομπή συνεχίζει και η Μανόν, εξαντλημένη και άρρωστη, μένει πίσω. Σε παραλήρημα ξαναζεί στα χέρια του Ντε Γκριέ τις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος, πριν ξεψυχήσει.

Συντελεστές

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός (12, 14, 16, 19, 21, 23/12) | Κλεάντε Ρούσσο (26, 30/12)
Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος

Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική δραματουργία: Κορνήλιος Σελαμσής
Κινησιολογία: Σοφία Πάσχου
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Διανομή

Μανόν:
Μυρτώ Παπαθανασίου (12, 16, 19, 23/12) | Χριστίνα Πουλίτση (14, 21, 26, 30/12)

Ιππότης ντε Γκριέ:
Γιόαν Χοτέα (12, 14, 23, 30/12) | Κωνσταντίνος Κληρονόμος (16, 19, 21, 26/12)

Κόμης ντε Γκριέ:
Πέτρος Μαγουλάς (12, 14, 16, 26/12) | Τάσος Αποστόλου (19, 21, 23, 30/12)

Λεσκώ:
Διονύσης Σούρμπης (12, 16, 19, 23/12) | Βαγγέλης Μανιάτης (14, 21, 26, 30/12)

Γκυγιό ντε Μορφονταίν:
Νίκος Στεφάνου (12, 16, 21, 23/12) | Χρήστος Κεχρής (14, 19, 26, 30/12)

Ντε Μπρετινύ:
Χάρης Ανδριανός (12, 16, 19, 23/12) | Κωστής Ρασιδάκις (14, 21, 26, 30/12)

Φρουρός:
Χρήστος Γιαννούλης (12, 16, 19, 23/12) | Βασίλης Κωτσικογιάννης (14, 21, 26, 30/12)

Πουσσέτ:
Βιολέττα Λούστα (12, 16, 19, 23/12) | Βαρβάρα Μπιζά (14, 21, 26, 30/12)

Ζαβότ:
Ρόζα Πουλημένου-Καπόν (12, 16, 19, 23/12) | Διαμάντη Κριτσωτάκη (14, 21, 26, 30/12)

Ροζέτ:
Έλενα Μαραγκού (12, 16, 19, 23/12) | Αθηνά Καστρινάκη (14, 21, 26, 30/12)

Υπηρέτρια:
Βάγια Κωφού (12, 16, 19, 23/12) | Αναστασία Χριστοφιλάκη (14, 21, 26, 30/12)