Η Μαίρη Χατζηνικολή – Σαραφιανού 1928-2020, γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με τον Αντρέα Γεωργιάδη, από όπου αποφοίτησε το 1953 με έπαινο. Έλαβε υποτροφία του ΙΚΥ και συνέχισε σπουδές στην Academia di Belle Arti της Ρώμης, 1956-1958. και ως το 1959 στο Centro CALAL της Ρώμης. Επιλέγει να δείξει τη δουλειά της σε μία και μόνο ατομική έκθεση στις Νέες Μορφές το 1961, καθώς δεν την ενδιαφέρει η προσωπική προβολή, όμως συμμετέχει σε πολλές Πανελλήνιες και ομαδικές σε Ελλάδα και εξωτερικό, αποκομίζοντας πολλές διακρίσεις. Ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά σε όλες τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εικαστικών καλλιτεχνών, διατελώντας Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, της Ένωσης Πτυχιούχων ΑΣΚΤ και του Οργανισμού για τα Πνευματικά Δικαιώματα που ίδρυσε το ΕΕΤΕ, προωθώντας τα εργασιακά δικαιώματα του καλλιτεχνικού κλάδου.
Αυτό είναι το βιογραφικό μιας πρωτοπόρας και οραματικής ποιήτριας της ύλης που τα έργα της συνεχίζουν να προκαλούν θαυμασμό και συζήτηση. Τι όμως είναι αυτό που καθιστά την τέχνη της Μαίρης Χατζηνικολή ζωντανή και επίκαιρη σήμερα;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αποκρυσταλλώνοντας την ανθρώπινη μορφή
Από την εποχή των πρώιμων ζωγραφικών της έργων, των οποίων μια χαρακτηριστική επιλογή συναντάμε στον πρώτο όροφο του Μουσείου, η Μαίρη Χατζηνικολή εντρυφεί με ψυχαναλυτική προσήλωση στα βάθη της ύπαρξης. Ενσταντανέ προσώπων που δεν ποζάρουν αλλά ζουν και αναπνέουν, ζωγραφίζονται φωτορεαλιστικά μεν, ανοίκια και ανατρεπτικά δε, με μια αναπαραστατική δυναμική που θυμίζει τον μεταγενέστερο Gerhard Richter. Τα πρόσωπα αυτά προβάλλονται στον αληθινό χώρο δίχως trompe l’oeil, προοπτική ή πληροφορίες για τόπο ή χρόνο, κι ενώ συχνά δεν κοιτούν κατάματα τον θεατή, μοιάζουν να ψιθυρίζουν σιγανά τις ιστορίες τους μεταξύ τους, με τον θεατή να νιώθει κομμάτι της ύφανσης ενός οπτικοποιημένου ηχητικού τοπίου μιας συνομιλίας που εξελίσσεται στο σήμερα. Είναι τόσο έντονος ο οπτικός κραδασμός αυτών των μορφών- όσο έντονη υπήρξε η πρώτη επαφή μας με τα Φαγιούμ θα έλεγα- που όταν ο θεατής εξέρχεται από την αίθουσα είναι σαν να παίρνει και το δικό του πορτρέτο μαζί. Και τον αποχαιρετά η ίδια η καλλιτέχνιδα, αγέρωχη στην αυτοπροσωπογραφία της, να κραδαίνει το πινέλο της μπροστά από τα φουγάρα ενός εργοστασίου, ως εργάτρια που τιμά την παραγωγική καλλιτεχνική της εργασία.
Όταν το φως γίνεται πηλός και η μορφή αναπνέει
Το πέρασμα στις τρεις διαστάσεις ήρθε πολύ φυσικά για τη Χατζηνικολή και αυτό το βλέπουμε στις επιτοίχιες κεραμικές πλάκες όπου η εικαστικός βρήκε στον πηλό ένα πιο εύφορο οικοσύστημα από τον καμβά για να παρακολουθήσει την περιπέτεια της ύλης προς την αποϋλοποίηση του πνεύματος.
Στην ατέρμονη αναζήτηση της Μαίρης Χατζηνικολή με τη χθόνια ύλη, ο πηλός και εν συνεχεία η πορσελάνη δεν αποτελεί απλώς ένα υλικό—είναι μια ζωντανή ουσία, ένα «δέρμα από φως». Με τα επιδέξια της δάχτυλα, η καλλιτέχνιδα δεν πλάθει μόνο σχήματα, αλλά καταγράφει τη δίψα του φωτός να διαπεράσει τη σάρκα της γης. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή επιτυγχάνεται το θαύμα της διαφάνειας, η αντανάκλαση της ψυχής.
Διάφωτα: Η τεχνική ως ποίηση
Μέσα από ασίγαστο πειραματισμό με τη γη και τη φωτιά, με τον άνθρωπο που παλεύει να αποδράσει από τα γήινα δεσμά του σαν τους σκλάβους του Michelangelo, η Χατζηνικολή δοκιμάζεται στην επιβλητική σειρά των παλίμψηστων Μυκηνών και συνεχίζει την έρευνα της στις μορφές που δεν στέκονται πάνω στην επιφάνεια, αλλά αναδύονται μέσα από το χώμα, σαν ξωτικά που ξεπροβάλλουν μέσα από θολά νερά. Η πορσελάνη, λεπτή και εύθραυστη, εμφανίζεται μεταμορφωμένη σε νεφέλωμα από αέρα και σκέψη, όπου κάθε άγγιγμα του πηλού γίνεται μελαγχολική ανάσα που ενσταλάζεται σε ψυχωμένες μορφές- μια γυναίκα που απλώνεται, ένα μαντήλι-πουλί που ετοιμάζεται να απογειωθεί, ένα ζευγάρι τη φευγαλέα στιγμή της απόλυτης ένωσης, ένας ορθός άνθρωπος πριν βουτήξει στις εσχατιές της ειμαρμένης του.
Μέσα από την έντονη και γοργή χρήση του σχεδίου πάνω στην επιφάνεια πριν ψηθεί, τεχνική που προσεγγίζει το relief etching αλλά πάνω σε πηλό, δημιουργεί έργα που θυμίζουν τα μεσαιωνικά Book of Hours χειρόγραφα, γεμάτα πανανθρώπινες αλληγορίες. Η γραμμή της είναι δυναμική και εκφραστική, με έντονη προσοχή στη λεπτομέρεια, ιδιαίτερα στις ανθρώπινες μορφές, οι οποίες συχνά έχουν μια εξιδανικευμένη όψη. Τα χρώματά της είναι ζωηρά σαν σε υδατογραφίες, αλλά και βαθιά, με έντονες αντιθέσεις μεταξύ ψυχρών και θερμών, που ενισχύουν τη δραματικότητα της σκηνής και αποκαλύπτουν μία αδιόρατη συγγένεια με τον William Blake όταν εμπνεόταν από τον Χαμένο Παράδεισο του Milton, συνεπαρμένος με τη δύναμη της δημιουργίας, τη διαμάχη ανάμεσα στη γνώση και την αθωότητα, και την αντοχή της ανθρώπινη πίστης στην ελευθερία.
Με ατέρμονη υπομονή, η Χατζηνικολή λεπτοκοπεί το αδύνατο: χωρίς σμάλτα να κρύβουν τα δημιουργικά ζωντανεμένα λάθη, χωρίς λαζούρες που καλύπτουν την καθαρή αλήθεια της γραμμής, κατασκευάζει μία ολόδικη της ατμόσφαιρα. Η διαφάνεια της πορσελάνης δεν είναι ηχηρή- ακούγεται ωσάν ευχή που ευφραίνει το αδράχτι του φωτός. Κάθε έργο μοιάζει με μια στιγμή που παγιδεύτηκε σε διαυγή πάγο, όπου η σιωπή του υλικού φωνάζει πιο δυνατά από κάθε λόγο.
Δεν είναι τυχαίο που οι άνθρωποι στα έργα της φαίνονται σαν να υπάρχουν σε δύο διαστάσεις-μισοί στον κόσμο μας, μισοί σε κάποιο ονειρικό σύμπαν. Μερικές φορές τα περιγράμματά τους διαλύονται στη διαφάνεια, σαν να μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή είναι πάντα ρευστή, μια έσχατη ελεύθερη ανάσα πριν εξατμιστεί η ζωτική της υγρασία.
Η μαγεία ολοκληρώνεται όταν το φως καταφέρει να αγγίξει την πορσελάνη: τότε οι μορφές αποκτούν σκιά και βάθος, σαν να ζωντανεύουν με τη διαδοχική σύνθεση της ημέρας. Το έργο της δεν τελειώνει ποτέ- μεταβάλλεται με τον ήλιο, το κερί, τη λάμπα, γίνεται ένα ζωντανό ον που αναπνέει μαζί με το περιβάλλον του.
Η τραγωδία της εφήμερης αιωνιότητας εξελίσσεται μέσα από έργα που μοιάζουν να προσεύχονται για να μην σπάσουν. Σε κάθε διάφανο στρώμα της πορσελάνης, υπάρχει η γνώση ότι η ομορφιά είναι εύθραυστη- και ίσως γι’ αυτό ακριβώς είναι και αιώνια. Στη διάφωτη πορσελάνινη προσωπογραφία του συζύγου της, του αφηρημένου εξπρεσιονιστή Πάνου Σαραφιανού, αυτή η αιώνια ευθραυστότητα της ομορφιάς υγροποιείται στα μάτια του, που μοιάζουν να στάζουν από το απόσταγμα της αγάπης.
Διαβάστε επίσης:
Η έκθεση «Μαίρη Χατζηνικολή: Ζωγραφική, Κεραμική, Φωτογραφία» στο Λόφος art project