Στο τέλος πεθαίνει στ’ αλήθεια. Ο Πολύχρωμος Κάτω Κόσμος που χάρισε γέλια, δάκρυα, γλυκόλογα, προβληματισμούς κι έλαβε υποψηφιότητες για βραβεία αλλά και προτροπές να σπάσουν το κεφάλι του δημιουργού της, ολοκληρώνεται -ως τριλογία- με έναν πρωτόγνωρο 12ωρο μαραθώνιο. Σε μια ερμηνευτική δοκιμασία στα όρια της σωματικής και πνευματικής αντοχής.
Ο Νικόλας Ανδρουλάκης φτάνει στα άκρα την τολμηρή μεταγραφή του θρυλικού -πια- μονολόγου της δημιουργού που τον ενέπνευσε όσο καμία άλλη. Και μεταμορφώνεται ξανά στον «Μαιρούλο», τον αρσενικό καθρέφτη της ανώνυμης ηρωίδας της. Τον παράξενο άνδρα που ταξιδεύει, καθημερινά, από το σκονισμένο υπόγειο της γιαγιάς του στην Πειραιώς, ως την Ιθάκη, τη Νεφελοκοκκυγία και τον Άδη, ενώ βρίσκεται σε στάση εκούσιας σωματικής παράλυσης, στο ίδιο ακριβώς σημείο που τον αφήσαμε. Πάντα μόνος και σε πόλεμο με τον εαυτό του. Προσπαθώντας να σώσει από τους ανθρώπους κάθε λογής αθώο φρούτο και κάθε αδικοχαμένο πλαστικό.
Με το βαλιτσάκι των διακοπών που δεν θα πάει ποτέ στο ένα χέρι και το κατσαριδοκτόνο της αυτοχειρίας του στο άλλο. Σε έναν κύκνειο οίστρο – αντίστροφη μέτρηση του τέλους της ζωής του. Ως την πρώτη θερινή πυρκαγιά. Ή μια υπόγεια πλημμύρα. Για το γαμώτο ενός ηρωικού ψόφου ή μιας λυτρωτικής διάσωσης της ψυχής του. Εν αναμονή όσων δεν πρόκειται να έρθουν. Με μοναδικούς επισκέπτες όσους δεν θα καλούσε ποτέ. Συνοδοιπόρος αυτής της ακίνητης περιπλάνησης και πάλι η κουφή κόρη του κουφού γείτονα. Αγγελιαφόρος μαντάτων ζωής και θανάτου. Οπερατέρ της αποχαιρετιστήριας βιντεοταινίας του. Εκθέματα κι οι δύο ενός μουσείου επιτύμβιας αγάπης.
Όπως γράφει κι η Λένα Κιτσοπούλου στην καρδιά του έργου της, «Όλοι, πάντα, περιμένουμε κάτι, κάποιον, περισσότερο κι από τον διπλανό μας, περιμένουμε πάντα ότι θα μπει κάποιος άλλος από την πόρτα, κάποιος που θα φέρει κάτι κι αυτό το κάτι θα αλλάξει κάτι. Και το πρόβλημα είναι ότι αυτό το κάτι που όλοι περιμένουμε, δεν ξέρουμε ποιο είναι. Αυτό το αόριστο κάτι που μια μέρα, δε μπορεί -του πούστη! Θα ‘ρθει και σε εμάς. Αλλά δεν ξέρουμε ποιο είναι. Και δε θα μάθουμε και ποτέ. Και δεν θα ‘ρθει κιόλας».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο πλευρό του Νικόλα Ανδρουλάκη επί σκηνής θα βρίσκεται και πάλι η συνοδοιπόρος της καλλιτεχνικής συμμορίας Ντουέντε, Αντιγόνη Σταυροπούλου. Σε μια παράσταση για την οργή της μοναξιάς και την παγίδα της αγκαλιάς, όταν δεν υπάρχει συνδικαλιστικό όργανο να εκπροσωπεί την ψυχή σου. Σε μια θανατερή γιορτή όλων των αταξινόμητων ανθρώπων.
Ναι, εσύ βλέπεις όσο θέλεις. Κι εκείνος στο τέλος πεθαίνει στ’ αλήθεια.
Συντελεστές
Διασκευή-σκηνοθεσία: Νικόλας Ανδρουλάκης
Σκηνογραφία: Δημήτρης Κωνσταντάρας
Φωτισμοί-βίντεο: Αντώνης Κουνέλλας
Μουσική επιμέλεια: Η κόρη του γείτονα
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Αξιώτης
Παίζουν: Νικόλας Ανδρουλάκης, Αντιγόνη Σταυροπούλου