Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου και ενώ επέστρεφα, οδηγώντας, από το τελευταίο θαλασσινό μπάνιο, άκουσα στο ραδιόφωνο διαφήμιση για Χριστουγεννιάτικες αγορές. Ξαφνιάστηκα τόσο που παραλίγο να προξενήσω ατύχημα.

Η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική. Δεν συνέβη ποτέ. Την επινόησα για να μεταφέρω το πώς ένιωσα όταν εκεί γύρω στις 15 Νοεμβρίου ανακοίνωσε η Rough Trade τη λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς 2017.

Είναι ένα παιχνίδι αυτό με τις λίστες, πολλοί το παίζουμε, έχει τη φάση του και το νόημα του. Λίγο – πολύ όλοι που εμπλεκόμαστε με τον χώρο της μουσικής (αυτό περιλαμβάνει και τους ενεργούς μουσικόφιλους) αισθανόμαστε (άλλοι την ανάγκη, άλλοι την υποχρέωση) να παίξουμε αυτό το παιχνίδι. Λίγο – πολύ σχεδόν όλοι μας γράφουμε μία τουλάχιστον λίστα, και το ίδιο θα κάνω κι εγώ, δεν είναι εκεί το θέμα.

Το θέμα είναι ότι αυτό το  παιχνίδι έχει αρχίσει να «χαλάει» τα τελευταία χρόνια, όταν οι πρώτες λίστες αρχίζουν ήδη να ανακοινώνονται από τα διεθνή μέσα (ιδιαιτέρως τα αγγλικά και αμερικάνικα που έτσι κι αλλιώς σέρνουν το χορό στη μουσική βιομηχανία) ήδη από τον Νοέμβριο. Λες και θέλουν να ανάψουν πρώτοι την λαμπάδα στο «δεύτε λάβετε φως» ένα πράγμα…

Φυσικά, υπάρχουν λόγοι για αυτό, το κάθε μέσο/συντάκτης  μάλιστα έχει και προσωπικούς λόγους για αυτό πέρα από αυτούς που ισχύουν συνολικά. Στην περίπτωση μάλιστα της Rough Trade (η οποία είναι εταιρεία διανομής χοντρικής/λιανικής πώλησης κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως  μουσικό-ενημερωτικό site, όπως πιθανότατα ήδη ξέρετε) οι προσωπικοί λόγοι είναι εξόφθαλμοι. Η επιρροή (βλ. κατευθυντήρια γραμμή) σε συγκεκριμένες κατηγορίες κοινού εν όψει της «Χριστουγεννιάτικης Αγοράς», σε συνδυασμό με το ποιες από τις δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάζεται έχει την καλύτερη (εμπορικής φύσης) σχέση.  Επιπλέον για τα πρώτα 10 άλμπουμ που βρέθηκαν στην κορυφή της λίστας ισχύει το “Rough Trade Exclusive”. Δηλαδή, ειδική έκδοση, σε περιορισμένα αντίτυπα, η οποία περιλαμβάνει ένα bonus ep με κάποια επιπλέον τραγούδια (π.χ από live ή remixes κλπ). Την οποία βέβαια μπορείς να την βρεις αποκλειστικά στην Rough Trade… Άρα εν προκειμένω μιλάμε και για άμεσο συμφέρον.

Τα παραπάνω – αν και κατανοητά σε επίπεδο εμπορικό / οικονομικό – σε  καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν  ικανοποιητική δικαιολογία, δεν συνιστούν άλλοθι,  για να «χαλάσεις» ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι, για να παραμείνει παιχνίδι, χρειάζεται να περιέχει κι ένα σημαντικό ποσοστό αγνότητας.

Από τη μια λοιπόν υπάρχει η χρονική στιγμή κατά την οποία εμφανίζονται οι λίστες («αγνές»  ή όχι), και από την άλλη υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: ο όγκος τους.

«Τα 100 καλύτερα άλμπουμ του 2017» … Για όνομα ! Τέτοιο εύρος λίστας έχει νόημα μόνο όταν καλύπτεις μια δεκαετία, ή  ένα (και μάλιστα σχετικά ευρύ) είδος μουσικής και άλλα ανάλογα.

Ποιος / ποια αναγνώστης/αναγνώστρια οσοδήποτε σχετικός  με το αντικείμενο της δισκογραφίας και της ποπ-ροκ κουλτούρας θα αφομοιώσει μία τέτοια λίστα; Και σε τι βάθος; Καλά-καλά για τον ιστορικό του μέλλοντος δεν έχει αξία ένα τέτοιο εύρος ετήσιας λίστας… Ας μεταφερθούμε νοερά στο έτος 2027 (δεν σου λέω καν αργότερα) και ας αναρωτηθούμε τι αξία έχει για έναν ερευνητή (δημοσιογράφο ή όχι) το γεγονός ότι θα δει το άλμπουμ του τάδε καλλιτέχνη π.χ. σε τρεις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς 2017 στις θέσεις 49, 67, και 98; Τι αξία έχει αυτό όταν συνολικά σε όλες τις λίστες της χρονιάς που θα ερευνήσει θα έχουν εμφανιστεί ας πούμε 428 διαφορετικά άλμπουμ;

Και το εύρος των λιστών έχει βέβαια την εξήγηση του. Είναι ένα βραχυπρόθεσμο εργαλείο που σκοπό έχει να βοηθήσει τους καλλιτέχνες και τις εταιρείες (στην εποχή μας αυτά τα δύο, ως γνωστόν, πολύ συχνά ταυτίζονται) να προωθήσουν αποτελεσματικότερα το τρέχον άλμπουμ τους. Και όσα μέσα δημοσιεύουν λίστες με τα «100 καλύτερα της χρονιάς» προφανώς τους δίνουν τέτοιο εύρος προκειμένου να διατηρήσουν ισορροπίες και να τους κρατήσουν όλους (εταιρείες και καλλιτέχνες) λίγο – πολύ ευχαριστημένους με μια αναφορά του άλμπουμ τους στη λίστα.

Είναι όμως έτσι; Όταν σχεδόν κάθε άλμπουμ  που έχει ήδη ξεχωρίσει έστω λίγο παίρνει το credit ότι έχει εμφανιστεί σε μία λίστα; Πόσο εγγράφεται αυτό στη συνείδηση του μουσικόφιλου κοινού και πόσο τελικά πραγματικά βοηθάει στην προώθηση του άλμπουμ ή/και του καλλιτέχνη;

Και που είναι το κοινό σε όλο αυτό; Ποιος ο ρόλος του; Για το μουσικόφιλο κοινό, η χρηστική αξία της λίστας είναι κυρίως να διαπιστώσει αν του έχει διαφύγει κάτι σημαντικό, αν το δικό του προσωπικό γούστο βρίσκεται σε συμφωνία με ένα συλλογικότερο γούστο κλπ. Με την υπερ-πληροφόρηση (λόγου όγκου) που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, αλλά και με την σχεδόν άκυρη (για το κοινό) χρονική στιγμή που δημοσιεύονται, η χρηστική αξία που έχουν οι λίστες για το κοινό χάνεται. Για να μην πω ότι  γίνεται μια προσπάθεια το μουσικόφιλο κοινό που θα διαβάσει τις λίστες  να μετατραπεί στεγνά σε αγοραστικό κοινό.

Είναι προφανές ελπίζω από τα παραπάνω ό,τι δεν απαξιώνω την έννοια της λίστας. Θεωρώ όμως ότι οι ογκώδεις λίστες που εμφανίζονται πολύ νωρίτερα από το τέλος της χρονιάς είναι πλέον στις μέρες μας εξ ορισμού ύποπτες. Και έχει αρχίσει να με ενοχλεί αυτό. Για αυτό και η δική μου φετινή λίστα (όταν εμφανιστεί) θα είναι κάπως διαφορετική από τη συνήθη φόρμα. Και σίγουρα όχι τόσο ογκώδης.

Και επειδή όλη αυτή η ενασχόληση με τις λίστες (ακόμη κι όταν γίνεται με την προσέγγιση που μόλις διαβάσετε) στην ουσία κάθε χρόνο «κλέβει» αναφορές , εκτενέστερα δημοσιεύματα και γενικά ενασχόληση από την αποτίμηση της ελληνικής παραγωγής, αντί  του no.1 της λίστας του Rough Trade που έδωσε την αφορμή για το παρόν κείμενο και που μπορείτε πολύ εύκολα να το εντοπίσετε και μόνοι σας, ως ελάχιστο αντίβαρο, κλείνω με το κομμάτι  “Ocean Floer” του συγκροτήματος Αστρογόνο. Από το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε ως αυτό-έκδοση (βλ. Bandcamp δηλαδή) τον Απρίλιο του 2017.

https://astrogono.bandcamp.com/track/ocean-floer


Photo Credit:   Simon Bleasdale