Δεν ξέρω τι ακριβώς φέρνει στον νου κάθε ελληνοκύπριου ο τίτλος αυτού του βιβλίου που γνωρίζει το ακριβές βιωματικό φορτίο της λέξης αθαλάσσα, για εμένα ωστόσο, ήταν, για να πω την αλήθεια, το πρώτο πράγμα που με τράβηξε σε αυτό το βιβλίο. Μια λέξη ιδιαίτερης ακουστικής αισθητικής. Μια λέξη σαν φευγαλέος κυματισμός που όμως στην προκειμένη περίπτωση κρύβει τον ατέλειωτο πόνο των ανθρώπων που καταλήγουν να ζουν σε ένα ψυχιατρείο, είτε γιατί πράγματι το είχαν ανάγκη είτε επειδή η συμπεριφορά τους είχε στοιχεία μη αποδεκτά για την κοινωνία.

Κι ενώ ξεκινά κανείς να διαβάζει αυτό το βιβλίο νομίζοντας ότι πρόκειται να διαβάσει μια ιστορία για τον δυνατό έρωτα δύο ανθρώπων, ενός δασκάλου και μιας φοιτήτριας, έναν έρωτα που οδηγεί τον δάσκαλο σε ακραίες αποφάσεις, όπως είναι ο οικειοθελής εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο στο οποίο έχει οδηγηθεί προηγουμένως η αγαπημένη του, πολύ γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο έρωτας είναι μόνο το πρόσχημα. Η πυρηνική πρόθεση του συγγραφέα είναι άλλη.

Τοποθετώντας την ιστορία αυτή σε ένα καθορισμένο χωροχρονικό πλαίσιο και συγκεκριμένα στην Κύπρο της δεκαετίας 1964-1974, ο αναγνώστης γίνεται παρατηρητής πολιτικών, διπλωματικών, κοινωνικών και ιστορικών συγκυριών που σημάδεψαν βαθιά και για πάντα την Κύπρο, τον ελλαδικό χώρο γενικότερα, αλλά και όλο τον κόσμο. Εισέρχεται σε ζοφερά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι η καταστροφή της Τυλληρίας τον Αύγουστο του 1964 από την αεροπορία των Τούρκων, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η εγκαθίδρυση και η επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου το 1967, η απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου και Αρχιεπισκόπου Μακάριου από την ΕΟΚΑ Β το 1970, η ανάκληση της ελληνική μεραρχίας από την Κύπρο ως αποτέλεσμα των γεγονότων που συνέβησαν το 1968 ανάμεσα στην Εθνική Φρουρά και στους Τούρκους, η εξέγερση των φοιτητών στη Γαλλία τον Μάη του 1968, η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το 1968, η ιστορική εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και τέλος τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν και οδήγησαν στη βάρβαρη διχοτόμηση της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή. Με έναν λόγο, ο συγγραφέας καταγράφει το δεκαετές πέρασμα της Ιστορίας από την Κύπρο και τη ζωή των ανθρώπων που στο πέρασμά αυτό συνθλίβει ανελέητα, αλλάζοντας κυριολεκτικά τη μοίρα τους.

Έτσι το βιβλίο μετατρέπεται σε ένα ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό έργο με τον συγγραφέα του να αποδίδει σε αυτό τους καρπούς μιας μεγάλης ιστορικής έρευνας, με έναν τρόπο άκρως γοητευτικό, καθώς ο αναγνώστης συμπαρασύρεται πρωτίστως στην ιστορία του δάσκαλου και της κοπέλας με τα κίτρινα παπούτσια στην οποία έχει υποσχεθεί αιώνια αφοσίωση.

Παράλληλα, ο Λυμπουρής υπεισέρχεται στα σκοτεινά σημεία της ψυχής των ηρώων του και με πολλή τέχνη στήνει έναν αφηγηματικό διάλογο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην ψυχιατρική. Σκάβοντας βαθιά στην ψυχολογία των κεντρικών του ηρώων φέρνει στην επιφάνεια τα πιο λεπταίσθητα συναισθήματά τους, τις πιο ενδιαφέρουσες ψυχολογικές διακυμάνσεις τους καταφέρνοντας έτσι να ανοίξει τον ερμητικά κλειστό κόσμο ενός ψυχιατρικού ιδρύματος στον αναγνώστη, ώστε να μπορέσει να δει από εκεί να αναδύεται κυρίως η ανθρωπιά. Γιατί αυτό που τελικά αναφαίνεται κατά την αναγνωστική διαδικασία και εν τέλει κυριαρχεί στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι η ανθρωπιά και η ελπίδα πως όσο υπάρχει τίποτα δεν θα καταστραφεί. Πριν όμως γίνει αυτό ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος, πέρα από το ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής, με τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τον κοινωνικό στιγματισμό και την απαξίωση των ατόμων με διαταραγμένες προσωπικότητες.

Μέσα από αδρές και σπαρταριστά ζωντανές περιγραφές που, ευτυχώς, ποτέ δεν εκπίπτουν στον μελοδραματισμό, ο συγγραφέας παρουσιάζει την πάλη των ηρώων του να παραμείνουν εντέλει άνθρωποι ακόμα και όταν όλα γύρω τους έχουν κατατροπωθεί, ακόμα και όταν η λαίλαπα της εισβολής έχει κονιορτοποιήσει τη ζωή τους αλλά και νωρίτερα όταν οι ίδιοι οι ήρωες την αποδομούν ακούσια ή εκούσια. Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου εκεί αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας των όσων εξελίσσονται. Αντιμετωπίζει μαζί με τους ήρωες τα τεκταινόμενα. Συμπάσχει και συμπονά. Παρακολουθεί τον σπαρακτικό εγκλεισμό τους, όχι μόνο στο ίδρυμα αλλά στο ίδιο τους το διαταραγμένο μυαλό. Βλέπει τη δύναμη της λογικής να παροπλίζει το παράλογο και το αντίστροφο. Τη δύναμη των ηρώων να σταθούν, καμιά φορά οριακά στο ορφικό μεταίχμιο ανάμεσά τους αλλά και την προκατάληψη με την οποία αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι που πάσχουν αφού όπως γράφει:

«Ακόμα και μορφωμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να δεχτούν το πολύ απλό, ότι δηλαδή, όπως αρρωστά το σώμα, έτσι γίνεται και με την ψυχή».

Πρώτα όμως συμπάσχει ο ίδιος ο συγγραφέας. Άλλωστε, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μάς ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να ταυτοποιήσει τα λείψανα όσων ασθενών του Ψυχιατρείου σκοτώθηκαν κατά τον βομβαρδισμό του Ιδρύματος από την τουρκική αεροπορία το 1974 ήταν το γεγονός που κινητοποίησε τον στοχασμό του καθώς μια σειρά προβληματισμών αναδύθηκαν από την απόφαση αυτή. Ποια θα ήταν η αντίδραση των συγγενών των ανθρώπων αυτών ύστερα από τόσα χρόνια; Θα ήθελαν και εν τέλει θα βοηθούσαν να γίνει αυτή η ταυτοποίηση;

Αυτό όμως που κάνει εξαιρετικά ευρηματική την αφήγηση είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας μέσα από τη συνθήκη ενός έρωτα κατασκεύασε έναν τρόπο με τον οποίο η οπτική γωνία της αφήγησης είναι μέσα από το ίδιο το ψυχιατρικό ίδρυμα. Νομίζω σπάνια έχουμε μια τέτοια αφήγηση και αυτό είναι το σημείο του βιβλίου που εκτινάσσει τη λογοτεχνική του αξία, καθώς αυτή η συγγραφική επινόηση επιτρέπει να αντικρίσει ο αναγνώστης τον ουσιαστικό πυρήνα τόσο του εγκλεισμού σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και της μορφής που έχει μια κοινωνία που χρονικά απέχει σχεδόν μισό αιώνα από το σήμερα και πολλά πράγματα πρέπει να έχουν αλλάξει από τότε.

Έτσι το ίδρυμα γίνεται η μικρογραφία μιας έγκλειστης κοινωνίας όπου διαφαίνεται όλη η ανθρωπογεωγραφία της εποχής, οι αξίες της, το καλό και το κακό, η αυτοπροσφορά, η αφοσίωση, η δύναμη της συλλογικότητας να μεταβάλλει τα δεδομένα, η δύναμη της τέχνης, η ανάγκη για προστασία και η άρνησή της, το παράλογο και τα όριά του, ο φόβος, ο έρωτας, ο πόλεμος αλλά και ο θάνατος.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με μια εξαιρετική γλωσσική αγωγή, που μεταφέρει με επιτυχία την κυπριακή ατμόσφαιρα. Είναι ένα ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, με βαθιές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Σίγουρα ένα αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα για όλους όσοι τολμούν να σταθούν μπροστά στο παρελθόν τελικά και να το κοιτάξουν κατάματα ανακαλύπτοντας εντός του και τις προσωπικές τους ευθύνες.

Διαβάστε επίσης:

Αθαλάσσα: Ένα βιβλίο για τη ζωή στο ομώνυμο ψυχιατρείο από τον Κώστα Λυμπουρή