Τα θέματα που πραγματεύεται ο Σαμ Σέπαρντ διαθέτουν, αναμφίβολα, ένα ειδικό βάρος, στον βαθμό που απηχούν μια γνώση γύρω από θεμελιώδη είδη γραφής, όπως η Τραγωδία ή το Παράλογο και, ίσως, και μια έγνοια για το πώς πολλά από τα στοιχεία αυτών των ειδών (μορφολογικά, αισθητικά και άλλα) μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα δικό του ιδίωμα γραφής.
Παρόλα αυτά, από μια εν συνόλω θεώρηση των πονημάτων του, παρατηρείται, συχνά, μια έλλειψη συνοχής ανάμεσα στην απλή αναγνωστική προσέγγισή τους και τους τρόπους με τους οποίους παρασταίνονται επί σκηνής, απότοκη του γεγονότος ότι στον θεατρικό του λόγο συμπαρασύρει χαρακτηριστικά από ποικίλες κουλτούρες (προφορικότητας, εντοπιότητας, αισθητικής κινηματογραφικού σεναρίου κ.λπ.) που, αναλόγως της εκάστοτε οπτικής γωνίας, προσλαμβάνονται και κατανοούνται διαφορετικά.
Σε κάθε περίπτωση, εάν υπάρχει ένας ισχυρός συνεκτικός δεσμός μεταξύ των συστατικών της γραφής του αυτός δεν είναι άλλος από μια ποιητικότητα, και μάλιστα διττή: μια εξωτερική, περισσότερο εμφανής στους έμπλεους λυρικότητας μονολόγους του, και μια υπόγεια που εκδηλώνεται μέσω συμβόλων. Και ένα από τα πλέον συνήθη σύμβολά του είναι και το τοπίο της αμερικάνικης Δύσης που παραπέμπει στην ψυχική ερήμωση των αντιηρώων του, την οποία φροντίζει να αντισταθμίζει με αιχμηρούς διαλόγους και νευρωτικές δραματικές συγκρούσεις.
Ο Σέπαρντ ανήκει στη χορεία των συγγραφέων της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, όπως ο Ευγένιος Ο’Νηλ, ο Τένεσι Ουΐλιαμς, ο Άρθουρ Μίλλερ, ο Ντέιβιντ Μάμετ και ο Έντουαρντ Άλμπι που επιχείρησαν να ασκήσουν οξεία κριτική, αν όχι να αποδομήσουν, το «αμερικάνικο όνειρο». Οι αντιήρωές του, χαμένοι σε μια περιπλάνηση ζωής, κρύβουν μέσα τους βαθιές πληγές και ανομολόγητα πάθη, την ίδια στιγμή που επιδιώκουν απελπισμένα το ξόρκισμα της υπαρξιακής μοναξιάς τους. Επιπλέον, ο συγγραφέας τοποθετεί στο επίκεντρο των έργων του τις έμφυλες ταυτότητες, μια αμφισβήτηση του ανδροκρατούμενου, επί της ουσίας καταπιεσμένου, κόσμου της άγριας Δύσης, καθώς και το ζήτημα της πατριαρχίας. Έχει δε διατυπωθεί και η ερμηνεία ότι τα βουκολικά, αγροτικά περιβάλλοντα των έργων του δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύμβολο της γυναικείας φύσης που περιμένει να υποταχτεί, να εξημερωθεί, αν όχι και να αλωθεί, από το άλλο φύλο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο έργο του «Οι ερωτευμένοι» (τίτλος πρωτότυπου «Fool for Love») ο Σέπαρντ φαίνεται να τοποθετεί στο προσκήνιο πιο δυναμικά και με ισότιμους όρους την παρουσία της γυναίκας, εστιάζοντας αυτή τη φορά στην εξαρτητική, και συνάμα συγκρουσιακή, σχέση δύο εραστών την οποία ορίζουν ένοχα μυστικά. Είναι πρόδηλη η ανάγκη του Αμερικανού συγγραφέα να στρέψει το βλέμμα σε μεγέθη που αντλούνται μέσα από τη κινστέρνα της Τραγωδίας, μόνο που εδώ το κυρίαρχο θέμα δεν προχωρά παραπέρα από το κοινό και καθημερινό, παρά, βέβαια, τα γνώριμα επιχρίσματα ποιητικού οίστρου και τις πινελιές μεταφυσικής.
Σε μια αρκούντως δηλωτική σκηνογραφική δημιουργία (Ζωή Φαμέλη), που δημιουργεί γέφυρες ανάμεσα στην εγκατάλειψη και την οσμή παρακμής που εκπέμπει του τοπίο του έργου και σε αυτές καθαυτές τις ζωές των αντιηρώων του Σέπαρντ, οι σχέσεις των προσώπων στην παράσταση του Bios λαμβάνουν χώρα με όρους σπασμωδικότητας, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η υπόγεια βραδύκαυστη ουσία που τις διατρέχει, και η οποία, σε άλλη περίπτωση, θα αναδιαμόρφωνε δραστικά τον σκηνικό χρόνο, αλλάζοντας την εν γένει πρόσληψη των σκηνικών τεκταινομένων. Δεν αρκούν λίγες νότες από ένα μπάντζο ή ηλεκτρική κιθάρα και οι ομολογουμένως ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Στέλλα Καλτσού) προκειμένου να υπογραμμιστεί ως ψυχολογική ατμόσφαιρα αυτό που λείπει «ηχηρά» από τη χημεία της επαφής, το άπλωμα των εκφραστικών μέσων, τις εντάσεις των κρεσέντων και τις αποσυμπιέσεις προς πιο εσωτερικές καταστάσεις.
Παρόλα αυτά, δεν λείπουν και κάποιες αξιοσημείωτες ερμηνευτικές πτυχές: η βασανιστική συναισθηματική διελκυστίνδα που κατατρύχει την Μέι αποδίδεται, σε κομβικές στιγμές, από την Μελία Κράιλινγκ με τρόπο, κατά το δυνατόν, συμπυκνωμένο, ενώ από τον Έντι του Παναγιώτη Γαβρέλα είναι εφικτό, ως ένα βαθμό, να διαφανούν οι ευάλωτες πλευρές της αρρενωπότητας των ανδρών της αμερικάνικης Δύσης. Ο ηλικιωμένος του Δημήτρη Καραβιώτη προσπαθεί να κρατήσει τις αποστάσεις από τα δύο κεντρικά πρόσωπα, ωσάν μια μακρινή ηχώ του Χορού της τραγωδίας, ωστόσο, η φαντασιακή υπόσταση του προσώπου φαίνεται να καταβροχθίζει τη δραματουργική δυναμική του. Τέλος, ο Μάρτιν του Νίκου Βατικιώτη μετατρέπεται σε ένα καθαρό πεδίο προβολής του βαθύτερου δράματος που συνδέει τα τρία άλλα πρόσωπα, σε έναν τρίτο, μέσω του οποίου ζυγίζεται το ανεξήγητο του παραλόγου της ίδιας της ζωής.
Διαβάστε επίσης:
Οι Ερωτευμένοι, του Σαμ Σέπαρντ σε σκηνοθεσία Έλενας Πέγκα στο Bios