Κριτική Θεάτρου από την Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Παρακολούθησα το Τρίτο Στεφάνι λίγο πριν το δεύτερο lockdown και έγραψα την κριτική μου ευχόμενη τα θέατρα – που τόσο σκληρά πάλεψαν να μην κλείσουν – να παραμείνουν ανοιχτά. Η ευχή μπορεί να μην έπιασε, όμως οι Θεατρικές Σκηνές δίνουν την ευκαιρία στο κοινό στις 5 και 6 Δεκεμβρίου να παρακολουθήσει σε online streaming την επιτυχημένη παράσταση.

Μεστή, απαλλαγμένη από σκηνοθετικές ή αφηγηματικές αμετροέπειες η παράσταση του Παλλάς κέρδισε επάξια το χειροκρότημα των λίγων -λόγω Covid- θεατών. Ο χρονικός περιορισμός στη διάρκεια του έργου, αφού το διάλειμμα απαγορεύθηκε, μάλλον λειτούργησε θετικά.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή με όχημα τη ζωή δύο γυναικών, της Εκάβης και της Νίνας, διατρέχει ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Δεν πρόκειται για στείρο ηθογράφημα αλλά για ένα έργο που ρίχνοντας τον προβολέα στο άτομο, φωτίζει την κοινωνία των καίριων εκείνων ιστορικών στιγμών. Οι πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις και τα απότοκα των πολέμων που ταλάνιζαν την Ελλάδα ενσωματώνονται στο έργο του κοσμογυρισμένου συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιώντας πολλούς όρους της αγγλόφωνης πεζογραφίας, φτιάχνει ένα μυθιστόρημα με ελληνική πνοή και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θέματα όπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η ομοφυλοφιλία, η απιστία, η φτώχεια, ο πόλεμος κ.ά. σχολιάζονται από τον συγγραφέα με οξυδερκές χιούμορ χωρίς να προκαλούν δυσφορία. Ασφαλώς στο έργο επικρατούν οι αναδρομές στο παρελθόν και το μοντάζ.

Η ΔΙΑΣΚΕΥΗ

Η διασκευή των Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και Νίκου Μανουσάκη απέφυγε τα εκτενή αφηγηματικά μέρη που υπονομεύουν τη δράση και ισορρόπησε άρτια την πράξη με τον λόγο. Οι δύο πρωταγωνίστριες πετύχαιναν τις μεταβάσεις μεταξύ παρόντος – παρελθόντος μέσω των ατομικών τους σχάσεων καθώς την ώρα που αφηγούνταν απορροφούνταν από τη δραματοποίηση του τότε.

Το νέο κείμενο δρασκελίζοντας πάνω στη ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος, διατήρησε τα κομβικά γεγονότα και τις κρίσιμες συγκρούσεις, θυσιάζοντας ενίοτε τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων με αποτέλεσμα συχνά τα επίπεδα των διαπροσωπικών σχέσεων να αποδίδονται επιγραμματικά. Καταληκτικά, η σύμπτυξη του βιβλίου έδωσε ένα αυτεξούσιο θεατρικό κείμενο κοντά στη γάργαρη γλώσσα και το ύφος του Ταχτσή, το οποίο αν και με χαλαρούς δεσμούς ανάμεσα σε αίτιο και αιτιατό, μπόρεσε μέσα σε δυόμιση περίπου ώρες να εισαγάγει τον θεατή στο σύμπαν του συγγραφέα.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με βοηθό την θεατρολόγο Χριστίνα Ματθαίου έφτιαξε μια παράσταση συνόλου που δίχως σκηνοθετικούς ακκισμούς κυλά γοργά και δεμένα σε ένα φόντο γεμάτο μικροπράγματα και πολυεπίπεδες σκηνικές κατασκευές. Τα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας αποτυπώνονται στο «φασαριόζικο» σκηνικό του Πάρη Μέξη με τους ηθοποιούς να κινούνται δίχως εμφανή δυσκολία μεταξύ των επιπέδων και των σκαλοπατιών (θυμήθηκα τη λιτή σκηνογραφία της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου για το Τρίτο Στεφάνι του 2009, αλλά και του Γιώργου Πάτσα το 2016, οπότε εξ αρχής με το άνοιγμα της αυλαίας δηλώθηκε ότι η τωρινή παράσταση έχει να προσκομίσει κάτι διαφορετικό).

Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ταίριαξαν έξοχα στη γενική εικόνα – μόνο ερωτηματικό το υπέροχο, κίτρινο, λαμπερό φόρεμα της Μ. Κίτσου. Ως ενδυματολογική κορώνα συχνά έκλεβε την ματιά του θεατή και δημιουργούσε ανισότητες σε ένα κατά τα άλλα ομοιόμορφο σύνολο.

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Όπου χρειαζόταν εύθραυστη, εκεί που έπρεπε δυναμική και πάντα υπηρετώντας τις επιταγές του κειμένου η Μαρία Κίτσου αν και δεν έφερε κάτι από ταλαιπωρημένη Νίνα αφού έλαμπε μέσα στο μεταξωτό φουστάνι της, ελίχθηκε καταπληκτικά ανάμεσα στις απαραίτητες συναισθηματικές εναλλαγές.

Η Μαρία Καβογιάννη ανεπιτήδευτα άμεση και απόλυτα συμπαθής έπλασε μια Εκάβη περισσότερο θύμα και με μικρό μερίδιο ευθύνης στα δεινά της ζωής. Το κοινό συμπάσχει με την Εκάβη και δύσκολα την ψέγει.  Παράδειγμα, η σχέση της με τον Δημήτρη (Τάσος Λέκκας)· στη σκηνή που εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρά του ενώ εκείνος βρίσκεται με την αγαπημένη του, η Εκάβη ξυλοφορτώνεται από τον γιο της. Ο θεατής παίρνει το μέρος της μητέρας αφού ο λόγος που μπήκε μέσα στο δωμάτιο δεν είναι ευκρινής. Κατ’ επέκταση το οιδιπόδειο ανάμεσα σε Εκάβη και Δημήτρη παρουσιάζεται άτονο, το ίδιο και η σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά η οποία έχει κενά και δε φέρει τα απαραίτητα «δικαιολογητικά».

Στο ρόλο της Ελένης η Ελίζα Σκολίδη θυμίζει αρκετά την τηλεοπτική παρουσία της Τάνιας Τρύπη στον ίδιο ρόλο, ωστόσο καταφέρνει να ξεχωρίσει δίνοντας μία από τις καλύτερες και πιο στέρεες ερμηνείες της παράστασης.

Αξιοσημείωτες οι παρουσίες των Κώστα Ανταλόπουλου, Δημήτρη Καραβιώτη και Μενέλαου Χαζαράκη. Συγκινητικός ο Γιώργος Ψυχογυιός στην προσπάθειά του να συμβάλει στον αγώνα για απελευθέρωση, εύστοχος στα κωμικά σημεία της σκηνής τού δικαστηρίου ο πάντα συνεπής Στάθης Μαντζώρος. Ο Γιώργος Μακρής και η Ορνέλα Λούτη ανταποκρίθηκαν άψογα στους ρόλους τους, όπως ακριβώς η Αλεξάνδρα Παντελάκη και ο Τάσος Λέκκας. Η Καλλιρρόη Μυριαγκού και η Συρμώ Κεκέ άφησαν το δικό τους στίγμα πάνω στους ρόλους. Συγχρόνως οι Ειρήνη Βαλατσού, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Επιθυμιάδη, Δημήτρης Μανδρινός, Γιώργος Νούσης και Ελευθερία Παγκάλου έπλεξαν έναν πολύ γερό ιστό για να πλαισιωθεί άρτια η παράσταση.

ΜΟΥΣΙΚΗ – ΚΙΝΗΣΗ – ΦΩΤΙΣΜΟΙ

Η Κική Μπάκα που επιμελήθηκε το κινησιολογικό κομμάτι σίγουρα επωμίστηκε δύσκολο έργο αφού τόσο το μέγεθος της σκηνής όσο και το σκηνικό απαιτούσαν ιδιαίτερους χειρισμούς. Παρ’ όλα αυτά αντεπεξήλθε άριστα φτιάχνοντας την κίνηση ενός καλοκουρδισμένου εικοσαμελούς θιάσου, τη μουσική διδασκαλία του οποίου επιμελήθηκε η Μαρία Γράμψα. Ο Μίνως Μάτσας έντυσε με την κατάλληλη μουσική τους στίχους της Σοφίας Καψούρου που ακολουθούν τους μαιάνδρους της ιστορίας και το πνεύμα του έργου: «Αν αγαπάς το στρόβιλο, αυτό είν’ ευτυχία», τραγουδούν οι ηθοποιοί. Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου δημιούργησαν στο σύνολό τους ένα φωτιστικό περιβάλλον πολύ δουλεμένο και συμβατό με τις τακτικές συναισθηματικές διακυμάνσεις.

ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ ΤΟ «ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ»;

Για λόγους που εξηγώ παρακάτω, είχα ενδοιασμούς στην επιλογή του έργου για το συγκεκριμένο θέατρο. Ήλπιζα όμως εφόσον αποφασίστηκε το ανέβασμά του να δω ένα Στεφάνι αναβαπτισμένο, μια σκηνοθεσία που βασισμένη σε ένα σπουδαίο κείμενο προτείνει νέες φόρμες παράστασής του. Παράδειγμα η Γκόλφω του Ν. Καραθάνου που μπόρεσε να ανασκευάσει τους όρους του μελοδράματος και της ηθογραφίας υποδεικνύοντας νέα καλλιτεχνικά μονοπάτια. Θα ήθελα, όταν ο θεατής βγαίνει από το θέατρο να μπαίνει σε διαδικασία επαναπροσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας έχοντας χαρεί νέες δραματουργικές και σκηνοθετικές γραμμές, πράγμα που έως έναν μικρό βαθμό επετεύχθη. Τις εντυπώσεις όμως κερδίζει η τρυφερή, νοσταλγική σκηνοθετική ματιά (μην ξεχνάμε πως ο Κ. Μαρκουλάκης είχε ενσαρκώσει τον Δημήτρη στο τηλεοπτικό Τρίτο Στεφάνι σε σκην. Γ. Δαλιανίδη) που οδηγεί την παράσταση στο δρόμο του καλού, του πολύ καλού, θεάτρου.

Ένα εμπορικό μυθιστόρημα με δύο έξοχες πρωταγωνίστριες, στημένο από έναν δημοφιλή σκηνοθέτη σε ένα ιστορικό θέατρο, έχοντας από πίσω μια αξιόλογη εταιρεία παραγωγής. Το Τρίτο Στεφάνι, μεταξύ μας, δεν είχε πολλά περιθώρια αποτυχίας. Ήταν ασφαλής επιλογή, σίγουρη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: στην Ελλάδα του 2020 που βλέπει τον κοινωνικό της ιστό να μεταλλάσσεται, που βλέπει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα να καταστρατηγούνται βάναυσα στο όνομα μιας αρρώστιας, που βλέπει το δημόσιο χρήμα να καταχράται αήθως με το πρόσχημα βελτιωτικών αλλαγών, αυτή την ώρα λοιπόν, σε αυτήν την εποχή, η πιο προσήκουσα ρεπερτοριακή επιλογή για το Παλλάς ήταν το Τρίτο Στεφάνι;

Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ

Αναπάντεχα, έλαβα μόλις τώρα την απάντηση από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (!) που στέλνει σε όλους προειδοποιητικά μηνύματα με τον χαρακτηριστικό διαπεραστικό της ήχο. Διαβάζω στο κινητό μου: «Συναγερμός COVID-19. Περιορισμός κυκλοφορίας, μετακινούμαστε μόνο με SMS για εξυπηρέτηση απαραίτητων αναγκών. Μένουμε στο σπίτι, μένουμε ασφαλείς».

Το Τρίτο Στεφάνι είναι το σήμερα· αυτό το έργο που δε θέλει να μιλήσει για τους πολέμους που έζησε η Ελλάδα, αλλά για το πώς τους αντιμετώπισαν οι Έλληνες. Αν το δούμε θα καταλάβουμε γιατί σαν λαός λειτουργούμε όπως λειτουργούμε, αλλά κυρίως θα συνειδητοποιήσουμε τι ζούμε σήμερα. Γιατί μπορεί να μην έχουμε πόλεμο, ζούμε όμως κάτι από εμπόλεμη κατάσταση.

Ίσως λοιπόν για να μείνω ασφαλής δεν θα πρέπει να μείνω στο σπίτι. Αλλά να πάω στο θέατρο και να μάθω. Γιατί τελικά το Τρίτο Στεφάνι δεν είναι τόσο ατυχής επιλογή… Ειρήσθω εν παρόδω, το Παλλάς είχε λάβει υποδειγματικά όλα τα μέτρα προστασίας για τον Covid. Λίγο μετά, έκλεισε.


Διαβάστε επίσης:

Το «Τρίτο Στεφάνι» από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη σε online streaming