Τη σκηνοθεσία, τη διασκευή και την απόδοση των δύο έργων σε μία ενιαία παράσταση υλοποίησε ο ταλαντούχος Κωνσταντίνος Χατζής. Την παραγωγή έκανε η ομάδα Χρώμα μαζί με τη Νέα Σκηνή. Η «συνύπαρξη» αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη και απαιτεί αίσθηση του σαιξπηρικού προβληματισμού και συνολικά τη γνώση του έργου του ελισαβετιανού ποιητή. Γιατί ο Κ. Χατζής σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα οφείλει να συνδυάσει την ποιητική στόφα με την οπτικοποίηση των εικόνων, οι οποίες ιχνογραφούν με δόκιμο τρόπο, την τεράστια ποικιλία των ηρώων και τις υπαρξιακές τους αναζητήσεις.

Η εμβάθυνση σε βαθιά φιλοσοφικά και πολιτικά θέματα είναι ένα ρίσκο, αλλά το αποτέλεσμα δικαιώνει τις προθέσεις των συντελεστών, αφού ο θεατής συμμετέχει στην «πράξη». Το θέμα – κοινός τόπος -, είναι η εξουσία και πως αυτή διαφθείρει και το λαό και αυτούς που την ασκούν, σε ένα ανελέητο και αδιάλειπτο συνωμοσιακό παιχνίδι.

Στον Κοριολανό – τελευταία τραγωδία , γράφτηκε το 1606 – 1607 -, η λαϊκή εξουσία χρησιμοποιεί τα μέσα και τη δύναμή της για να βγάλει από τη μέση έναν γενναίο στρατηγό / εκκολαπτόμενο τύραννο.

Στον Ιούλιο Καίσαρα – γράφτηκε τέλος του 1598 -, συναντάμε τη δολοφονία του χαρισματικού ηγέτη από τους αριστοκρατικούς, για να αποτρέψουν τη στέψη του ως αυτοκράτορα.

Και στις δύο περιπτώσεις η συνωμοσία αποτελεί την κινητήρια δύναμη που δομεί τη δράση και υφαίνει την πλοκή με το ζωηρό / έντονο λόγο των ηρώων και τις ιδιόμορφες ψυχικές τους κυκλοθυμίες. Διαχρονικό θέμα ο πυρήνας των δύο τραγωδιών, καθώς η πολιτική / κοινωνική διάβρωση και η διαφθορά δεν είναι διαφορετικές σήμερα, απλώς η χρήση των μηχανισμών έχει αλλάξει, όπως και οι αντίστοιχες δομές.

Τον Γάιο Μάρκιο Κοριολανό υποδύεται ο Γιώργος Παπαπαύλου με ένα τρόπο που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως αποκάλυψη. Φανερώνει την τραγικότητα και την αλαζονεία του Ρωμαίου πολεμιστή αριστοτεχνικά, μεταδίδει σαφώς την απέχθειά του για το λαό, την εξάρτηση από την μητέρα και την άγνοιά του από πολιτικές ίντριγκες. Η σκηνική του παρουσία πληθωρική, ακριβής, εστιασμένη στο κέντρο μιας αυταρχικής προσωπικότητας, ελλειμματικής. Ωστόσο αποδίδει σωστά και την ασυμβίβαστη, ακαδημαϊκού χαρακτήρα πλευρά του και την καθαρότητα της προσωπικής ιδεολογίας του. Ένας «κόντρα» ρόλος για τον Γ. Παπαπαύλου, γιατί ο Κοριολανός δεν είναι ένα άτομο απλό / ταπεινό, αλλά μία πολύπλοκη ανθρώπινη περίπτωση με τα όνειρα και τις θανάσιμες αντιστάσεις του.

Κωνσταντίνα Τάκαλου (Βολούμνια), Ηλέκτρα Νικολούζου (Κάσκας), Νικόλας Χανακούλας (Μενένιος) και Βασίλης Τσιγκριστάρης (Αουφίδιος), διακρίνονται για τις ερμηνείες τους, ενισχύοντας με την εύπλαστη τεχνική τους την «ποιητική» της παράστασης.

Δύσκολο και σκληρό έργο, με εμφύλιες διαμάχες, προδοσίες, φράξιες, εκμετάλλευση και ιδιοτελείς στόχους χειραγωγημένων λαϊκών μαζών ή ισχυρών κοινωνικοπολιτικά ομάδων που ανάλογα με τις περιστάσεις καπηλεύονται βασικές έννοιες και θεσμούς. Η πίστη στο καλό της πατρίδας ή η αγάπη για τη δημοκρατία γίνονται τα θύματα στο βωμό της κάθε φιλοδοξίας για προσωπική ικανοποίηση / προβολή και σφετερισμό εξουσίας. Έτσι δημιουργούνται βίαια περιβάλλοντα, αντιθέσεις, αντιφάσεις, ανορθόδοξες ενώσεις και συμφωνίες πολιτικών δυνάμεων.

Η αμιγώς πολιτική τραγωδία «Ιούλιος Καίσαρας», μας μεταφέρει στη Ρώμη του 44 πχ, σε κλίμα θριαμβευτικό, με το λαό να ετοιμάζεται για τη στέψη του νικητή Καίσαρα, ως αυτοκράτορα. Βρούτος και Κάσσιος οργανώνουν τη δολοφονία του για να σταματήσουν την άνοδό του στο απολυταρχικό αξίωμα. Αποποιούμενοι τον όρο «έγκλημα», πιστεύουν στη χρησιμότητα της πράξης τους, πάντα για το καλό της πατρίδας. Στο παιχνίδι μπαίνει και ο λαός που άγεται και φέρεται, ανάλογα με τους αδίστακτους δημαγωγούς που τον χειραγωγούν «ανεπαισθήτως». Γίνεται λόγος για τη διαπλοκή στο πολιτικό στερέωμα της Ρώμης, αναλύονται έννοιες, όπως η ακεραιότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη, η διαφάνεια και τα αντίθετά τους.

Γάιος Κάσσιος είναι η υποκριτικά συνετή Κωνσταντίνα Τάκαλου. Η Αγλαΐα Παππά παίζει τον Μάρκο Αντώνιο, με μέτρο, ψυχραιμία και τις απαραίτητες κορυφώσεις. Τον Ιούλιο Καίσαρα με την ελάχιστη παρουσία στη σκηνή, υποδύεται σωστά ο Γιάννης Χαριτοδιπλωμένος.

Η Σοφία Φιλιππίδου ενσαρκώνει δυναμικά τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, το Ρωμαίο συγκλητικό με την οικογενειακή αντιμοναρχική παράδοση. Πάνω σε μία βάση εναλλασσόμενης δραματικότητας, ξεδιπλώνει με συνείδηση, εκείνες τις πτυχές του χαρακτήρα που δείχνουν τις ψυχικές μεταπτώσεις του μέχρι να φτάσει στην απόφαση της συμμετοχής στο φόνο του λαοφιλούς Καίσαρα και αργότερα στο αμετάκλητο της αυτοκτονίας του.

«Τώρα μπορείς να ηρεμήσεις Καίσαρα, με τόση προθυμία δεν σκότωσα ούτε εσένα», σημειώνει ο Βρούτος

Έντονα εικονοποιείται η κοινωνικοπολιτική αναταραχή με τις επώδυνες συνέπειές της, τον εμφύλιο, τις εξεγέρσεις, τη συκοφαντία και τις δολοπλοκίες, στοιχεία συνηθισμένα που ακολουθούν τις συνωμοσίες και τα ταπεινά τους ελατήρια. Σε αυτήν την κολασμένη ατμόσφαιρα, με εκφραστική πυγμή και πληρότητα, η Σοφία Φιλιππίδου αναδεικνύει το «διαταραγμένο» ψυχισμό του Βρούτου και τις εσωτερικές βίαιες συναισθηματικές συγκρούσεις που βιώνει για τον Καίσαρα. Αυτό το πεδίο με τα αμφιταλαντευόμενα αισθήματά του, εκμεταλλεύτηκε ο Κάσσιος και τον έκανε συνένοχό του.

Το δίλημμα του Βρούτου, εφιαλτικό και το εκτόπισμά του τεράστιο. Από τη μία το μίσος για τον επικείμενο τύραννο και από την άλλη η ευγνωμοσύνη για τον ευεργέτη του, δεν αφήνουν περιθώρια άλλης οπτικής. Σε ένα τόσο μίνιμαλ σκηνικό που σίγουρα επιτείνει τη «σκληρή» και ώριμη υποκριτική υπόκρουση, η ηρωίδα φέρνει το ρόλο στα μέτρα της. Το κοινό απολαμβάνει την εξελισσόμενη ροή με μία μέθεξη που μόνο η συγκεκριμένη σπουδαία ερμηνεύτρια μπορεί να προσφέρει.

Οι Κοριολανός και Βρούτος, ιδιόμορφοι οραματιστές, γίνονται πρόσωπα τραγικά, μένοντας ακραιφνώς πιστά στη φιλοσοφία ζωής που πρεσβεύουν. Υποστηρίζουν ο καθένας από την πλευρά του έναν ιδεαλιστικό τρόπο πολιτικής έκφρασης, κινούμενοι μέσα στα όρια μιας εξιδανικευμένης ουτοπίας που μόνο καταστροφή μπορεί να φέρει.

Η διανομή των ηθοποιών και στα δύο έργα αξιόλογη. Ανδριανός Γκάτσος, Σπύρος Δούρος, Άρης Ντελία και Λυδία Σγουράκη, εύστοχοι και επιδέξιοι, μεγιστοποιούν το φιλόδοξο τόλμημα.

Την επιμέλεια κίνησης και τη χορογραφία, επιμελήθηκε επαρκώς η Χριστίνα Βασιλοπούλου, την ενδυματολογία φρόντισε η Miranda Dempsey, τα σκηνικά η Λία Ασβεστά και με τη μουσική σύνθεση / τραγούδι ασχολήθηκε ο Αλέξανδρος Μέντης.

Παρά τις όποιες ενστάσεις που πάντα θα γεννά η κάθε διασκευή / επαφή με το σαιξπηρικό λόγο, ο σκηνοθέτης με αβανταδόρικο τρόπο παράγει θεατρικό προϊόν, αντάξιο της ενέργειας, του πάθους και της χαράς της δημιουργίας που διέθεσαν όλοι οι συντελεστές. Έγινε σωστή διαχείριση του υλικού, έτσι ώστε να φανεί ο βασικός προσανατολισμός του μεγάλου δραματουργού, να αναδειχθεί δηλαδή η τραγική μοίρα της θνητότητας του ανθρώπου, μέσα σε ένα αμείλικτο χρονικό προτσές. Η ανθρώπινη μονάδα χρεωμένη με τα πάθη και τα λάθη της, ανυπεράσπιστη, ζει αιώνες τώρα, μέσα σε ένα κόσμο ανάλγητο. Ένα κόσμο που μεθοδικά επιθυμεί να αλώσει κάθε μορφή ελευθερίας και δικαιοσύνης.


Διαβάστε επίσης:

Κοριολανός και Ιούλιος Καίσαρας, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων