Πολύ συχνά η νέα δραματουργική παραγωγή στην Ελλάδα, εστιάζει στην κοινωνική επικαιρότητα και αναδεικνύει με λεπτές αποχρώσεις, προβληματισμούς και κριτική επί των καυτών αυτών ζητημάτων.

Ένας τέτοιος ήταν ο στόχος του Εθνικού Θεάτρου, όταν πέρυσι, επέλεξε να ανεβάσει το «Κέικ», νέο έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, με το οποίο επιδιώκει να κριτικάρει μέσω ενός απόλυτα καθημερινού γεγονότος την ξενοφοβία και τον στρουθοκαμηλισμό που κατοικεί σε πολλά αθηναϊκά σπιτικά.

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι ένας πολυγραφότατος βραβευμένος συγγραφέας  και ηθοποιός, ο οποίος μέσα από τα έργα του περιγράφει τις κοινωνικές τάσεις άλλοτε με ρεαλιστικές απεικονίσεις και άλλοτε πιο συμβολιστικά και αλληγορικά.

Ο διαχειριστής μίας μεσοαστικής πολυκατοικίας την ημέρα που περιμένει την κόρη του από την Αγγλία, καλείται να αντιμετωπίσει ένα συνηθισμένο κατά τα άλλα περιστατικό, το οποίο ταράζει τους ενοίκους και απαιτούν να βρεθεί μία λύση. Κάποιος πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι του με αποτέλεσμα να γεμίζει το πεζοδρόμιο με αφόρητη βρωμιά. Οι τρεις ύποπτοι είναι άνθρωποι με δικά τους προβλήματα ψυχολογικά και όχι μόνο, με αποτέλεσμα η ασήμαντη αυτή αφορμή να τους ωθήσει να τα εκδηλώσουν καταστροφικά, ξεσπώντας και κατηγορώντας ο ένας τον άλλον. Μετά τις τραγικές διαφωνίες και μέσα από μία εποικοδομητική απολογία, ένα φρεσκοψημένο κέικ θα βοηθήσει ώστε τα πνεύματα θα κατευναστούν και να υπάρξει μία υποτυπώδης συμφιλίωση.

Το κείμενο περιέχει ενδιαφέρουσες νησίδες οξύτατης κοινωνικής κριτικής, μα φαντάζει ωστόσο κοινότυπο κάποιες στιγμές. Πρόκειται για παράσταση που έχει πολλά να πει, χωρίς όμως η πλοκή να εντυπωσιάζει με τη δυναμική της. Ούτως ή άλλως όσο προχωρά η εποχή και τα θέματα που μας φλέγουν πολλαπλασιάζονται, τόσο πιο απαιτητικά γίνονται τα πράγματα ως προς την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή εν γένει.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης έστησε το «Κέικ» σκηνοθετικά με απλό τρόπο και μέσα, χρησιμοποιώντας και ένα σπιρτόζικο τρικ, ώστε να μυρίζει όλη η αίθουσα σαν το γλυκό που υποτίθεται ψηνόταν στο φούρνο. Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά ήταν αφαιρετικά, ενώ ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου. Χαριτωμένη η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου.

Το μεγάλο ατού της παραγωγής, είναι οι ηθοποιοί που επιτυγχάνουν ένα ωραίο αποτέλεσμα επί σκηνής. Η Μίνα Αδαμάκη αποτυπώνει την φαντασιόπληκτη ηρωίδα με έναν όμορφο εντελώς δικό της σουρεαλισμό, με τον οποίο το κοινό την έχει συνδέσει και αγαπήσει. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος είναι μεστός με σωστά ξεσπάσματα και έλεγχο των μέσων του. Ο Λαέρτης Μαλκότσης, αποδίδει άλλοτε με εσωστρέφεια και άλλοτε με δυναμισμό τον ιδιαίτερο ήρωά του, ενώ ο Μάξιμος Μουμούρης αν και με κάποια σπασμωδικότητα, πλάθει εύστοχα την ιδιάζουσα προσωπικότητα του νεαρού νευρικού ενοίκου.

Καθημερινά προβλήματα, δυσεπίλυτες κοινωνικές πληγές που αδυνατούν να χτυπηθούν στη ρίζα και ένα γλύκισμα που σιγοψήνεται ώστε την κατάλληλη στιγμή να καταναλωθεί κατευναστικά από τους μαινόμενους χαρακτήρες, είναι τα βασικά συστατικά του θεατρικού «Κέικ» της Αγίου Κωνσταντίνου.

Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει ξανά το «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, στηΣκηνή – «Νίκος Κούρκουλος». ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ