Γνωστός από το έργο του «Το κύμα» ο Κατσουσίκα Χοκουσάι αποτελεί έναν από τους λίγους σε εμάς γνωστούς καλλιτέχνες της Άπω Ανατολής. Τα έργα του, ευαίσθητα και ρέοντα, αντικατοπτρίζουν έναν καλλιτέχνη επίμονο, ευαίσθητο και φιλόδοξο, εργατικό αρκετά ώστε να παράγει τουλάχιστον 30.000 έργα κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Εμπνέοντας καλλιτέχνες όπως ο Μονέ, ο Βαν Γκονγκ και ο Μανέ είναι ένας καλλιτέχνης με μεγάλη επιρροή στα Ευρωπαϊκά ρεύματα του 18ου αιώνα, με έργα που εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα.

Τοκιταρό

Γεννήθηκε, πιθανότατα τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 1760 στο Έντο (σημερινό Τόκιο). Ήταν γιος του καθρεπτοποιού Νακαζίμα Ίσε ο οποίος πέθανε όταν ο Τοκιταρό, το όνομά του ως παιδί, ήταν ακόμα μικρός. Στην αρχή της ζωής του δούλεψε στην επιχείρηση του πατέρα του αλλά και σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο και δανειστική βιβλιοθήκη. Το ταλέντο και το πάθος του όμως για τη ζωγραφική φάνηκε ήδη από την ηλικία των 6 και στα 15 του μπήκε σε μία γνωστή σχολή καλών τεχνών. Εκεί ασχολήθηκε με την ξυλοχαρακτική, τεχνική που επηρέασε την ασχολία του αργότερα με την δημιουργία αφισών.

Σουνρό

Στα 18 του έγινε δεκτός το εργαστήρι του Κατσουκάουα Σουνσό ο οποίος ειδικευόταν στην χαρακτική τεχνική ουκίγιο-ε, ή αλλιώς «Εικόνων του Φθαρτού Κόσμου». Οι πίνακες που παράγονταν με αυτή τη τεχνική, είχαν τόσο θεματολογία, όσο και προορίζονταν, για άτομα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης που δεν μπορούσαν να αγοράσουν κανονικούς πίνακες. Παρουσίαζαν ηθοποιούς του δρόμου, καθημερινές εικόνες ή αθλητές σούμο. Είναι τότε που δημοσιοποιεί μία σειρά έργων με θέμα τους ηθοποιούς του θεάτρου καμπούκι και ξεκινά τη μακρά καλλιτεχνική του σταδιοδρομία.

Όπως ήταν συνηθισμένο στην εποχή, άλλαζε συχνά τα ονόματά του ανάλογα με τις διαφορετικές μορφές τέχνης στις οποίες εντρυφούσε, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχεδόν ένα όνομα για κάθε καλλιτεχνική περίοδο. Παρόλα αυτά, λέγεται πως άλλαξε τουλάχιστον 30 ονόματα, περισσότερα από πολλούς καλλιτέχνες της εποχής του. Λίγα χρόνια μετά την είσοδό του στο στούντιο αλλάζει το όνομά του σε Σουνρό, όνομα πολύ κοντά σε αυτό του δασκάλου του.

Ταουράιγια Σόρι και Κατσουσίκα Χοκουσάι

Το 1793 ο Σουνσό πεθαίνει και με την αποβολή του από τη σχολή Σουνσό, αρχίζει να μελετά έργα της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης και τα θέματά του αυξάνονται. Με την είσοδό του στη σχολή Ταουράιγια στρέφεται σε ιστορικά θέματα, τοπία ή εικονογραφήσεις βιβλίων και σχέδια παιδιών. Η μελέτες του τον κάνουν καλό στο ούκι-ε, δηλαδή ιστορικά θέματα με χρήση τεχνικών από τη δυτική ζωγραφική, ενώ μαθαίνει τη τεχνική σουριμόνο, δηλαδή μικρογραφική αναπαράσταση σημαντικών στιγμών με την τεχνοτροπία της τυπογραφίας.

Όταν αφήνει τη σχολή το 1800 και δίνει το όνομά Ταουράιγια Σόρι, που είχε υιοθετήσει εκεί, σε έναν μαθητευόμενό του, γίνεται για πρώτη φορά ανεξάρτητος καλλιτέχνης. Είναι τότε που αποκτά το όνομα με το οποίο θα παραμείνει γνωστός, Κατσουσίκα Χοκουσάι, το οποίο θα διατηρήσει μέχρι το 1811.

Αρχίζει να παράγει έναν μεγάλο αριθμό έργων. Από εικονογραφήσεις σε ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία και συλλογές, ερωτικά βιβλία και νουβέλες μέχρι πολλαπλά σουριμόνο, σχέδια και τυπογραφίες. Φημολογείται ως ένας καλλιτέχνης με σκηνική παρουσία αφού συχνά έκανε επιδείξεις της ζωγραφικής του τέχνης με εκκεντρικούς τρόπους και τεχνικές, όπως να ζωγραφίζει μπροστά σε κοινό σε χαρτιά 200 μέτρων χρησιμοποιώντας περίεργα αντικείμενα όπως πόδια κότας. Ανέλαβε τουλάχιστον 50 μαθητές κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Τάιτο και Ιίτσου

Το 1811 άλλαξε το όνομά του σε Τάιτο και ασχολήθηκε με τη σύνταξη ετεχόν δηλαδή εγχειριδίων ζωγραφικής ενώ δημιούργησε το Χοκουσάι Μάνγκα το 1814. Αυτή η τεχνική αφήγησης που είναι πλέον γνωστή ως σκέτο «Μάνγκα», αποτελείται από καρικατούρες και σχέδια σε μορφή βιβλίου κόμικ. Σήμερα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ιαπωνία φτάνοντας τα 168 δισεκατομμύρια Ιαπωνικά Γεν το 2020. Ο Χοκουσάι εξέδωσε 12 τεύχη όσο ήταν εν ζωή.

Το 1820 αλλάζει το όνομά του ξανά και, μέσω των επιδείξεων του σε μεγάλα φεστιβάλ στο Έντο αλλά και ενοποιόν του σογκούν (ο αρχιστράτηγος της Ιαπωνίας), η καριέρα του Χοκουσάι φτάνει στο απόγειο. Είναι η περίοδος που δημιουργεί την διασημότερη σειρά έργων του, γνωστή ως «Οι 36 Όψεις του Όρους Φούτζι». Ανάμεσα στα έργα βρίσκεται και «Το Κύμα». Δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίσει όσα τον ενθουσίαζαν, φιλοτεχνώντας έτσι και άλλες συλλογές όπως «Μια Περιήγηση στους Καταρράκτες των Επαρχιών» και «Ασυνήθιστη Θέα σε Περίφημες Γέφυρες στις Επαρχίες» καθώς και μία σειρά έργων με αναπαραστάσεις πουλιών και λουλουδιών. Ήταν λάτρης των φυσικών τοπίων της Ιαπωνίας τα οποία συνέχισε να ζωγραφίζει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1831 δημοσιεύει «100 Ιστορίες Φαντασμάτων». Έχοντας χτυπηθεί από κεραυνό, μία εμπειρία που άλλαξε την οπτική του για τη ζωή αλλά και την τέχνη, αλλάζει το όνομά του σε Ιίτσου, που σημαίνει «Ενός χρονών». Με τον τρόπο αυτό ήθελε να επιδείξει την μεταφορική του αναγέννηση. Το 1834 υπογράφει τα έργα του με το ψευδώνυμο «Ο Γέρος που είναι Τρελός για την Τέχνη». Έχοντας χάσει δύο συζύγους περνούσε τις μέρες του μοναχικά και ήρεμα στο στούντιο του. Μία φωτιά το 1839 κατέστρεψε τόσο το στούντιο όσο και πολλά έργα του. Τα χρόνια εκείνα, με την εμφάνιση νεότερων καλλιτεχνών, ο Χοκουσάι δεν ήταν πλέον τόσο διάσημος. Παρόλα αυτά δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει ακόμα και στην ηλικία των 87, ολοκληρώνοντας μία ακόμα συλλογή με τίτλο «Πάπιες στο Ρεύμα».

«Ας μου έδινε ο ουρανός ακόμα πέντε ή δέκα χρόνια για να μπορέσω να γίνω πραγματικός ζωγράφος» είπε αυτή η ανθρώπινη ιδιοφυία λίγο πριν πεθάνει στις 10 Μαΐου του 1849.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: thedolphingallery.com