Αν το ιστορικό μυθιστόρημα έχει κάποια αξία στις μέρες μας δεν είναι επειδή καταγράφει τα γεγονότα που σημάδεψαν τον κόσμο μια δεδομένη στιγμή αλλάζοντας την πορεία του—αυτή η καταγραφή είναι δουλειά του ιστορικού άλλωστε—αλλά επειδή γίνεται η συστηματική προσπάθεια αναζωπύρωσης εκ μέρους του συγγραφέα του πάθους που δημιούργησε αυτά τα γεγονότα, η ανασύνθεση των αιτιών της δημιουργίας τους,  η παρακολούθηση του μυστηρίου που τα περιβάλλει και των αιτιατών που επιφέρουν.

Στο νέο της μυθιστόρημα η Θάλεια Κουνούνη κάνει ακριβώς αυτό. Αγωνιά μπροστά στα λάθη των νέων κοινωνιών και θέλει να σιγουρευτεί ότι οι επόμενες γενιές θα μάθουν για να μπορέσουν έτσι να αναχαιτίσουν την επερχόμενη φρίκη. Έτσι λοιπόν, στήνει, εκ νέου, στο αφηγηματικό της σύμπαν την περιπέτεια του ανθρώπου στα πιο αιματηρά χρόνια της ανθρωπότητας και παρακολουθεί βήμα βήμα τα γεγονότα που συντάραξαν τον εικοστό αιώνα και σημάδεψαν την τύχη του αναζητώντας ταυτόχρονα τα αίτια και τα αιτιατά που οδήγησαν στην απαρχή του ναζιστικού φαινομένου και οριοθέτησαν την ηθική της μνήμης τους.

Επί της ουσίας πρόκειται για ένα πολυσχιδές, πολυπρόσωπο έργο, που, χωρίς να κουράζει, αξιοποιεί με έναν μοναδικό τρόπο την Ιστορία ως λογοτεχνική παρακαταθήκη και προκαλεί στον αναγνώστη διάττορες ψυχολογικές διακυμάνσεις κατά την αναγνωστική διαδικασία, η εξελικτική πορεία της οποίας διευκολύνεται από τον χωρισμό του μυθιστορήματος σε μικρά κεφάλαια που καταγράφουν τις φωνές των ηρώων του.

Η γλωσσική αισθητική που έχει επιλέξει η συγγραφέας είναι λιτή και ταυτόχρονα καταιγιστική, ακριβώς αυτή που της υπαγορεύει το θέμα, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί ως η συγκολλητική δύναμη μιας αφήγησης που επικεντρώνεται σε μια ζοφερή, ερεβώδη στιγμή της παγκόσμιας Ιστορίας καταδιώκοντας όλους εκείνους τους εφιάλτες που στοίχειωσαν τις ζωές των απλών ανθρώπων.

Η αφήγηση της Κουνούνη είναι απαλλαγμένη από λυρισμούς και μελό περιγραφές. Δεν κυνηγάει τη χίμαιρα της εύκολης συγκίνησης. Η συγγραφέας στέκεται απέναντι στον κόσμο, την ιστορία του οποίου αφηγείται, τον παρατηρεί και καταγράφει—αποστασιοποιημένη συναισθηματικά, ως όφειλε—όλα όσα η συνείδησή της αρνείται να αποδεχτεί. Τεκμηριώνει τη δικαιωμένη μνήμη αντιπαραβάλλοντας στην πολεμική πρακτική την πυριφλεγή δύναμη της ανθρωπιάς γιατί εκείνο που αναφαίνεται κατά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι ο άνθρωπος και η δύναμή του να αντέχει και να συνεχίζει στον χρόνο. Σ’ αυτό συντελεί ο αγγλοσαξωνικός τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο το μυθιστόρημα, ένας μοντέρνος, αφαιρετικός τρόπος που επικεντρώνεται στον πυρήνα της αφήγησης, παραμένοντας ουσιαστικός, χωρίς να δημιουργεί πιθανά λεκτικά τεχνάσματα εύκολου εντυπωσιασμού και κρύβοντας με έντεχνο τρόπο την μεγάλη και πολύχρονη ιστορική έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας.

Από τον σπαρακτικό μονόλογο της Χελένα, που θα μπορούσε να αποτελεί από μόνος του ένα εξίσου συμπαγές και αυτόνομο λογοτεχνικό έργο, στα φριχτά πειράματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας υπερήλικας ναζί, ενενήντα έξι χρόνων, και ο Εβραίος επιστήμονας, ο οποίος στην καρδιά του ναζισμού συνεχίζει το έργο του λειτουργώντας ως αντιστύλι στην επίτευξη των ναζιστικών στόχων. Η Άρια φυλή. Η ευγονική και ο συγκλονιστικός ακρωτηριασμός του μέλλοντος από τα σώματα των γυναικών.

Το πρόγραμμα ευθανασίας Τ4 μέσα από το άσυλο Ζόνεσταϊν στην Πίρνα, συγκλονιστικά μυστικά στο Ινστιτούτο Έρευνας Εγκεφάλου στο Μπουχ και ανατριχιαστικές έρευνες με ανθρώπινα πειραματόζωα στα ναζιστικά στρατόπεδα. Η ευρηματική συνομιλία του Άντολφ Χίτλερ με τον επιστήμονα που δείχνει με τον πιο ουσιώδη τρόπο ποιοι μηχανισμοί πυροδότησαν τη δημιουργία μιας τερατώδους πολεμικής μηχανής από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ο Μένγκελε των φοβερών πειραμάτων. Μια κατακερματισμένη αλλά δυνατή Ραχήλ που συγκλονίζει με την αθωότητα, τη δύναμη και την ιδιαίτερη ευαισθησία της. Η ενσυναίσθηση που την συνταράζει στο άγγιγμα και μόνο της Κασετίνας που κρύβει ένα φρικώδες, συντριπτικό μυστικό.

Όλα αυτά γίνονται η αφορμή για ένα αναγνωστικό μεγαλόπνοο ταξίδι, το οποίο, όχι μόνο αφορά άμεσα τον σημερινό αναγνώστη και τον αναγνώστη του μέλλοντος αλλά τον εμπλέκει σε μια διαδικασία καταβύθισης στον ζόφο αιμάτινων στιγμών για την ανάσυρση, εν τέλει της ελπίδας, διαπερνώντας τον με τη βαθιά συναίσθηση του κινδύνου που στις μέρες μας είναι ορατός περισσότερο από ποτέ.

Ένα βιβλίο σταθμός στη λογοτεχνία, ένα διαχρονικό χρονικό που θα ήταν σημαντικό να μεταφραστεί και να συνεχίσει το ταξίδι του πέρα από τα στενά όρια της ελληνικής γραμματείας, για να περάσει έτσι το οικουμενικό αντιναζιστικό μήνυμά του σε έναν κόσμο που εντελώς παράτολμα, άσκεφτα και οδυνηρά αγκαλιάζει ξανά το φασιστικό ιδεώδες, κρυμμένο πίσω από τη μάσκα μιας ανανεωτικής ιστορικής συγκυρίας. Ακριβώς όπως συνέβη  και τότε. Άλλωστε μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε πώς κυοφορείται το τέρας. Ούτε πως η απάθειά του μπροστά σ’ αυτό το γεγονός δεν τον καθιστά άμεσα υπεύθυνο και τον ίδιο. Γιατί, όπως γράφει η συγγραφέας: «μπορεί τα θεμέλια για να χτιστεί η Ιστορία να τα βάζουν οι υπαίτιοι του κακού, αλλά οι παρατηρητές του είναι αυτοί που την πλάθουν και τη σχηματίζουν».