Ο αιρετικός underground Αμερικανολιβανέζος μουσικός και εθνομουσικολόγος Alan Bishop (Sun City Girls, Sublime Frequecies) προσγειώνεται ως ξένος στο Κάιρο λίγο μετά την επανάσταση του 2011 και ενώνει τις δυνάμεις του με τρεις νέους Αιγύπτιους μουσικούς για να μεταφράσουν τα παλιά τραγούδια του στα Αραβικά.

Υπό την καθοδήγηση του Bishop, αυτή η απρόσμενη συνεργασία μεταμορφώνεται στο συγκρότημα The Invisible Hands. Αποτελούμενη από σκηνές fly-on-the-wall, υλικό αρχείου, παράλογες cameo εμφανίσεις και ποιητικές ημερολογιακές αφηγήσεις του Bishop, η ταινία εκτυλίσσεται μεταξύ δύο κρίσιμων εκλογών που σφράγισαν την περίοδο μετά την «Αραβική Άνοιξη» στην Αίγυπτο, αντιπαραβάλλοντας την ιλαροτραγωδία της πολιτικής με την καλλιτεχνική δημιουργία σε μια ταραγμένη περιοχή της περιφέρειας.

Όπως σημειώνει η σκηνοθέτρια: «Λόγω μιας σειράς συμπτώσεων και του ελεύθερου χρόνου που μας πρόσφερε η υφεσιακή μας χώρα, η Ελλάδα, βρεθήκαμε στο Κάιρο. Αμέσως νιώσαμε σαν στο σπίτι μας, τρόπον τινά. Διαδηλώσεις, δακρυγόνα, μποτιλιαρίσματα. Δεν γνωρίζαμε πολλά για το project The Invisible Hands και δεν υπήρχε κάποια ιδέα να γυρίσουμε σχετική ταινία. Γνωρίζαμε τον Alan από τη μουσική του, όπως τον γνώριζε και το αιγυπτιακό του συγκρότημα. Τον συναντήσαμε ξεχωριστά, σε δυο διαφορετικούς σταθμούς της τελευταίας του περιοδείας, στην Αθήνα και στο Κάιρο. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε πως γινόμασταν μάρτυρες του πιο φιλόδοξου μουσικού πειράματος στο οποίο είχε εμπλεκεί ποτέ αυτός ο αντισυμβατικός μουσικός/εθνομουσικολόγος: της παραγωγής του μέχρι σήμερα πιο προσιτού άλμπουμ του σε μια γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει- τα Αραβικά.

Η τροποποίηση τραγουδιών για διαφορετικές αγορές και γλώσσες δεν είναι καινούρια ιδέα στα μουσικά δρώμενα. Παρ’ όλα αυτά, ένα ποιητικό περιεχόμενο όπου πρωταγωνιστούν ζητήματα όπως η υφέρπουσα παγκοσμιοποίηση, φαντασιώσεις με όπλα, οι εικονικοί πνιγμοί και τα βασανιστήρια, καθώς και η παράνοια του μιλιταρισμού- πράγματα εξωφρενικά ακόμη και για το αγγλόφωνο κοινό- ήταν αρκετά ασυνήθιστη επιλογή για την προς μετάφραση γλώσσα. Ωσόσο, με έναν απόκοσμο τρόπο σχετίζεται με τη μετεπεναστατική απογοήτευση, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως μερικά από αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν πριν από τριάντα χρόνια. Όταν ρωτούν τον Alan Bishop γιατί μερικά ξεχασμένα τραγούδια επανεμφανίζονται τη συγκεκριμένη στιγμή, στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, εποχή και γλώσσα, εκείνος μιλά για αποκάλυψη. Και οι αποκαλύψεις δεν εξηγούνται ούτε αναλύονται. Η παρατήρηση της έκβασής τους αποτέλεσε το υλικό αυτής της ταινίας, όπου νήματα των ιστοριών που σχετίζονται με μουσική, την πολιτική, την έμπνευση, τη γλώσσα, την ύφεση και την αβεβαιότητα εντέλει συνυφάνθηκαν».

Το συγκρότημα

Το Invisible Hands είναι η μετάφραση του πρωτότυπου αραβικού ονόματος του συγκροτήματος El Ayadi El Khafeyya- ενός συγκροτήματος που δημιούργησε σε ένα ταραγμένο περιβάλλον ο Alan Bishop (γνωστός επίσης ως Alvarius B., μέλος του θρυλικού αμερικανικού συγκροτήματος Sun Coty Girls και συνιδιοκτήτης της παγκοσμίως γνωστής δισκογραφικής εταιρείας Sublime Frequencies) μαζί με τους μουσικούς Cherif El Masri, Aya Hemeda και Adham Zidan από το Κάιρο. Το συγκρότημα ιδρύθηε το καλοκαίρι του 2011, το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο The Invisible Hands, ηχογραφήθηκε στο Κάιρο τον Μάιο του 2012 και κυκλοφόρησε το 2013. Το δεύτερο άλμπουμ τους, με τίτλο Teslam, ηχογραφήθηκε το 2013 και κυκλοφόρησε το 2014. Τα τραγούδια τους (είτε στα Αραβικά, είτε στα Αγγλικά, είτε σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα) χαρακτηρίζονται από υπέροχες ψυχεδελικές ενορχηστρώσεις και χορωδιακά ρεφρέν, ενώ φέρουν τα ίχνη μιας μουσικής που θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί πριν από δεκαετίες, αλλά τελικά βρήκε το δρόμο της στο μέλλον.

Βιογραφικό της Μαρίνας Γιώτη

Η Μαρίνα Γιώτη (Αθήνα, 1972) είναι κινηματογραφίστρια και εικαστικός με βάση την Αθήνα. Έχει ολοκληρώσει σπουδές στη Χημική Μηχανική και στη Σκηνοθεσία, όπως και μεταπτυχιακές σπουδές στη Διαχείριση Περιβάλλοντος και στα Μέσα Επικοινωνίας, στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο Βέλγιο. Παρόλο που πέρασε από μια τυπική κινηματογραφική εκπαίδευση, στο έργο της εξερευνά τις αισθητικές και αφηγηματικές δυνατότητες των media, με video έργα, εγκαταστάσεις και υβριδικά έργα media. Στο κινηματογραφικό της έργο συχνά επεξεργάζεται ευρεθέν οπτικό υλικό, με στοχο να ξαναεπισκεφθεί και να αφηγηθεί εκ νέου παλιές, ξεχασμένες ιστορίες. Επιπλέον, έχει συνεπιμεληθεί δύο εκθέσεις και διετέλεσε υπεύθυνη προγράμματος για πειραματικά φιλμ και ντοκιμαντέρ σε προβολές και κινηματογραφικά φεστιβάλ (Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, Transmediale, Jeonju, Viennale) και εκθέσεις (Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, Media Art Μπιενάλε του Βρότλσαβ, Κέντρο Καλών Τεχνών των Βρυξελλών Μποζάρ, Caixaforum της Βαρκελώνης, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και Στέγη Ιδρύματος Ωνάση).