Το έργο

Ο Θόρντον Ουάιλντερ έγραψε, το 1938, τη Μικρή Μας Πόλη (Our Town), το έργο για το οποίο είναι ευρύτερα γνωστός και το οποίο του απέφερε το πρώτο του Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας έκανε χρήση μερικών από τις καινοτομίες του, οι οποίες του εξασφάλισαν μια ξεχωριστή θέση στο χώρο των γραμμάτων. Έτσι, στην Μικρή μας Πόλη, χρησιμοποίησε τόσο τον Αφηγητή στην αρχή του έργου, όσο και την ευθεία απεύθυνση προς το κοινό. Την ίδια χρονιά, ο Θ. Ουάιλντερ έγραψε επίσης Τον Έμπορο από το Γιόνκερς (The Merchant of Yonkers), το οποίο ωστόσο δεν είχε την τύχη της Μικρής μας Πόλης, με αποτέλεσμα να κατέβει λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα του. Ο Έμπορος από το Γιόνκερς είχε βασιστεί στη φάρσα του Αυστριακού Johann Nestroy, με τίτλο Einen Jux will er sich Machen, γραμμένη το 1842, η οποία με τη σειρά της είχε διασκευάσει το έργο του Άγγλου John Oxenham με τον τίτλο A Day Well Spent (του 1835). Ο Ουάιλντερ επανήλθε ωστόσο στο έργο του, μερικά χρόνια αργότερα, προχωρώντας σε κάποιες αναθεωρήσεις και προσθήκες και δίνοντάς του πλέον τον τίτλο Η Προξενήτρα. Το νέο κείμενο, σε αντίθεση με τον δραματουργικό του πρόγονο, αποτέλεσε σημαντική θεατρική και εμπορική επιτυχία και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Παρουσιάστηκε αρχικά, το 1954, στη Σκωτία, ενώ το 1955 ανέβηκε στη Φιλαδέλφεια και την Νέα Υόρκη (*trivia: στην παράσταση του Λονδίνου, το 1955, στο Old Vic, πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ένα μικρό ρόλο ο Πήτερ Ο’Τουλ). Το 1964 το θεατρικό έργο διασκευάστηκε σε μιούζικαλ με τον τίτλο Χελόου, Ντόλι (Hello, Dolly!) σημειώνοντας πελώρια εισπρακτική και θεατρική επιτυχία (το έργο έπαιζε για μια επταετία), ενώ το 1969 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με γνωστούς ηθοποιούς του Χόλυγουντ να ενσαρκώνουν τους κεντρικούς ρόλους.

Ο Ουάιλντερ εμφανίστηκε στο θέατρο μετά τη δεκαετία του 1930, όταν οι Αμερικάνοι αναζητούσαν μια ελπιδοφόρα οπτική, μετά τις συνέπειες της «Μεγάλης Θλίψης» που ακολούθησε το κραχ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 1929, αλλά και την καταστροφή που βίωσε η Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Προξενήτρα του Ουάιλντερ αποτελεί ένα κείμενο το οποίο προσέφερε μια αισιόδοξη οπτική στην τότε κοινωνική δυστοπία, καθώς αναδεικνύει το θρίαμβο της αγάπης επί του χρήματος και του οικονομικού πλουτισμού. Η γραφή του Αμερικανού συγγραφέα επηρεάστηκε σημαντικά τόσο από την μέση κωμωδία του Μενάνδρου, όσο και από τις μεταγενέστερες ρωμαϊκές κωμωδίες, στις οποίες η αγάπη και ο έρωτας ήταν οι απόλυτοι νικητές. Εξίσου σημαντική όμως ήταν η επίδραση του Θ. Ουάιλντερ και από την Αναγεννησιακή κωμωδία και δή του Μολιέρου, με σαφείς επιρροές, όπως υπογραμμίζει και η Ζωή Δέτση, από τον Φιλάργυρο.

Ο Οράτιος Βαντεργκέλντερ, ένας ηλικιωμένος και ζάμπλουτος κύριος, έχει αποφασίσει πλέον ότι θέλει να παντρευτεί. Στην αναζήτηση για την κατάλληλη σύζυγο θα σπεύσει να τον βοηθήσει, μολονότι δεν το ζήτησε ο ίδιος, η χήρα και προξενήτρα Ντόλι Λιβάι. Έτσι, θα τον συνοδεύσει στο ταξίδι του στην Νέα Υόρκη, όπου σκοπεύει να συναντήσει την Αϊρήν Μολλόυ, την οποία και θέλει για γυναίκα του. Η κυρία Λιβάι όμως έχει αναλάβει να παντρέψει και την ανιψιά του Οράτιου, την Ερμενεγάρδη, με τον καλλιτέχνη Αμβρόσιο Κέμπερ, παρά την αντίθετη άποψη του θείου της. Στο μεταξύ, μόλις φύγει ο Οράτιος για το ταξίδι του, οι δύο υπάλληλοί του, ο Κορνήλιος και ο Βαρνάβας, αποφασίζουν να ταξιδέψουν και αυτοί για την Νέα Υόρκη, προκειμένου να ζήσουν και να γευτούν τις απολαύσεις της ζωής. Τυχαία θα βρεθούν στο καπελάδικο της κυρίας Μολλόυ, ενώ μετά από μια σειρά παρεξηγήσεων, η Αϊρήν Μολλόυ θα επιλέξει τον Κορνήλιο αντί του Οράτιου, θεωρώντας ωστόσο ότι ο πρώτος είναι εξίσου πλούσιος με τον δεύτερο. Μετά από μια σειρά συμπτώσεων και ανατροπών, θα καταλήξουν όλοι τους (Οράτιος, κυρία Λιβάι, Κορνήλιος, Βαρνάβας, κυρία Μολλόυ, Ερμενεγάρδη και Αμβρόσιος) στο ίδιο νεοϋερκέζικο εστιατόριο. Όταν ο ηλικιωμένος άνδρας καταλάβει τί συμβαίνει πίσω από την πλάτη του, θα τους απολύσει όλους ακόμα και αυτούς που δεν εργάζονται για τον ίδιο…Στο τέλος, όλα θα ακολουθήσουν την συνταγή του «happy ending», με την κυρία Μολλόυ να επιλέγει τον Κορνήλιο μολονότι γνωρίζει πια ότι είναι φτωχός, την Ερμενεγάρδη να παντρεύεται με τον Αμβρόσιο παρόλο που είναι καλλιτέχνης και τον Οράτιο να αποφασίζει, εν τέλει, ότι προτιμάει την κυρία Λιβάι από οποιοδήποτε άλλο κοριτσόπουλο, αποδεικνύοντας ότι, στο τέλος, νικητής βγαίνει η αληθινή αγάπη.

Η σκηνοθεσία

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθέτησε ένα έργο το οποίο εμφανίζει ποικίλες και πολλές εγγενείς δυσκολίες, καθώς είναι πολυπρόσωπο, με πολλές δράσεις και σημαντικά εκτενές σε μέγεθος. Προκειμένου να ξεπεράσει ο σκηνοθέτης αυτούς τους σκοπέλους, άλλοτε ενίσχυσε την άμεση απεύθυνση που είχε ήδη εισαγάγει στη Μικρή μας Πόλη και άλλοτε ενίσχυσε το ρόλο του Αφηγητή, ο οποίος αποτέλεσε παραστασιακό δάνειο επίσης από την Μικρή μας Πόλη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο σκηνοθέτης θέλησε να «ζωντανέψει» ένα παλιό κείμενο αναδεικνύοντας τα κωμικά στοιχεία του και δίνοντας έναν ζωηρό ρυθμό στην παράσταση. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και η επί σκηνής ζωντανή μουσική, η οποία θύμισε τη Βικτωριανή Αμερική των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, η κειμενική φλυαρία και οι συχνές αλλαγές σκηνών, σε συνδυασμό με τις πολλές παράλληλες δράσεις επί σκηνής έθεσαν προσκόμματα στη σκηνοθεσία, με αποκορύφωμα την τρίτη Πράξη, στην οποία εξετράπη ο καλός ρυθμός της παράστασης. Επίσης, ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε περισσότερο με το κωμικό στοιχείο, αφήνοντας σε δεύτερη θέση το, ρομαντικό, θέμα του έργο που δεν είναι άλλο από την αληθινή αγάπη που κερδίζει τα πάντα.

Οι Ηθοποιοί

Η Ντόλλυ της Γαλήνης Χατζηπασχάλη ξεχωρίζει χωρίς αμφιβολία. Η ηθοποιός, άμα τη εμφανίσει, κερδίζει τις εντυπώσεις, αποτελώντας το ρυθμιστικό παράγοντα της παράστασης. Μια από τις πιο εξαιρετικές ηθοποιούς της γενιάς της, η Γ. Χατζηπασχάλη είναι αυθεντική καρατερίστας με ανυπόκριτο ταλέντο. Εξαιρετικό δίδυμο με την Γ. Χατζηπασχάλη είναι ο Βαντεργκέλντερ του Σίμου Κακάλα, ο οποίος είναι απολαυστικός στο ρόλο του γκρινιάρη γρουσούζη. Άμεσος, ο Σ. Κακάλας απέδειξε ότι διαθέτει και κωμική φλέβα. Πολύ καλός είναι επίσης ο Κορνήλιος του Πάνου Παπαδόπουλου, ο οποίος στήνει έναν ξεκαρδιστικό χαρακτήρα και αποτελεί ένα κωμικό δίδυμο με τον Φώτη Στρατηγό στο ρόλο του Βαρνάβα. Η Αϊρήν Μολλόυ της Ευδοκίας Ρουμελιώτη ήταν καλή, αλλά δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως δίδυμο με τον Π. Παπαδόπουλο. Αντιθέτως πολύ καλή ήταν η Μίννι Φέυ της Μελίνας Βαμπούλα. Η διανομή μπέρδεψε το κοινό με τις συγκεκριμένες επιλογές, καθώς ο Βαρνάβας δεν φαινόταν για ένα νεαρό παιδί 17 ετών, αλλά ούτε ο Κορνήλιος για 33χρονος, ενώ η Μολλόυ δεν έμοιαζε συνομήλική του. Αυτό δημιούργησε σύγχυση στην παράσταση.

Καλοί ήταν επίσης οι Θανάσης Δήμου, Άλκης Μπακογιάννης, Ιωάννης Μυστακίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γιάννης Σαμψαλάκης και Βιβή Φωτοπούλου. Η Φλώρα Βαν Χόυζεν της Ράνιας Οικονομίδη, που εμφανίζεται στην Τρίτη Πράξη, φάνηκε ασύνδετη με την υπόλοιπη ιστορία αδικώντας τόσο το ρόλο, όσο και την ηθοποιό.

Οι Συντελεστές

Εξαιρετικά τα κοστούμια (Σκηνικά-Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ), τα οποία αποτύπωσαν την εποχή, ενώ συνέβαλαν σημαντικά και στην ανάδειξη των κωμικών στοιχείων της παράστασης. Ανάλογα λειτούργησαν και τα σκηνικά, καθώς αξιοποιήθηκε η περιστρεφόμενη σκηνή του «Κοτοπούλη-Rex», υπηρετώντας τους πολλαπλούς σκηνικούς χώρους του έργου. Ιδιαίτερο αισθητικά το καπελάδικο της κυρίας Μολλόυ. Πολύ καλή η ζωντανή μουσική (Γιάννης Μαραμαθάς), η οποία συχνά συνδιαλεγόταν τόσο με το κείμενο, όσο και με τους ηθοποιούς εντείνοντας την κωμωδία. Πολύ καλοί επίσης οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος), οι οποίοι αποτύπωσαν με πράσινο χρώμα την, αρχική, σημασία που δίνουν οι χαρακτήρες στο χρήμα, ενώ στη συνέχεια έγιναν πιο ζεστοί υπογραμμίζοντας τη σημασία της αληθινής αγάπης.

Εν κατακλείδι

Η ικανότητα του Θ. Μοσχόπουλου να διαβάζει σκηνικά τα κείμενα λειτούργησε σημαντικά και σε αυτή την παράσταση προσφέροντας την πρώτη ύλη για μια πρώτης κλάσεως κωμωδία. Η παράσταση είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει εξαιρετική, αν απουσίαζαν η σκηνική βαβούρα και η κειμενική φλυαρία.

Photo credit: Πάτροκλος Σκαφίδας

Διαβάστε επίσης:

Η Προξενήτρα, του Θόρντον Ουάιλντερ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Εθνικό Θέατρο