Παρακολουθώ σταθερά την πορεία της ζωγραφικής του Ηλία Παπαηλιάκη και βρίσκω πάντα να τη χαρακτηρίζουν τρία βασικά στοιχεία: στιβαρότητα σύνθεσης, συνέπεια γραφής που προέρχεται από εμπεριστατωμένη γνώση της Ιστορίας της Τέχνης και έντονη διάθεση πειραματισμού. Από την εποχή της εξπρεσιονιστικής παραστατικής γραφής του με έμφαση στο γήινα ψημένα χρώματα και στο Ρεμπραντικό κιαροσκούρο, μέχρι και την πρώτη φορά που διέκρινα την στροφή του σε ένα τελείως λιτό, σχεδόν ερμητικό τρόπο έκφρασης στην γκαλερί Cask στη Λάρισα, ο Ηλίας Παπαηλιάκης έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα επάνω στον καμβά και γνωρίζει πολύ καλά πως συμπεριφέρεται κάθε μέσο και κάθε μορφολογικό ιδίωμα. Για τον Παπαηλιάκη η ιδανική φόρμα είναι αυτή που θα περικλείει την πυκνότητα της ιδέας, και η ιδέα διαρκώς θα αναζητά καταφύγιο, αλλά και ορμητήριο, στα σφιχτά όρια του σχεδίου, για να μπορέσει να μορφοποιηθεί ως τελική απεικόνιση μπροστά στα μάτια του θεατή.

Ο Παπαηλιάκης είναι εννοιολογικός απόγονος του Cezanne, όταν ο περίφημος Γάλλος Μετα-Ιμπρεσιονιστής έχτιζε τη ζωγραφική του όχι τόσο με πυλώνες το συναίσθημα ή την πρώτη οπτική εντύπωση των Ιμπρεσιονιστών, αλλά επάνω στα τρία γεωμετρικά στερεά, τον κύλινδρο, τον κώνο και τη σφαίρα. Όταν δομείται με μαθηματική ακρίβεια ο χώρος, ανοίγει το παράθυρο σε αυτό που οι Γερμανοί καλούν stimmung, ένας ποιητικός όρος που ουσιαστικά αναφέρεται στην αδιόρατη μελαγχολία που προκύπτει από το αίνιγμα. Όταν πριν από κάποια χρόνια ο Παπαηλιάκης ζωγράφιζε την “Αποθέωση της Βαυαρίας” με αφορμή το έργο του Νικολάου Γύζη, δεν επιδίωκε ένα homage στον ηρωισμό του παρελθόντος αλλά είχε ως κινητήριο δύναμη τη διανοητική ανάγκη να αποδομήσει την ηθικοπλαστική τελεολογία εμβληματικών έργων από το Μπαρόκ ως τον νεοκλασικισμό, σε εκδοχές που δεν είναι άμεσα ορατές και που αντιλαμβάνονται αφηγήσεις με τον ίδιο εξερευνητικό και ενίοτε σκωπτικό τρόπο, όπως ένας κριτικός βιβλίου μπορεί να διαβάσει νέες νοηματικές διασυνδέσεις ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου. Ο Παπαηλιάκης με άλλα λόγια είναι ένας ανατόμος της ζωγραφικής όπως υπήρξαν πριν από αυτόν ο El Greco, o de Chirico ή ο Μόραλης. Τον αφορά απαρέγκλιτα το φως, ειδικά όταν μας αποκαλύπτει την ύπαρξη του Υψηλού μέσα στο καθημερινό, και στοχάζεται επί της ουσίας του σύγχρονου οπτικού πολιτισμού και των εικόνων που παράγει, με το να επιδιώκει μέσα από τη νέα του δουλειά, να ανασυστήσει το θρυμματισμένο οπτικό μας πεδίο σε εικόνες όπου πρωταγωνιστεί όχι το τώρα αλλά το πάντα, με ποιητικές οπτικές αφηγήσεις όπου όλα υπόσχονται να ειπωθούν με την ηπιότητα, τη συνέχεια και τη συγκρότηση ενός σχεδίου αδιόρατου μα αδιάρρηκτου σαν νευρικό σύστημα.

Σαφώς η νέα του μινιμαλιστικά σχεδιαστική δουλειά αποπνέει βαθιά πνευματικότητα καθώς έχει αποποιηθεί της περιττής ύλης, ένας άθλος από μόνος του την εποχή του καταιγισμού της εικόνας. Τα καινούργια έργα του εικαστικού φέρουν μόνο τα απαραίτητα και ακριβώς όσα χρειάζονται για να μας εισάγουν στην υπερβατική του σκέψη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία ζωγραφική που λειτουργεί σαν άυλος ιστός με σκοπό να μας εμπλέξει στη νοητική διαδικασία να αναστοχαστούμε επάνω στο περιεχόμενο της περιγραμμένης δράσης. Η οποία αναπτύσσει βασικές υπαρξιακές έννοιες που εφάπτονται ενός εξίσου στοιχειώδους, αρχέγονου σχεδίου, όπως η δημιουργία της ζωής, η καθαρότητα της νιότης, το ζωικό ένστικτο, το παιχνίδι ή ακόμα και ο πόλεμος ως παιχνίδι ζωής. Κι ενώ όλα τα μοτίβα μοιάζουν ακίνητα, παγωμένα σε ένα ενύπνιο κάδρο, δίνουν ταυτόχρονα την εντύπωση ότι όταν κλείσουν τα φώτα, οι φιγούρες θα ξεπηδήσουν από τον καμβά σαν τον Σάιμον Τέμπλαρ και θα σκηνοθετήσουν τις δικές τους ανεξιχνίαστες ιστορίες. Τους καμβάδες αποτελούν τετράγωνα τελάρα 2χ2μ, το σχέδιο είναι μαύρο, κόκκινο ή γκρι, ενώ το φόντο, αν μπορούμε να μιλήσουμε για φόντο αφού δεν υπάρχει κάποιου είδους προοπτική πλην της γραμμής εδάφους ή ορίζοντα, τέμνει την εικόνα σε έγχρωμα φωτεινά ορθογώνια, συνομιλώντας με ρεύματα όπως τα Post Painterly Abstraction, Colour Field Painting, και βεβαίως με το Μινιμαλισμό.

Τα έργα θα μπορούσαν να εικονογραφήσουν με αφαιρετικό τρόπο, αφηρημένα παραμύθια. Οι τίτλοι έρχονται με την πρόοδο της ζωγραφικής πράξης. Η “Ζωή στην Εξοχή” αποτελεί μία οπτική πραγματεία μίας λιτής βουκολικής στιγμής ευτυχίας. Το “Ενυδρείο” είναι μία ελεγεία στο υγρό στοιχείο που αιωρείται σαν άμορφο θαλάσσιο κήτος πάνω από τις μικροσκοπικές φιγούρες, μα και σαν ουρανός. Στο “Ηλιοβασίλεμα στο Παλάτι”, ο βασιλιάς και ο υποτακτικός του μοιάζουν να αγνοούν την ύπαρξη του κόκκινου ήλιου που αιωρείται δίπλα τους, ενώ όταν φτάνει η “Ώρα του Ήλιου”, ο ήλιος γίνεται και πάλι άθυρμα σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, με το μυαλό του καλλιτέχνη να στροβιλίζεται μαζί με τα αβαρή γλυπτά του Alexander Calder. Αυτή η αίσθηση ενός αιώνιου χορού διαπερνά και “Το Αγόρι με Μπαλόνι Διαβάζει Βιβλίο”, όπου ο καλλιτέχνης εμβυθίζεται στη Lux, Calme et Volupte ατμόσφαιρα του Χορού του Matisse όπως και στους περιδινούμενους 3 Χορευτές του Picasso. Η έκθεση λαμβάνει τον τίτλο της από το έργο “Η Ώρα του Μάγου”, αφηγηματικά ίσως το πιο αμφίσημο έργο, όπου μία φιγούρα που μοιάζει με κρανοφόρο πολεμιστή ταλαντεύεται τη στιγμή της μεγάλης απόφασης επάνω σε ένα πλοίο-κύμα, με το χώρο να διαχωρίζεται σε δύο αιμάτινα ορθογώνια.

Ηλίας Παπαηλιάκης, Έξι μελέτες για το Κυκλαδικό στερεό, 2022, γυαλί, ξύλο, 70x65x500 cm. | Photo Credit: Ellastration

Το “Εργοστάσιο Παιχνιδιών”, 4χ3,5μ που αποτελείται από 4 ενωμένους καμβάδες, είναι το μεγαλύτερο έργο του καλλιτέχνη που επέλεξε αυτή τη διάσταση για να αναμετρηθεί με μία πιο ευρεία κλίμακα αντίστοιχη των ευμεγέθων έργων του Kiefer ή του Tintoretto, ζωγραφίζοντας στα όρια του σώματος. Όπως μας ενημέρωσε ο επιμελητής, έργα μεγάλων διαστάσεων θα δούμε από τον καλλιτέχνη το φθινόπωρο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το Εργοστάσιο συμβολίζει τη βιβλική αλληγορία της 5ης μέρας της δημιουργίας, όπου ‘κατασκευάζεται’ για πρώτη φορά η χαρά της ζωής. Ζωή και τέχνη οσμώνονται σε ένα αναπόσπαστο εννοιολογικό σύνολο, με τον Παπαηλιάκη να αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική ως σύστημα δόμησης της ζωής. Αυτό το σύστημα μας το παρουσιάζει στις “Έξι Μελέτες για Ένα Κυκλαδικό Στερεό”, εξηγώντας τρισδιάστατα την νοητική αντίληψη ενός ζωγράφου που όμως πάντα σκεφτόταν σε τρεις διαστάσεις. Σε αυτή την έκθεση υλοποιεί αυτή τη θεωρία σε ένα σύστημα σχέσεων όπου αποκτά περίοπτη μορφή, σε διάφορες παραλλαγές ‘νοητικών εγκεφαλικών δωματίων’, η υλοποιημένη ιδέα, στα έξι γυάλινα διάφανα κουτιά-αναπτύγματα, όπου η πνευματική διεργασία μοιάζει να αποκρυσταλλώνεται, να ισορροπεί και να ηρεμεί. Τα γυάλινα κουτιά ενώ είναι περίκλειστα, οι αιθέριες, διάφανες κατόψεις τους προσφέρουν τη θέση του ανατόμου στο θεατή που περιηγείται μέσα στις λαβυρινθώδεις δομές τους, εντοπίζοντας αδιέξοδα μα και κρυφά περάσματα, ενώ παντού αιωρείται μια μικρή οπή, σαν να διευκολύνει συμβολικά τη συνεχόμενη ροή ενέργειας που χρειάζεται για να γεννηθεί η σκέψη.

Ακριβώς απέναντι, ρίχνει γέφυρα-αλφάδι ο χάρτινος “Γραφέας” που ατενίζει τις 6 Μελέτες και τις αποτυπώνει στο χαρτί, σαν ο προαιώνιος Γεωμέτρης του σύμπαντος αλά Blake, που ίσως να μην είναι άλλος παρά ο ίδιος ο καλλιτέχνης που σε αυτό το ‘ταπεινό’ χαρτόνι δούλεψε την αυτοπροσωπογραφία του, βαθιά συλλογιζόμενος τα απαραίτητα μέτρα και τα σταθμά της Ζωής. Δίπλα στο Κάστρο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου, οι αρχαιολόγοι έχουν αποθέσει ένα μικρό θησαυρό από Κυκλαδίτικα εδώλια ύψιστης εννοιολογικής σημασίας για την τέχνη σήμερα, και από όπου ο Ηλίας Παπαηλιάκης διαρκώς αντλεί πολύτιμα τιμαλφή από τη γραμμική τους σοφία, τη σιωπηρή λιτότητά τους στο μέτρημα του σύμπαντος, την εγχάρακτη ενστάλαξη στο μάρμαρο τους, της Ποίησης του Ελάχιστου.

Διαβάστε επίσης:

Ηλίας Παπαηλιάκης – Η ώρα του μάγου: Έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο Νάξου