Ο «εαυτός δεν μπορεί να νοηθεί εκτός χρόνου και μνήμης» αναφέρει ο Κωστής Παπαγιώργης στο βιβλίο του Περί Μνήμης ή ακόμα πιο απλά «στο τέλος είμαι ότι θυμάμαι». Από τη γέννηση της Φιλοσοφίας ως και τις πιο πρόσφατες ψυχολογικές έρευνες, φιλόσοφοι κι επιστήμονες προσπαθούν να προσεγγίσουν αυτόν τον τόσο πολύπλοκο μηχανισμό της ανθρώπινης νόησης, δίνοντας μια πληθώρα ερμηνειών και συμπερασμάτων για τoν καταλυτικό του ρολό στην ζωή του ανθρώπου. Τι συμβαίνει όμως όταν η μνήμη αρχίζει να εκφυλίζεται; Τι είμαι όταν δεν θυμάμαι πια; Το σύμπαν του ανοϊκου ασθενή φαντάζει πολύπλοκο, τρομαχτικό, βίαιο, μήπως όμως μπορεί να είναι ταυτόχρονα απόλυτα απελευθερωτικό και λυτρωτικό;

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας άνθρωπος που νοσεί ομοιάζει συχνά με μια θεϊκή οντότητα.  Το άτομο που πάσχει έχει ένα εντελώς δικό του κι απόλυτα ιερό βιωματικό κόσμο. Γι’ αυτό ίσως κι όταν προσπαθείς να προσεγγίσεις την «ασθένεια» μέσα από την τέχνη του θεάτρου, νιώθεις πάντα τόσο ανεπαρκής κι αβέβαιος.  Μόνο με ευλάβεια μπορείς να πλησιάσεις ένα τέτοιο κόσμο και μόνο συναισθηματικά, κάπως, να τον μετουσιώσεις.

Στην παράσταση «θέλω να πάω σπίτι» επιχειρούμε μια τέτοιου είδους μετουσίωση. Η πολλή ιδιαίτερη συνθήκη είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα αληθινό σπίτι με μια αληθινή μητέρα στον επάνω όροφο, που πάσχει από γεροντική άνοια. Η μητέρα έζησε τα νιάτα της σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο, όπου τώρα η κόρη της Χρυσή Βιδαλάκη  έχει δημιουργήσει το Θέατρο στη Σάλα. Στις επισκέψεις της, κατά τη διάρκεια των προβών, συνήθως επικεντρώνεται στα αντικείμενα του χώρου, κάποιο χαλάκι ή ένα καθρέφτη, τονίζοντας συνεχώς πως είναι δικά της (κι ας μην είναι). Της αρέσει να τραγουδά και να χορεύει ενώ όταν περάσει η ώρα νιώθει ανασφάλεια  κι αποζητά τον σύζυγό της.  Μπορεί να επαναλάβει την ίδια ερώτηση αμέτρητες φορές και να ακούει την ίδια απάντηση κάθε φορά σαν να ‘ναι η πρώτη φορά. Μια μαγική ιδιότητα ή μια κουραστική επανάληψη; Μπορεί να εφευρίσκει υπέροχες αναμνήσεις που όμως δεν συνδέονται με καμία πραγματικότητα του παρελθόντος. Ποιόν τελικά πληγώνει αυτό που ξεχνάμε;

Ξεκινήσαμε τις πρόβες έχοντας πολλά ακόμα ερωτήματα κι όλο αυτό το υλικό βιωμάτων στα χέρια μας. Μακριά από μια θεατρική σκηνή και με την αίσθηση πως η αλήθεια της ζωή πάντα θα μας ξεπερνά. Στο υλικό ήρθαν να προστεθούν οι εμπειρίες των γυναικών του εργαστηρίου της Σάλας που μοιράστηκαν τις προσωπικές τους μαρτυρίες, ως συγγενείς  ατόμων με άνοια. Ενστικτωδώς επιλέξαμε να ξεφύγουμε από τα πλαίσια του ρεαλισμού και να μετασχηματίσουμε το σπίτι  σε ένα φαντασιακό περιβάλλον, έναν ανοϊκό εγκέφαλο γεμάτο από συναισθήματα, θαμπές αναμνήσεις και παράλογους συνειρμούς.

Η αλήθεια είναι ότι το σπίτι  ως θεατρική σκηνή ενείχε πολλαπλές δυσκολίες, ταυτόχρονα όμως αποτέλεσε μια ισχυρή πηγή έμπνευσης. Από τη μια μας δόθηκε ένα έτοιμο σκηνικό που έμοιαζε αρκετά δεσμευτικό κι είχε την ικανότητα να επιβληθεί σε ότι προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε κι από την άλλη ενέτεινε την ευρηματικότητα μας, τροφοδοτώντας μας συνεχώς με νέο υλικό. Η παράσταση αυτή μοιάζει να θέλει μόνο το δικό της σπίτι.

Ολοκληρώνοντας τη διαδικασία των προβών και καθώς η παράσταση παραδόθηκε πια στο κοινό, θα έλεγα πως έχω μόνο αυτή την κάπως «ανοϊκή» επιθυμία: γι’ αυτή τη στιγμή που βρισκόμαστε όλοι στο ίδιο μέρος, να καταφέρουμε κάτι να νιώσουμε και να συναισθανθούμε ακόμα κι αν, κι ας την επόμενη στιγμή όλα ξεχαστούν.

Διαβάστε επίσης:

Θέλω να πάω σπίτι, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Κλειτσιώτη στο Θέατρο στη Σάλα