«Δεν θα μπορούσα να αποβάλω την αρρώστια μου, γιατί ένα μεγάλο μέρος της τέχνης μου το οφείλω σε αυτήν» δήλωσε  κάποτε με αφοπλιστική οξύνοια ο Έντβαρτ Μουνκ. Και πράγματι, ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος -που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως πρόδρομος του καλλιτεχνικού ρεύματος του εξπρεσιονισμού– πέρα από ένας ταλαντούχος ζωγράφος, ήταν και ένας καταθλιπτικός και βασανισμένος άνθρωπος. Η ζωή του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τη ματαιότητα του θανάτου και τις άσχημες επιπτώσεις της αρρώστιας –είτε ψυχικής, είτε σωματικής.

Γεννήθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας, στις 12 Δεκεμβρίου του 1863. Στην ηλικία των πέντε ετών χάνει την μητέρα από φυματίωση και στα δεκατέσσερα την αγαπημένη του αδελφή Σοφία από την ίδια ασθένεια. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, την επιμέλεια του μικρού Έντβαρτ, αλλά και των αδελφών του αναλαμβάνει ο πατέρας του, ένας φανατικός χριστιανός, που εμποτίζει τη συνείδηση του με τον φόβο της αμαρτίας. Οι ατυχίες της ζωής του δεν σταματάνε εδώ. Στα είκοσι πέντε χάνει τον πατέρα του, ενώ λίγο αργότερα οι αδελφή του Λάουρα που έπασχε από σχιζοφρένεια, εισήχθη σε άσυλο. Οι δυστυχίες που γεύτηκε από νεαρή κιόλας ηλικία, έμελλε να τον μεταμορφώσουν σε έναν από τους σημαντικότερους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες.

Melancholy, 1894–1896. Oil on canvas. 81 × 100.5 cm. Bergen Kunstmuseum, Bergen

Το 1879 ο Μουνκ εγγράφηκε σε τεχνικό κολέγιο, με θέμα μελέτης την εφαρμοσμένη μηχανική, αλλά διέκοψε τις σπουδές του λόγω συχνών ασθενειών. Το 1880, άφησε το κολέγιο για να ακολουθήσει την πραγματική του κλίση και να γίνει ζωγράφος. Το 1881, εγγράφηκε στο Βασιλικό Σχολείο Τέχνης και Σχεδίου της Κριστιάνια. Ενώ επηρεάζεται καλλιτεχνικά από τους μετα-ιμπρεσιονιστές, ο Μουνκ ζωγραφίζει μία συμβολική πραγματικότητα, απεικονίζοντας μια κατάσταση του μυαλού και του υποσυνειδήτου. Ωστόσο, δεν θεωρεί πως του ταιριάζει ο όρος ιμπρεσιονιστής. Δεν αποσκοπούσε στην απεικόνιση μιας τυχαίας στιγμής της πραγματικότητας, αλλά σε καταστάσεις που υπάρχει έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο και εκφραστική ενέργεια. Ήταν μαέστρος στο να δημιουργεί μια ανήσυχη, τεταμένη και έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα.

Έγινε γνωστός για το ιδιαίτερο ταλέντο του να αποτυπώνει στον καμβά την απόκοσμη υπαρξιακή αγωνία. Η μανιοκατάθλιψη από την οποία έπασχε και ο ταραγμένος ψυχικός του κόσμος θα επηρεάσουν βαθιά το έργο του, κυρίως τα πρώτα τριάντα χρόνια της δημιουργίας του. Ο Μουνκ είχε μια ζωή γεμάτη θλίψη, ενώ συχνά φοβόταν να φύγει από το σπίτι του. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Κληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας – την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης – η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου».

Edvard Munch, The Killer, 1906

Πέρα από την οικογενειακή του τραγωδία, η ερωτική του ζωή ήταν ιδιαίτερα θυελλώδης… και κάποιες φορές οδυνηρή. Η πιο γνωστή ερωτική του σχέση ήταν εκείνη με την νεαρή και πλούσια, Tulla Larsern, η όποια έληξε με πληγή στο αριστερό δάχτυλο του Μουνκ από πυροβολισμό. Η σχέση τους κράτησε τέσσερα χρόνια με πολλές διακοπές, αλλά και στιγμές ευτυχίας. Οι δυο τους συζητούσαν για τα πάντα, αντάλλαζαν καλλιτεχνικές απόψεις, ταξίδευαν στην Ευρώπη και μελετούσαν μαζί. Ωστόσο, ο Μουνκ έβλεπε τις γυναίκες ως «βαμπίρ» που ρουφούσαν την καλλιτεχνική δημιουργικότητα και τη ζωντάνια του άντρα, πράγμα που είχε κάνει γνωστό σε πολλές συζητήσεις του με την Tulla. Εκείνη, εθελοτυφλώντας, ήθελε μανιωδώς να τον παντρευτεί, ενώ εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. Η κοπέλα φτάνοντας σε αδιέξοδο, απείλησε πως θα βάλει τέλος στη ζωή της. Τελικά, η σχέση τους έληξε με έναν μικροτραυματισμό στο αριστερό δάχτυλο του Μουνκ από όπλο. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η πραγματική αιτία που τον προκάλεσε. Ίσως, η νεαρή κοπέλα προσπάθησε να τον σκοτώσει, ή μπορεί να θέλησε να αυτοκτονήσει μπροστά του. Μετά το ατυχές συμβάν δε ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Η σχέση τους απασχόλησε πολλές φορές τον Μουνκ στο έργο του, απεικονίζοντας την ιστορία τους σε πολλούς πίνακες του.

Η Κραυγή

Ωστόσο, αν θα έπρεπε να βρούμε έναν πίνακα που να περικλείει τον ταραγμένο και βασανισμένο συναισθηματικό κόσμο του σπουδαίου Μουνκ, δεν θα ήταν άλλος από την περίφημη «Κραυγή», που δημιουργήθηκε από τον καλλιτέχνη το 1893 . Παρατηρώντας αυτό το εμβληματικό έργο, εκ πρώτης όψεως βλέπεις ένα άνθρωπο που μοιάζει να κραυγάζει. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία πίσω από τον πίνακα είναι πως ο άνθρωπος που απεικονίζεται κλείνει τα αυτιά σε μία τρομακτική και εκκωφαντική κραυγή που τον διαπερνά. Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε γράψει στο ημερολόγιο του περιγράφοντας την στιγμή της έμπνευσης του: «Ένα δειλινό περπατούσα σ’ ένα δρομάκι με δυο φίλους, την ώρα που ο ήλιος άρχισε να δύει. Ο ουρανός, ξαφνικά, έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα σ’ έναν φράχτη. Έβλεπα αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιορδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν κι εγώ έμεινα εκεί, τρέμοντας από την αγωνία. Κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση». Μάλιστα, ο πρώτος τίτλος του έργου ήταν «Η Κραυγή της Φύσης».

Το 1978, ένα μελετητής του Μουνκ, ο Robert Rosenblum δήλωσε πως το παράξενο, άφυλο ον που απεικονίζει ο πίνακας αντλεί έμπνευση από μία Περουβιανή μούμια, που πιθανώς να είδε ο Μουν το 1889 σε μία μεγάλη έκθεση στο Παρίσι. Η περιβόητη αυτή μούμια, η οποία είχε θαφτεί σε εμβρυακή στάση με τα χέρια πλάι στο πρόσωπο της ενέπνευσε και τον φίλο του Μουνκ, τον επίσης ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν. Ήταν μοντέλο για πάνω από είκοσι έργα του Γκωγκέν όπως το «Human misery (Grape harvest at Arles)» και «Where Do We Come From? What Are We? Where Are We Going?».

Μία άλλη εναλλακτική ιστορία είναι πως το αφύσικο πορτοκαλί χρώμα του ουρανού και η ηφαιστειακή έκρηξη που «σείει» τον πίνακα, αντανακλούν την άθλια ψυχολογική κατάσταση του Μουνκ λόγω του εγκλεισμού της αδελφής του σε ένα κοντινό άσυλο για σχιζοφρενείς. Μάλιστα, η τοποθεσία του φιορδ που απεικονίζει ο πίνακας είναι πολύ κοντά στο άσυλο που είχε εισαχθεί η αδελφή του.

Evening on Karl Johan Street, Edvard Munch, 1892

Πέρα από τις μελέτες και τις εικασίες που έχουν γίνει για την Κραυγή -ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί και ως «μία εμβληματική εικόνα της σύγχρονης τέχνης, μία Μόνα Λίζα της εποχής μας»-, η αφοπλιστική μαγεία του πίνακα είναι πως κατά γενική ομολογία καθρεφτίζει μοναδικά το παγκόσμιο άγχος του σύγχρονου ανθρώπου ανεξαρτήτως φύλου και προέλευσης.

Ο Μουν ζωγράφισε δεκάδες εκδοχές της Κραυγής. Μία από αυτές εκλάπη το 1994, αλλά ανακτήθηκε χωρίς καμία ζημιά τρεις μήνες μετά. Μία άλλη εκλάπη υπό την απειλή όπλου από το Μουσείο Έντβαρτ Μουνκ στις 22 Αυγούστου του 2004. Η αστυνομία της Νορβηγίας κατάφερε να βρει το ανεκτίμητο έργο στις 31 Αυγούστου του 2006, μετά από μία μεγάλη έφοδο.

Ένας βασανισμένος ψυχικός κόσμος

Ο χωρισμός του με την Tulla, αλλά και το συμβάν με το όπλο ήταν ολέθρια για τον ήδη ευαίσθητο ψυχισμό του. Η ψυχολογική κατάσταση του Μουνκ ολοένα και χειροτέρευε, ενώ το πρόβλημα του αλκοολισμού γιγαντώνεται.  Το 1899 νοσηλεύεται σε σανατόριο για αλκοολισμό, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1908, υφίσταται νευρικό κλονισμό και εισάγεται σε νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Με την επιστροφή του στην Νορβηγία θα ξεκινήσει μία νέα καλλιτεχνική περίοδος για αυτόν πιο φωτεινή και αισιόδοξη, ενώ θα αρχίσει να παίρνει ιδέες από τη φύση. Από το 1930 αρχίζει να έχει προβλήματα με την όραση και σταδιακά τυφλώνεται. Είναι η περίοδος που φιλοτέχνησε τις περισσότερες  αυτοπροσωπογραφίες.

Φρειδερίκος Νίτσε, 1906, Στοκχόλμη, Thielska Galleriet

Πέθανε το 1944 στο Όσλο, κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν τρομερά παραγωγικός και τα 80 χρόνια που έζησε. Στο δεύτερο πάτωμα του σπιτιού, οι αρχές βρήκαν έναν απροσδόκητο θησαυρό. Πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες ανακάλυψαν: 1.008 έργα ζωγραφικής, 4.443 σχέδια, 15.391 εκτυπώσεις μαζί με ξυλογραφίες, χαρακτικά, λιθογραφίες και φωτογραφίες. Ο Μουνκ είχε έναν πολύ καλό λόγο να κλειδαμπαρώσει τα έργα του: Το 1940, οι Ναζί εισέβαλαν στη Νορβηγία και στη συνέχεια ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Μουνκ γνώριζε ότι στον Χίτλερ δεν άρεσαν τα έργα του, τα οποία πλέον χαρακτηρίζονταν ως «εκφυλισμένη τέχνη» και οι Ναζί τα είχαν ήδη αφαιρέσει από τα μουσεία.

Έτσι αποφάσισε να τα κλειδώσει για να προστατευτούν από τις μαζικές καταστροφές των Ναζί, όπου πολλά αριστουργήματα χάθηκαν στην πυρά. Μετά τον θάνατο του Μουνκ, η πόλη του Όσλο δέχθηκε ένα ανεκτίμητο δώρο: ολόκληρο το έργο του ζωγράφου που δεν είχε πουληθεί. Η πόλη του Όσλο άνοιξε ένα μουσείο αφιερωμένο στο Μουνκ το 1963, όπου εκτίθεται όλο το σωζόμενο έργο, μαζί με μία εκδοχή της μοναδικής «Κραυγής».

Το Μουσείο Μουνκ έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές της Κραυγής (1910) και ένα παστέλ. Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή (1893).