Ο Brice Marden γεννήθηκε το 1938 στη Νέα Υόρκη. Ο Brice Marden είναι η Νέα Υόρκη.

Σπούδασε στο Yale School of Art με τον Alex Katz, μαζί με τους Chuck Close και Richard Serra, δούλεψε δίπλα στον Robert Rauschenberg, βυθίστηκε στη folk μουσική της Joan Baez και του Bob Dylan, και παράλληλα μαγεύτηκε από την Ευρώπη στα ταξίδια του στην Πομπηία και στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τη δουλειά του Giacometti αλλά και των Velazquez και Manet. O Brice Marden είναι ένας από τους τελευταίους θεμέλιους λίθους του μοντέρνου πνεύματος του 20ου αιώνα, με τον πειραματισμό στο έργο του να εδράζει στον μινιμαλισμό αλλά να διαχειρίζεται εξίσου δεξιοτεχνικά τον χειρονομιακό εξπρεσιονισμό, ένας πειραματισμός που συνεχίζεται αμείωτος τον 21ο, διανύοντας αγέρωχα την ένατη δεκαετία της ζωής του. Εξού και η περίοπτη θέση των έργων του όπως μας καλωσορίζουν στο MOMA της Νέας Υόρκης.

Το 1971 ο Brice Marden και η σύζυγός του, επίσης εικαστικός Helen Harrington, επισκέπτονται την Ύδρα, την ερωτεύονται και το 1973 αγοράζουν εκεί το πρώτο τους σπίτι. Από το 1974 ως το 1996 δημιούργησε 31 ζωγραφικά έργα σε μάρμαρο με έμπνευση και πυρήνα την Ύδρα. Ο Marden είναι δεινός μελετητής της τέχνης της Ελληνικής Αρχαιότητας και η έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι το επιστέγασμα της βαθιάς του συνομιλίας με τη διαύγεια του αιγαιοπελαγίτικου φωτός και την γεωμετρία του απολύτως απαραίτητου, όπως ξεδιπλώνεται από το νησιωτικό γεωγραφικό ανάγλυφο των νησιών του Αιγαίου.

Αυτό που αντιλαμβανόμαστε με την είσοδό μας στην έκθεση είναι το σπάνιο συναίσθημα της όσμωσης. Τα συνειδητοποιημένα θραυσματικά έργα του καλλιτέχνη υφαίνονται τόσο φυσικά με τα Κυκλαδίτικα έργα αλλά και με τους λαξευμένους από την αλμύρα βράχους που τα γέννησαν, που νιώθουμε σαν ο χρόνος να συστέλλεται κινηματογραφικά επάνω στην εύγλωττη επιφάνεια. Και παντού πρωταγωνιστής το όριο του ορίζοντα, μία οπτική και νοητή γραμμή που ιριδίζει στο βάθος, προκαλώντας για τη συμβολική διάρρηξή της, την οποία αγναντεύει από το παράθυρό του στην Ύδρα ο καλλιτέχνης.

Γραφίτης, μελισσοκέρι, λάδι, και τα φυσικά νερά του μαρμάρου περιγράφουν τη άφατη μεγαλοπρέπεια της Υδραϊκής γης, όπου δεν υφίσταται η έννοια του λάθους παρά μόνο της αμφισημίας του χρώματος που δημιουργείται από την ανάγκη του ίδιου του τοπίου να απορροφήσει το φως που αντανακλάται στις διαφορετικές επιφάνειες, που σμιλεύονται με την ίδια αίσθηση φυσικής αναγκαιότητας και εγγενούς σοφίας είτε από τον άνθρωπο είτε από την ίδια τη φύση. Στα μάτια μας εξελίσσονται ιστορίες από εκθαμβωτικά καλοκαιρινά πρωινά, θολά και ανταριασμένα από τον παφλασμό των κυμάτων, φθινοπωρινά απομεσήμερα, βράχοι που κατακρημνίζονται στο πέλαγος, κοκκώδεις αμμουδιές, σε μία υλική χαρτογράφηση του άυλου της φυσικής Συντάραξης. Το πνεύμα συμπορεύεται με τα φυσικά στοιχεία και σχηματοποιείται σε ύλη, ενώ μετριέται με τα ίχνη που άφησε στο μάρμαρο ένας τεχνίτης, με την απτική ματιέρα της πέτρας, με το χάδι χρώματος του καλλιτέχνη στη γωνία του έργου όταν επιχειρεί να απαλύνει την αδρότητα της.

Τα Κυκλαδίτικα έργα που επιλέχθηκαν σε συνεργασία Marden και Αντωνίτση για να συνδιαλεχθούν με τα έργα του καλλιτέχνη, είναι διαλεγμένα ένα προς ένα. Συγκλονιστικά ως προς την απλότητά τους, μορφοποιούν κατάλληλα την σκέψη του Marden. Καθημερινά, ταπεινά χρηστικά αντικείμενα, μία φιάλη, μία πυξίδα, ένας σκύφος, ένα μικρό αγγείο με γεωμετρική γραφή, αποτυπώνουν τη δημιουργία ενός σύμπαντος μεταφυσικών αντικειμένων μέσα από τα οποία εισάγονται στην προαιώνια τέχνη της μορφοποίησης της ιδέας, τα μάρμαρα, τα λάδια και τα μελάνια του καλλιτέχνη.

Την ίδια στιγμή η πρόσληψη του απολύτως ζωτικού από τον Marden, όπως ένα φύλλο ελιάς από τον αρχαίο φωκιδαϊκό ελαιώνα, μετουσιώνει τη μνημειοποίησή του σε ολόχρυσο στεφάνι φύλλων βελανιδιάς από τον άγνωστο αρχαίο μικρογλύπτη. Η απεικόνιση της αρχαίας αισθητικής σε πρώιμα καρτ ποστάλ, στα ‘Souvenir de Grece’, αφορά εξίσου με το αρχαίο έργο τον καλλιτέχνη, καθώς ο ίδιος προέρχεται από ένα genre παράδοσης στο ready made, όπου η απεικόνιση δημοφιλών αντικειμένων της ιστορίας μπορεί να λειτουργήσει εφάμιλλα με την έμπνευση που μπορεί να προσφέρει το ίδιο το αρχαίο έργο, το οποίο έχει καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι της pop κουλτούρας, κάτι που μπορεί να συμβαίνει ήδη από την αρχαιότητα όπως ο μικρός Σειληνός που λειτουργούσε ως έναυσμα ζωικής ορμητικότητας σε διάλογο με το Lingam, το φαλλόσχημο σχέδιο επάνω σε φύλλο ευκαλύπτου.

Ο Marden λειτουργεί ως ‘σεισμογράφος ενέργειας’ σύμφωνα με τον Δημήτριο Αντωνίτση και αυτή η αίσθηση διαπερνά όλα του τα έργα, όπως το ζωγραφικό έργο ‘Another Hydra Rockery’ που προέρχεται από την κουζίνα του σπιτιού του στο Μανχάταν, που μοιάζει να έχει εγκλωβίσει σε στυπόχαρτο και να ακτινοβολεί πίσω όλο το Υδραϊκό φως που θα μπορούσε να ρουφήξει, όπως και τα 8 σχέδια των κυματισμών που βλέπουμε στην έκθεση για πρώτη φορά και καταδείχνουν ακριβώς αυτή την εμμονή στο ίχνος που προέρχεται από τη διεισδυτική ματιά του καλλιτέχνη που ‘σκανάρει’ τη θάλασσα, αποτυπώνοντας τη ρέουσα αρχιτεκτονική κάτοψη των σχηματισμών τους.

Η παρουσία των έργων του Brice Marden στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι μία σημαντική στιγμή στην εκθεσιακή ιστορία όχι μόνο του Μουσείου αλλά και της πολιτισμικής πορείας της χώρας, καθώς μας παρουσιάζει τον βιωμένο τρόπο που το ελληνικό τοπίο και η ιστορία του έχει επηρεάσει έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος μας μεταφέρει τη δική του ανάγνωση, σε ευφυή αντιπαραβολή με ορισμένα από τα πιο διακριτικά, διάφανα και αιθέρια εκθέματα, της ελεγείας του Ελάχιστου. Σχήμα και χρώμα, υλικό και άυλο, πυκνότητα και διαπερατότητα, είναι τα δίπολα που ισορροπούν μέσα από το έργο του Marden, το διαμορφώνουν και το αποθέτουν μπροστά στα μάτια του θεατή, καθαρό και αυθύπαρκτο, σαν σπάνιο φυλαχτό της βαρύτητας του απολύτως απαραίτητου στην καλλιτεχνική έκφραση. Και αυτή η συνειδητοποίηση αυτής της ισορροπίας έχει βαρύνουσα σημασία όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία μας, τους ταραγμένους αυτούς καιρούς.

Διαβάστε επίσης:

Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα: Έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης