“Θέλω να έχω λεφτά”, είπε η Νατάσα. “Είμαι 30, δεν με παίρνει να είμαι φτωχή, ούτε να είμαι μποέμ. Για να είσαι, πρέπει να είσαι στ’ αλήθεια νέα, ξέρω ‘γω. Φρέσκια, όμορφη… ή να έχεις ένα όπλο και καλούς φίλους. Έχεις; Όπλο εννοώ. Αρχίδια! Δεν έχεις…”

Ο άνδρας πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του.

Μεγαλωμένη σε κάποιο από τα ημιβόρεια προάστια της Αθήνας και σε ένα από τα σχολεία που κανείς γνωρίζει κόσμο για να ποντάρει σε αυτόν, η περιπλάνησή της την έφερε επικίνδυνα κοντά στους μηχανισμούς που συνετίζουν τους δυσαρεστημένους και τους μίζερους. Στα 35 της, έχοντας επιστρέψει στην ασφάλεια του καλού μεσοαστικού πεπρωμένου της, η Νατάσα είχε τον κυνισμό να απαλλαγεί από φίλους και ενδοιασμούς. Ριγμένη σε ένα περιβάλλον φτιαγμένο για να μένει πάντα ξένο, ανάμεσα σε δωμάτια ξενοδοχείων και νεόδμητους οικισμούς για τουρίστες στην Κύπρο, πρέπει να επιπλεύσει στον κόσμο που είχε σνομπάρει από τα 15 της.

Αυτό που αγαπάς, αν το εμπορευτείς κατάλληλα μπορεί ίσως να σου φτιάξει ένα επάγγελμα και μια ταυτότητα. Η Νατάσα δεν ξέρει τι αγαπά, ξέρει τι μισεί. Και ξέρει ότι πάντα υπάρχει κάποιος που έχει ανάγκη και που μπορεί να πληρώσει για το μίσος σου. Αυτή είναι μια γωνιά της αγοράς, ίσως και μια ταυτότητα που μπορεί να την χωρέσει.

Βιογραφικό

Ο Γιώργος Σερβετάς γεννήθηκε το 1978. Μεγάλωσε στη Θήβα μέχρι τα 18 και σπούδασε στην Πάτρα, στο τμήμα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής. Από το 2003 ζει στην Αθήνα. Έχει σκηνοθετήσει και γράψει το σενάριο για την ταινία Να κάθεσαι και να κοιτάς (Toronto IFF 2013, Berlinale Panorama 2014). Η γυναίκα με το όπλο είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.