Το έργο

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα έγραψε το 1934 την Γέρμα θίγοντας τη σημασία της ατεκνίας και την επίπτωσή της για τις γυναίκες, στην Ισπανία των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Ισπανός θεατρικός συγγραφέας παρέδωσε ένα σπαρακτικό, αλλά και άγριο κείμενο στο θεατρικό κοινό της εποχής. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίο ο Σάιμον Στόουν δημιούργησε την δική του Γέρμα. Γραμμένη το 2016, η ηρωίδα του Στόουν είναι μια σύγχρονη γυναίκα, η οποία είναι αφοσιωμένη στην καριέρα της, απολαμβάνοντας την επαγγελματική της επιτυχία, αλλά και την προσωπική ευτυχία δίπλα στον σύντροφό της. Απελευθερωμένη σεξουαλικά, απολαμβάνει τον έρωτα χωρίς ταμπού και δεσμεύσεις, μέχρι τη στιγμή που ο σύντροφός της αγοράζει ένα σπίτι για αυτούς. Το σπίτι σε συνδυασμό με την ηλικία της (έχει κλείσει τα 35 της χρόνια) την οδηγούν στη σκέψη ότι θα ήθελαν να αποκτήσει ένα παιδί. Από τη στιγμή αυτή όμως ξεκινάει ο Γολγοθάς τους, καθώς η ιδέα του παιδιού τής γίνεται εμμονή και αυτοσκοπός, μέχρι που εν τέλει καταστρέφονται και οι δύο, τόσο οικονομικά και επαγγελματικά, όσο και προσωπικά.

Είναι γεγονός ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες έδωσαν μεγάλη σημασία στα παιδιά, μετατρέποντάς τα σε ιδιότυπα τρόπαια. Ως αποτέλεσμα, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ζευγαριών επιδίδονται σε ένα ανηλεές, συχνά, κυνήγι γονιμότητας, καταστρέφοντας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, την υπόλοιπη ζωή τους. Ωστόσο, ο Στόουν, το enfant terrible της Αυστραλιανής σκηνής, υπήρξε αρκετά μονόπλευρος στην προσέγγισή του απέναντι στην ηρωίδα την οποία αντιμετωπίζει ως μια σεξουαλικά απελευθερωμένη καριερίστα, η οποία, εν μία νυκτί, αποφασίζει να αφοσιωθεί σε ένα νέο πρότζεκτ που λέγεται παιδί. Ο Στόουν ανεπιτυχώς παπαγαλίζει, μέσω της μητέρας της ηρωίδας, απόψεις που αντηχούν την Σιμόν ντε Μποβουάρ, όπως τις διατύπωσε στο Δεύτερο Φύλο, για τον γυναικείο τρόμο του εμβρύου που κατέχει και ελέγχει το σώμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το ίδιο ισχύει με την αδελφή της σύγχρονης Γέρμα, η οποία βιώνει σε απόλυτη αμφιθυμία τόσο την εγκυμοσύνη της, όσο και μια επώδυνη αποβολή. Είναι γεγονός ότι το ταξίδι της εγκυμοσύνης και της τεκνοποίησης δεν είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα, όσο και αν συχνά παρουσιάζεται κατ’ αυτό τον τρόπο. Είναι όμως επίσης γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, πατριαρχικές γαρ στη δομή τους, υποβάλλουν στις γυναίκες την τεκνοποιΐα ως θηλυκή υποχρέωση. Ο συγγραφέας όμως πατάει ακροθιγώς και ταυτόχρονα σε όλα αυτά, χωρίς παράλληλα να επιτρέπει την δημιουργία οποιουδήποτε συναισθήματος στο κοινό. Το έργο χαρακτηρίζεται από έντονη αντι-θεατρικότητα, τόσο με το συχνό χωρισμό σε πολλές σκηνές, όσο και με τις πολλαπλές επιγραφές. Σε συνδυασμό με την αναίτια και υπερβολική βωμολοχία του κειμένου (δεν προκύπτει ούτε από την κοινωνική, αλλά ούτε από την οικονομική θέση των ηρώων) το κείμενο προσπαθεί να αποδομήσει κάθε συναίσθημα σε ένα ακανθώδες ζήτημα όπως είναι η ατεκνία.

Η παράσταση

Ο σκηνοθέτης προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις εγγενείς αυτές δυσκολίες με σκηνικές λύσεις, οι οποίες έτειναν προς το δραματουργικό περιεχόμενο της παράστασης. Έτσι, τα δέντρα τα οποία αποτυπώνονταν ψηφιακά απηχούσαν την εκάστοτε ψυχική κατάσταση της ηρωίδας θέλοντας να υπογραμμίσουν το συναίσθημα, το οποίο διαλυόταν σε κάθε εναλλαγή σκηνής. Η έντονη αποσπασματικότητα μπρεχτικών απόηχων, ωστόσο, απομάκρυνε τον θεατή από το συναίσθημα. Σε αυτό συνέβαλε και η ίδια η γραφή του Στόουν, ο οποίος συνεχίζοντας την παράδοση των at-yer-face συγγραφέων των τελών του 20ού αιώνα (Μαρκ Ρέιβενχιλ, Σάρα Κέην, Μάρτιν ΜακΝτόνα), παρουσίασε μια γυναίκα σεξουαλικά αδηφάγα, η οποία αντιμετώπισε την τεκνοοποιΐα της ως μια υποχρέωση του φύλου της. Ο συγκερασμός των δύο, σε συνδυασμό με την πληθώρα άλλων επί σκηνής πληροφοριών, κατέστησαν την παράσταση διασπασμένη ως προς την δραματουργική της στόχευση. Έτσι, η προσπάθεια του σκηνοθέτη να δημιουργήσει συναίσθημα στο κοινό ήρθε σε ευθεία ρήξη με το κείμενο, το οποίο θέλησε να μιλήσει διδακτικά και όχι συναισθηματικά στους θεατές.

Οι ηθοποιοί

Η Μαρία Κίτσου (Εκείνη) απέδωσε με έντονο συναίσθημα το ρόλο της, γεγονός το οποίο προσέκρουσε στην γραφή του Στόουν. Βρέθηκε λοιπόν να παίζει υπερβολικά, σε ένα έργο που δεν άφηνε περιθώριο σε πολλούς συναισθηματισμούς. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Τζον) προσπάθησε να διατηρήσει κάποιο μέτρο στο πλάι της συμπρωταγωνίστριάς του και μέχρι κάποιο σημείο το κατάφερε. Η Τατιάνα-Άννα Πίττα (Μαίρη) ήταν υποτονική και συχνά αμήχανη, όπως και ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης (Βίκτορ). Η Μαριάννα-Ζωή Μαριγώνη (Ντες) οδηγήθηκε συχνά σε σπασμωδικές υποκριτικά αντιδράσεις. Αρκετά εναρμονισμένη με την ατμόσφαιρα του κειμένου και της παράστασης υπήρξε η Ασπασία Κράλλη (Έλεν).

Οι συντελεστές

Πολύ καλή η μετάφραση του έργου (Δημήτρης Κιούσης-Κοραλία Σωτηριάδου), η οποία απέδωσε τη σύγχρονη γλώσσα και ματιά του συγγραφέα. Η σκηνογραφία (Ευαγγελία Θεριανού) με τη βοήθεια των βιντεοπροβολών (Παντελής Μάκκας) κατάφεραν να αποδώσουν επιτυχώς τις συχνές και διαφορετικές εναλλαγές του σκηνικού χώρου, υπογραμμίζοντας παράλληλα την ψυχική διάθεση της ηρωίδας. Σημειολογικά φορτισμένα επίσης υπήρξαν τα κοστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ).

Εν κατακλείδι

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος παρουσίασε ένα νέο και σύγχρονο έργο. Ωστόσο, η δραματουργία του κειμένου κατέστησε ιδιαίτερα δύσκολη την προσέγγιση μεταξύ κοινού και έργου. Έτσι, η προσπάθεια του σκηνοθέτη να καταστήσει το κείμενο πρόσφορο έδαφος προκειμένου να προσεγγισθούν σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, όπως της υπογονιμότητας, της διάθεσης του γυναικείου σώματος προς τεκνοποιΐα, αλλά και του αδηφάγου τρόπου ζωής των σημερινών ζευγαριών έμεινε εκκρεμής, προσκρούοντας στην ιδιαιτερότητα της γραφής του Στόουν.

Photo Credit: Patroklos Skafidas

Διαβάστε επίσης:

Γέρμα, του Σάιμον Στόουν σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο στο Θέατρο Πόρτα