Η αμερικανική γενιά των λογοτεχνών όπως ο Τζων Φάντε, ο Τσίβερ, ο Ντος Πάσσος και τόσοι άλλοι, είναι μια ευλογημένη γενιά συγγραφέων που κατάφεραν μέσα στις δυσκολίες και τις αναποδιές να “ζωγραφίσουν” μέσα από τις σελίδες τους γεγονότα και καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα που οι ίδιοι βίωσαν. Παιδιά μεταναστών οι περισσότεροι, έζησαν δύσκολα παιδικά χρόνια, βίωσαν από πρώτο χέρι τη σημαντική οικονομική κρίση και τα όσα επακολούθησαν και μέσα από αυτόν τον κυκεώνα συμβάντων κατάφεραν και δημιούργησαν έργα σημαντικά και διαχρονικά. Σαν την σχολή της Νέας Υόρκης στη ζωγραφική, έτσι και όλοι αυτοί διαμόρφωσαν, ο καθένας με το προσωπικό του στίγμα φυσικά, μία σχολή πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη που αξίζει κανείς να ανακαλύψει και σαφώς να μελετήσει.

Μια ζωή γεμάτη από συγκινήσεις, συναισθήματα, απογοητεύσεις και χαρές που εναλλάσσονται 

Ο Τζων Φάντε στα βιβλία του έχει την τάση να αφηγείται στιγμές της προσωπικής του ζωής και το ίδιο πράττει και εδώ μέσα από μια συζυγική νουβέλα, όπως χαρακτηριστικά την ονομάζει. Αυτό που επιτυγχάνει είναι να αφηγείται με το δικό του μοναδικό τρόπο στιγμές της προσωπικής του ζωής, του ερχομού του παιδιού του και εμάς ως αναγνώστες να μας κάνει κοινωνούς αυτής της άφιξης. Οι στιγμές είναι μια ματιά από την κλειδαρότρυπα και όμως επιχειρεί να ανοίξει και την πόρτα την ίδια ο ίδιος για να μπούμε και να παρακολουθήσουμε, σαν θεατές στο θέατρο, όλα όσα εκτυλίσσονται μέχρι να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του, την σχέση με τον πατέρα του, την αγάπη του για την γυναίκα του, το μωρό να ακουστεί, στα δικά μας αυτιά, με έναν τρόπο νοερό, σχεδόν ζωντανό.

Είναι, εμμέσως πλην σαφώς, η επιθυμία του να μοιραστεί τέτοιες ευαίσθητες προσωπικές στιγμές για να αποκαλυφθεί και ο ίδιος ενώπιόν μας, ένας απλός άνθρωπος σαν όλους εμάς που περιμένει τον γιο του έχοντας στο πλευρό του τον πατέρα του. Είναι ένας συγγραφέας που έχει το θάρρος να αποκαλυφθεί και να ξεγυμνωθεί κατά κάποιο τρόπο δίχως να ντρέπεται να αποκαλύψει ιδιαίτερες στιγμές του προσωπικού του βίου, δίχως να διστάζει να εκτεθεί στο κοινό που θα τον αναγνώσει. Έχει την ασφάλεια να απεκδυθεί τον ρόλο του συγγραφέα και να ντυθεί για λίγο τον ρόλο και την αγωνία του πατέρα που στέκεται με αγωνία αλλά και με ανυπομονησία στο θαύμα της φύσης. Πώς είναι άραγε να γίνεσαι για πρώτη φορά πατέρας και πώς κάποιος μπορεί να διαχειριστεί το πρωτόγνωρο συναίσθημα αυτό της έλευσης ενός νέου μέλους;

Από την άλλη πλευρά, αυτό που μοιράζεται μαζί μας είναι η σχετικά ταραγμένη σχέση του και το παρελθόν του με τον πατέρα του, μια σχέση όχι και τόσο σταθερή, αφηγούμενος όλα όσα πέρασε και στη δική του νεότητα, στα παιδικά του χρόνια. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τα όσα μας αφηγείται τόσο για την καταγωγή του ίδιου και της οικογένειάς του σε μια εποχή όπου οι Ιταλοί έρχονταν στην Αμερική για ένα καλύτερο αύριο μαζί με άλλους ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου για να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο. Η σχέση πατέρα και γιου είχε ήδη απασχολήσει κατά καιρούς και στο απώτερο παρελθόν συγγραφείς όπως ο Τουργκένιεφ στο δικό του περίφημο βιβλίο Πατέρες και γιοι και ο δικός του τρόπος προσέγγισης αυτής της σχέσης είναι ένα σημείο αναφοράς μέσα στη νουβέλα, ειδικά εκεί όπου ο πατέρας του αποφασίζει να εξομολογηθεί για πρώτη φορά ύστερα από ένα διάστημα πενήντα πέντε ετών.

Αυτό που επιδιώκει είναι να καταδείξει αυτή την σκληρότητα της πόλης, της δυσκολίας επιβίωσης σε μια χώρα μεγάλη, όπου κάποιος οφείλει να παλέψει για να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε κάθε λογής υποχρεώσεις, μια πόλη όχι τόσο φιλική αλλά γεμάτη ευκαιρίες για τα χρόνια του πατέρα του αλλά και τα δικά του. Γράφει χαρακτηριστικά: “Υπήρχαν μέρες σ’εκείνους τους δρόμους του κέντρου του Λος Άντζελες που ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου στην τσέπη σήμαινε ότι θα μπορούσα να χαλαρώσω από τον πυρετό της επιβίωσης, ότι θα μπορούσα να μετριάσω για λίγο το ρυθμό της ζωής, να είμαι ήρεμος για ένα εικοσιτετράωρο”. Αυτή η πάλη γίνεται λίγο καλύτερη καθώς τα χρόνια περνάνε και σίγουρα πολύ καλύτερη από τη δεκαετία του ’20 όταν έφτασαν και τα πρώτα καραβάνια προσφύγων.

Εξάλλου, εμμέσως πλην σαφώς, η Αμερική στην οποία αναφέρεται ο Τζων Φάντε είναι εκείνη που υποδέχτηκε πλήθος μεταναστών που αναζητούσαν στη νέα ήπειρο όπου όλα εναπόθεταν τα όνειρά τους για ένα καλύτερο μέλλον, το μέλλον όμως αυτό θα περνούσε δια πυρός και σιδήρου. Βρισκόμαστε νοερά στα μέσα της δεκαετίας του ’20, όταν και οι πρώτοι μετανάστες φτάνουν στην Αμερική, σε μία οικονομία που θα βιώσει την απόλυτη καταστροφή και άρα όσα περιγράφει εδώ ο Φάντε είναι μια μικρογραφία των όσων θα επακολουθούσαν, μαζί με τα παιδικά όνειρα έσβησαν και τα όνειρα πολλών οικογενειών για το Αμερικανικό όνειρο που έστειλαν στο χείλος της καταστροφής και ακόμα και στον θάνατο, όπως για παράδειγμα τον συγγραφέα του Υπέροχου Γκάτσμπυ Σκοτ Φιτζέραλντ.

Μια άλλη ανάγνωση είναι εκείνη της σχέσης του με την γυναίκα του Τζόυς, στην οποία αφιερώνει μεγάλο μέρος της αφήγησης και για την οποία τρέφει συναισθήματα αγάπης και αφοσίωσης. Διαβάζουμε για την έγνοια του και την ανησυχία του για την γυναίκα του, για αυτές τις στιγμές πριν του ανακοινωθεί η γέννηση και η συναισθηματική φόρτιση βρίσκεται στο ζενίθ της. Σχεδόν έτοιμος, γιατί κανείς ποτέ δεν είναι ολοκληρωτικά έτοιμος για ένα τέτοιο συμβάν όσο και αν είναι εξοικειωμένος, ο Φάντε θα προβεί σε μια εσωτερική επικοινωνία με τον εσώτερο εαυτό του και θα αναζητήσει τις δυνάμεις, θα αναδομηθεί και θα υποδεχτεί το γιο του σε μια μέθη γιορτής. Ο λόγος του Φάντε είναι συγκινητικός μα και εύθυμος, μια νουβέλα που αξίζει να διαβαστεί.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Πήγα στο πλευρό της. Το κρεβάτι ήταν σα μια μεγάλη κούνια, με πτυσσόμενα σιδερένια πλαϊνά κάγκελα. Καθώς έσκυβα να τη φιλήσω, είδα το κόκκινο στόμα της, τα χείλια της πρησμένα απ’ την ένταση του πόνου»

«Θα έδινα τα πάντα για εκείνη, τα δυο μου χέρια, τα πόδια μου, τα μάτια μου, τη ζωή μου, τα πάντα θα τα έδινα για ν’ αλαφρύνω τις ωδίνες της…»

Διαβάστε επίσης: 

Τζων Φάντε – Γεμάτη ζωή: Μια συζυγική νουβέλα από τις εκδόσεις Δώμα