Η κοσμοπολίτισσα Ετέλ Αντνάν (Etel Adnan) είναι ο άνθρωπος εκείνος, η δημιουργός εκείνη, η δυναμική εκείνη γυναίκα που ποτέ δεν λύγισε μπροστά στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μετακινούμενη άλλοτε ως πρόσφυγας και άλλοτε από προσωπική της επιλογή από την Ευρώπη στην Αμερική και ξανά πίσω. Η Adnan είναι η προσωποποίηση της συγγραφέας/ζωγράφου/ποιήτριας που μόχθησε να παραγάγει έργο αρεστό πρώτα σε εκείνη, αγωνίστηκε να προσαρμόσει την “γραφή” της στα επίπεδα που η ίδια επιθύμησε και πόθησε βαθιά μέσα της αδιαφορώντας για το γύρω αλλά πολλές φορές επηρεαζόμενη από αυτό. Αυτό που πέτυχε μετά από πολύ κόπο και συνεχείς εσωτερικές παλινωδίες ανάμεσα στην φλόγα που έκαιγε και την αμφιβολία που τρεμόπαιζε ήταν να εδραιώσει μέσα από τα γραπτά της την φλόγα της δημιουργίας απενοχοποιημένη και ελεύθερη από το σύνδρομο της γλωσσικής αβεβαιότητας που την ακολούθησε σε κάθε της βήμα.

Να ζεις μακριά από τον τόπο σου, από εκεί όπου γεννήθηκες είναι σκληρό και επώδυνο. Να είσαι νομάς και να αναζητάς νέα πατρίδα για να καταφέρεις να επιβιώσεις και να ζήσεις κανονικά είναι μια πορεία σαν αυτή στο μέτωπο. Τα παιχνίδια της ιστορίας είναι δυστυχώς πολλές φορές ενάντια στους ανθρώπους που ως μονάδες αδυνατούν να τα βάλουν με τα φλέγοντα γεγονότα και έτσι γίνονται τα θύματα εκείνων που δεν κατάφεραν να αποφασίσουν συνετά για τις τύχες τους. Είναι αυτό που είπε πολύ εύστοχα ο Πωλ Βαλερύ: “Πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν”. Ο Λίβανος, η χώρα καταγωγής της Adnan, είναι ένα παράδειγμα προς αποφυγή καθώς η συγκεκριμένη χώρα ταλανίζεται από τρομοκρατία και εσωτερικές συγκρούσεις σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Παλαιστίνη, την πόλη της Τζενίν στην οποία αφιερώνει αυτό το βιβλίο.

Το παραπάνω απόφθεγμα του Βαλερύ βρίσκει δυστυχώς την εφαρμογή του και αυτό γιατί στην Παλαιστίνη ο λαός υφίσταται τις συνέπειες αυτής της αδυναμίας των πολιτικών να βρουν μια λύση στο πρόβλημα που δυστυχώς διαιωνίζεται τόσες δεκαετίες τώρα. Είναι σπαρακτικός ο λόγος της Αντνάν διότι είναι τραγικά και συνάμα τρομακτικά τα όσα εκτυλίσσονται εκεί, πρόκειται για ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, καθώς τα θύματα είναι οι άμαχοι που δεν έχουν κανέναν λόγο να πεθαίνουν για ένα πουκάμισο αδειανό, όπως θα έλεγε και ο Σεφέρης. Είναι ένας τόπος όπου το αίμα κυλάει στους δρόμους και βάφει τα κτίρια, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, ένα αίμα ανθρώπων που χάνονται άδικα στον βωμό μιας αντιπαράθεσης δίχως τέλος και η Αντνάν είναι παρούσα, καταγράφει τα όσα συμβαίνουν καθώς και η ίδια προέρχεται από μια χώρα αιματοβαμμένη.

Στην Μέση Ανατολή άνθρωποι με διαφορετικές καταγωγές κατορθώνουν να έχουν μετατρέψει την περιοχή σε πυριτιδαποθήκη που θρέφεται συνέχεια από το μίσος, ένα μίσος φλογερό και ασίγαστο όσα χρόνια και αν πέρασαν. Και η αλήθεια είναι πως έχουν περάσει κοντά 70 χρόνια και το δράμα συνεχίζεται και δυστυχώς θα συνεχίζεται για πολύ, γιατί το χώμα είναι ποτισμένο με το αίμα αθώων, λουλούδια αγάπης μοιάζει να μην φυτρώνουν πια και η εκδίκηση είναι ένα τραγούδι πικρό, ένα όπλο συναισθηματικό που μπορεί και εξολοθρεύει, δεν σκοτώνει απλώς. Πόσα χρόνια ακόμα τα τείχη και η αντιδικία χρόνων θα καθορίζει τις μοίρες ανθρώπων που ζουν με τον φόβο μιας ακόμα επίθεσης, μιας ακόμα απόπειρας αυτοκτονίας, ενός μακελειού στον βωμό της ιστορικής έχθρας που τους διακρίνει;

Είναι αμέτρητα τα ερωτήματα που πλανώνται πάνω από την ευαίσθητη και πολύπαθη περιοχή και ιστορίες σαν και αυτή έρχονται ως ήμερα διαλείμματα σε έναν κόσμο που ζει μέσα στην αβεβαιότητα όχι για το αύριο αλλά για το τώρα. Και είναι αλήθεια, πόσες ακόμα πληγές και τραύματα θα ανοίγονται δίχως λόγο, μοιάζει το παρελθόν να τιμωρεί το παρόν και να το καταδικάζει σε αποτυχία, δυστυχώς μόνιμη. Η Αντνάν γράφει χαρακτηριστικά: “…κι η νύχτα αρνήθηκε να βρέξει πάνω στα κεφάλια των αρνιών, κι είδαμε την αστραπή να αναμειγνύεται με τα σύγνεφα τα ψωμωμένα απ’ το αίμα και τα δάκρυα, και η ύλη βάλθηκε να ομιλεί κατευθείαν στους νεκρούς, που είχαν πάψει ν’ ακούν“. Ο σπαραγμός των ανθρώπων που παλεύουν να σωθούν είναι εξίσου ηχηρός με την σιωπή των νεκρών που κείτονται στο δρόμο διότι οι βομβαρδισμοί δεν αφήνουν το περιθώριο σε κανέναν να τους περισυλλέξει και να τους θάψει ως οφείλει, ακόμα και στην αρχαιότητα υπήρχε κατάπαυση πυρός ώστε να θαφτούν οι νεκροί, εδώ όχι.

Τα λόγια της Αντνάν από το μέτωπο του πολέμου έτσι όπως η ίδια τον πραγματεύεται είναι ισχυρή γροθιά στο στομάχι όσων διαβάζουν αυτό το τόσο σύντομο κείμενο βγαλμένο και γραμμένο από την ψυχή της, πετυχαίνει πραγματικά μόλις σε ελάχιστες σελίδες να μας μεταδώσει το βαρύ κλίμα που μυρίζει θάνατο και εμείς στεκόμαστε ενεοί σε όσα δραματικά συμβαίνουν, ένας πόνος άλλοτε θορυβώδης και άλλοτε βουβός έχει καλύψει την πόλη της Τζενίν σαν σύννεφο και δεν λέει με τίποτα να φύγει από πάνω. “Σαβανώσαμε το θάνατο με μια πελώρια σημαία και τη θάψαμε έπειτα στον ομαδικό τάφο που ήταν άλλοτε η πόλη εκείνων που τρώγαν κάθε πρωί τα ξερά ψίχουλα της μνήμης”. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια εμβληματική φυσιογνωμία των γραμμάτων, μέσα από την ιστορία αυτή αναδεικνύει τη δραματικότητα και την τραγικότητα μίας αιώνιας διαμάχης όπου ο διάλογος αντικαταστάθηκε από τη δύναμη των όπλων και η λογική από τον άκρατο παραλογισμό και την τυφλή βία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τζενίν»:

«Τα φονικά όπλα είναι πάντα πιο κρύα απ’τον αέρα που τα περιβάλλει. Πληγώνουν χωρίς να φοβίζουν»

«Πιο πυκνά γίναν τα δάση, της νύχτας τα ζώα γεννούν τέρατα. Το κακό χτυπάει την πόρτα πριν την αυγή, την ίδια νύχτα που η βροχή έπαψε να προσγειώνεται»

Διαβάστε επίσης:

Ετέλ Αντνάν – «Τζενίν»: Το πυκνό ποίημα για την πόλη – έμβλημα της Παλαιστινιακής Αντίστασης