O καθηγητής Άντριου Κρόκερ-Χάρις (Δημήτρης Καταλειφός) είναι φιλόλογος και διδάσκει σε κάποιο σχολείο της μεταπολεμικής Βρετανίας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, οι διάλογοι ενός μαθητή κι ενός καθηγητή αλλά και της γυναίκας του που τον σχολιάζουν πισώπλατα μας προϊδεάζουν για την προσωπικότητά του πριν ακόμα καν τον δούμε: πρόκειται για έναν άνθρωπο στεγνό, κλεισμένο στον εαυτό του σαν στρείδι, φαίνεται σαν να μην θέλει να τον συμπαθούν και κρατά μονίμως σε αυστηρή πειθαρχία τους μαθητές του. Εκείνοι πάλι τον αποκαλούν Χίμλερ (επικεφαλής των SS) της 3ης Γυμνασίου. Είναι ιδιαίτερα μορφωμένος με πολλά βραβεία, εμμονικός με τη λεπτομέρεια, αφοσιωμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στην επιστήμη του. Τόσο που στα νιάτα του τόλμησε να κάνει μια χειρόγραφη μετάφραση ολόκληρου του έργου «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Είναι όμως και ασφυκτικά εγκλωβισμένος τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά στο πλαίσιο της υποτιθέμενης αξιοπρέπειας που του επιβάλλουν οι κοινωνικές επιταγές.

Την τελευταία του ημέρα το σχολείο, το οποίο αναγκάζεται να εγκαταλείψει λόγω προβλημάτων υγείας, δέχεται ένα αναπάντεχο αποχαιρετιστήριο δώρο. Ένας μαθητής του (Κυριάκος Ψυχαλής) του χαρίζει μια έμμετρη μετάφραση του Αγαμέμνονα – πρόκειται για την εκδοχή του Μπράουνινγκ – με αφιέρωση στα αρχαία Ελληνικά έναν στίχο από το αγαπημένο του έργο. Δεν πρόκειται όμως για μια τυπική χειρονομία όπως εύκολα θα τη χαρακτήριζε κανείς. Η πράξη αυτή γίνεται ταυτόχρονα αφορμή για να ξεδιπλωθούν οι πραγματικοί χαρακτήρες των πρωταγωνιστών: ο νεκρωμένος από κάθε συναισθηματική εκδήλωση καθηγητής δακρύζει μπροστά στον μαθητή του – αν και θεωρεί το ξέσπασμά του ένδειξη αδυναμίας. Θέλοντας να μοιραστεί τη χαρά του με τη γυναίκα του Μίλυ (Πέγκυ Σταθακοπούλου), εκείνη βρίσκει την ευκαιρία να καταστρέψει σχεδόν με σαδιστική χαρά τη δική του συγκίνηση. Αυτό το τελευταίο δίνει τη χαριστική βολή στη σχέση της με τον εραστή της (Κωνσταντίνος Γώγουλος), ο οποίος αποφασίζει τότε ακριβώς να την εγκαταλείψει οριστικά.

Φορτισμένος συναισθηματικά, ο Κρόκερ ανοίγεται στον αντίζηλό του. Συνειδητοποιεί ότι δεν είναι αρεστός και θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο καθηγητή. Δεν φταίει όμως γι’ αυτό μια αρρώστια του σώματος, φταίει κάποια αρρώστια της ψυχής. Παραδέχεται ότι μπορείς να διδάξεις πολύ περισσότερα πράγματα με το γέλιο παρά με τη σοβαρότητα και λυπάται που εμπνέει φόβο στους μαθητές του. Εξομολογείται ότι «είναι λαμπρός φιλόλογος, αλλά με θλιβερή άγνοια ως προς τα γεγονότα της ζωής» κι αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τον αποτυχημένο γάμο του. Όταν μπαίνει το μικρόβιο της αμφιβολίας για τα αγνά κίνητρα του μαθητή υποβιβάζει τα δάκρυα χαράς του ως «τον μυϊκό σπασμό ενός νεκρού σώματος».

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο Δ. Καταλειφός κουβαλά στις πλάτες του σχεδόν ολόκληρο το βάρος του έργου. Δεν υποδύεται απλώς τον Άντριου Κρόκερ, είναι ο Άντριου Κρόκερ, ο άνθρωπος που κάνει σωστά τη δουλειά του και δεν έχει ανάγκη από το χειροκρότημα για να επιβεβαιωθεί. Αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή για τον συγκεκριμένο ρόλο τόσο εμφανισιακά όσο κι ερμηνευτικά και καταφέρνει να εστιάσει πάνω του όλη την προσοχή. Ερμηνεύει ακόμα και με τις παύσεις του και με τη στάση του σώματός του είτε την αμηχανία του είτε το συναίσθημα που συνεχώς προσπαθεί να καταπνίξει.

Η Π. Σταθακοπούλου πετυχαίνει μια άρτια ερμηνεία ως κυρία Κρόκερ και είναι πειστική στις σχεδόν στιγμιαίες εναλλαγές διάθεσης. Συμπεριφέρεται ευγενικά και τυπικά μπροστά στους άλλους, μόλις όμως μένει μόνη με τον άντρα της ξεπηδά σαν χείμαρρος όλη η αδιαφορία και το μίσος απέναντί του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να τον μειώσει ή να τον ειρωνευτεί. Μαζί με τον Δ. Καταλειφό πετυχαίνουν να δείξουν τόσο κινησιολογικά όσο και με τη χροιά της φωνής τους το τεράστιο χάος της αποξένωσης και της πικρίας που τους χωρίζει.

Ως προς τους άλλους χαρακτήρες της παράστασης, έκπληξη αποτελεί ο νεαρός Κ. Ψυχαλής που αποδίδει πολύ καλά τον αυθορμητισμό της εφηβικής ηλικίας, όπως και ο Κ. Γώγουλος στον ρόλο του κυνικού μεν γόη αλλά και γεμάτου ανθρωπιά, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια. Καίριος ο Βύρων Σεραϊδάρης στον μικρό ρόλο του διευθυντή του σχολείου. Τέλος, οι Ντένης Μακρής και Σωτηρία Ρουβολή δίνουν μια δροσερή ερμηνεία ως αφελές νιόπαντρο ζευγάρι.

Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη δίνει έμφαση στις εκφράσεις των προσώπων και χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα του σώματος, γεγονός που επιτείνει το συναίσθημα του θεατή. Η όμορφη και μελαγχολική μουσική ανήκει στον Σταύρο Γασπαράτο.

Ολόκληρο το έργο διέπεται από βρετανικό ειρωνικό χιούμορ, ενώ το τέλος μας αφήνει με μια απογοήτευση: δεν είναι ευδιάκριτη η αποκατάσταση της αλήθειας, ο καθηγητής μένει με την εντύπωση ότι ο μαθητής του είχε μοναδικό σκοπό να τον καλοπιάσει και να γελάσει εις βάρος του. Η αίσθηση αυτή τονίζεται με την τελευταία σκηνή όπου εκείνος ανοίγει την πόρτα του κήπου ενώ μόλις έχει αρχίσει να βρέχει.

Ωστόσο, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένα αισιόδοξο μήνυμα: ο πρωταγωνιστής δέχεται κινήσεις ανθρωπιάς από δύο ουσιαστικά ξένους, κι αυτό του αλλάζει τη ζωή. Το έργο λοιπόν είναι μια προτροπή τόσο για τον πρωταγωνιστή όσο και για όλους εμάς να αντικρίσουμε τη ζωή από άλλη οπτική γωνία, να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει και να πάψουμε να υποτασσόμαστε στα πρέπει που στραγγαλίζουν κάθε δικαίωμα και ανθρώπινο συναίσθημα.

*«Η Εκδοχή του Μπράουνινγκ» του Τέρενς Ράττιγκαν, με τον Δημήτρη Καταλειφό, παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Εμπορικόν, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ