Το έργο

Δεν θα ήταν υπερβολή, ότι η Άγκαθα Κρίστι έθεσε στο προσκήνιο και μύησε εκατομμύρια αναγνώστες, αρχικά, και στη συνέχεια και θεατές, στις ιστορίες αστυνομικού ενδιαφέροντος. Πολλά από τα μυθιστορήματά της (έγραψε περισσότερα από 66) μεταφέρθηκαν τόσο στο θέατρο, όσο και στη μεγάλη οθόνη. Η Ποντικοπαγίδα, η οποία παίζεται στο West End του Λονδίνου, αδιάκοπα, από την δεκαετία του 1950, είναι η μακροβιότερη θεατρική παράσταση. 

Ιδιαίτερη θέση κατείχε για την ίδια την συγγραφέα το μυθιστόρημά της με τον τίτλο «Μάρτυρας Κατηγορίας» (Witness for the Prosecution). Γραμμένο το 1925, η συγγραφέας το διασκεύασε σε θεατρικό έργο μέσα σε μόνον τρεις εβδομάδες. Ανέβηκε στο σανίδι το 1954 και ήταν το τρίτο έργο της Αγγλίδας συγγραφέως που παιζόταν, ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο στο West End του Λονδίνου. Η Κρίστι ήταν η πρώτη γυναίκα συγγραφέας που σημείωσε ένα τέτοιο ρεκόρ.  

Ο Λέοναρντ Βόουλ φτάνει στο δικηγορικό γραφείο του Ρόμπαρτς προκειμένου να ζητήσει να αναλάβει την υπεράσπισή του, καθώς κατηγορείται για την δολοφονία μια ηλικιωμένης κυρίας, της κυρίας Έμιλυ Φρεντς. Ο Βόουλ δεν έχει συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατηγορίας που τον βαραίνει, καθώς έχει ακλόνητο κίνητρο την γυναίκα του, Ρομέν. Τα στοιχεία όμως εναντίον του είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά, καθώς εκτός από την μαρτυρία της οικιακής βοηθού της κυρίας Φρεντς, υπάρχει και μια διαθήκη που τοποθετεί τον ήρωα σε ιδιαίτερα δεινή θέση. 

Η παράσταση

Η Κρίστι έγραψε ένα έργο το οποίο εξελίσσεται σε αίθουσα δικαστηρίου, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε έξυπνα ο Νικορέστης Χανιωτάκης στη σκηνοθεσία του. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης τοποθέτησε δώδεκα «αληθινούς» ενόρκους -από το κοινό- οι οποίοι δίνουν κάθε βράδυ τη δική τους ετυμηγορία και αποφασίζουν για την τύχη του ήρωα, προσδίδοντας κάτι ένα μοναδικό στοιχείο στην παράσταση. Γενικά, ο Νικορέστης Χανιωτάκης σεβάστηκε το κείμενο, τόσο αναδεικνύοντας τις κωμικές στιγμές του, όσο και διατηρώντας το ενδιαφέρον του κοινού γύρω από την εξιχνίαση του φόνου. Δεν αυθαιρέτησε, αφήνοντας το κείμενο να λάμψει, γεγονός που τον αποζημίωσε. Η παράσταση -με μοναδική εξαίρεση το κομμάτι του δικαστηρίου, το οποίο θα μπορούσε να έχει μικρότερη διάρκεια- κυλάει εξαιρετικά ευχάριστα, χωρίς να μειώνεται το ενδιαφέρον του κοινού στο ελάχιστο. 

Οι ηθοποιοί

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς στο ρόλο του συνηγόρου Ρόμπαρτς ήταν μετρημένος και αρκετά φλεγματικός στο παίξιμο του, υποστηρίζοντας εξίσου τόσο τις περισσότερο έντονες, όσο και τις κωμικές πτυχές του ρόλου του. Ο Μέιχιου του Θοδωρή Κατσαφάδου ήταν αληθινά απολαυστικός, από την αρχή έως και το τέλος, μολονότι υπήρξαν στιγμές που παρασύρθηκε σε κάποια υπερβολή. Εξίσου απολαυστική ήταν και η Μελίνα Βαμβακά (τόσο ως οικονόμος, όσο και στους υπόλοιπους ρόλους που υποδύθηκε). Ο Νίκος Πολυδερόπουλος ως Βόουλ είναι πολύ καλός, υποδυόμενος με άνεση και αρκετή κωμικότητα τον ρόλο του. Εμφανίζεται ωστόσο υποκριτικά αφελής στο τελευταίο μέρος της παράστασης. Καλή η Γραμματέας της Νίκης Παλληκαράκη, ενώ περισσότερο διαδικαστική ήταν ως Δικαστής. Ο Γιάννης Δρακόπουλος ως κύριος Μάγιερς ήταν αρκετά μονότονος στο παίξιμό του, γεγονός που αδικεί τις ικανότητές του. Τέλος, η Ευγενία Δημητροπούλου στο ρόλο της Ρομέν ήταν ουσιαστική, αν και ενίοτε μονοδιάστατη. Προς το τέλος ωστόσο, η ερμηνεία της έγινε πιο ενδιαφέρουσα. 

Λοιποί Συντελεστές

Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί η σύγχρονη μετάφραση (Αντώνης Γαλέος) που έφερε το κείμενο της Άγκαθα Κρίστι πιο κοντά στο σημερινό κοινό. Το σκηνικό (Αγγελίνα Παπαχατζάκη) ήταν εξαιρετικό, αξιοποιώντας στο έπακρο τόσο τις πολλαπλές ανάγκες του χώρου, όσο και τις σκηνικές δυνατότητες του συγκεκριμένου θεάτρου. Στήθηκε μια πολύ πιστή, ως προς την παραγματικότητα, αίθουσα δικαστηρίου. Πολύ καλά επίσης τα κοστούμια (Ιωάννα Καλαβρού), τα οποία απέδωσαν με ακρίβεια την εποχή, αλλά και τον εκάστοτε ρόλο, καθώς και οι περούκες (περούκες: Κωνσταντίνος Σαββάκης). Σημαντικός ο ρόλος τόσο των φωτισμών (Μελίνα Μάσχα), όσο και της πρωτότυπης μουσικής (Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος) που προσέδωσαν μια ιδιαίτερη ταυτότητα στην παράσταση. 

Εν κατακλείδι

Πρόκειται για μια παράσταση η οποία σεβάστηκε το κείμενο αναβιώνοντας μια αστυνομική ιστορία στη μεσοπολεμική Αγγλία. Η αγαστή συνεργασία σκηνοθεσίας και σκηνογραφίας πέτυχε τη μεταφορά του κοινού στην ατμόσφαιρα της εποχής. Με έντονο ρεαλισμό, αλλά αναδεικνύοντας επίσης το σασπένς και τα κωμικά στοιχεία, ο Νικορέστης Χανιωτάκης κατάφερε να δημιουργήσει μια παράσταση, η οποία ήταν ενδιαφέρουσα, διαθέτοντας επίσης καλούς ηθοποιούς και συνεργάτες. 

Διαβάστε επίσης:

Μάρτυρας κατηγορίας, της Αγκάθα Κρίστι σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο θέατρο Άνεσις