Με τη Τζούλια Γκανάσου γνωριστήκαμε στις γειτονιές των Εξαρχείων. Τότε που δειλά είχε ξεκινήσει η ιδέα για μια συλλογή διηγημάτων με θέμα την αγαπημένη μου γειτονιά. Από την πρώτη στιγμή, ένιωσα ότι είχα να κάνω με έναν άνθρωπο που ο δυναμισμός και η δροσιά του μου ταιριάζει και με εμπνέει. Ίσως γιατί έβλεπα εκεί τον εαυτό μου, ίσως γιατί αναγνώριζα δικές μου στιγμές, δικές μου ευαισθησίες, δικές μου εικόνες.

Οι «Εννιά Ώρες στα Εξάρχεια» έγιναν τελικά βιβλίο και εμείς με τη Τζούλια, τολμώ δειλά να πω, ότι γίναμε φίλοι. Πόσο εύκολο όμως είναι να γίνεις φίλος με κάποιον που είναι στον  ίδιο χώρο με εσένα, όταν υπογείως μπορεί να υποβόσκει ένα είδος ανταγωνισμού και ζήλειας, πράγμα που έχω δει να συμβαίνει συχνά στα λογοτεχνικά καφενεία;

Η Τζούλια Γκανάσου, με μεγάλη χαρά, διαπίστωσα πως δεν έχει καμία σχέση με τα παραπάνω. Δοτική, ειλικρινής, αυθόρμητη, ξέρει να μοιράζεται, να νοιάζεται, να προσφέρει, να βοηθάει, και αν αυτό μοιάζει δεδομένο, σας πληροφορώ ότι στις μέρες μας δεν είναι.

Στην πρώτη ανάγνωση του διηγήματος της «Μαύρο Πρόβατο», στη συλλογική μας δουλειά, ανακάλυψα μια συγγραφέα που μπορεί να με ξεσηκώσει, να με ταρακουνήσει, να με συγκινήσει. Στην ανάγνωση του καινούριου της βιβλίου, «Γονυπετείς», ανακάλυψα μια συγγραφέα που με έκανε να την θαυμάσω, να την χειροκροτήσω, να γίνω πιστός αναγνώστης και ακόλουθός της.

Οι «Γονυπετείς», στα δικά μου μάτια, είναι η φοβισμένη πορεία του καθενός από εμάς προς μία κατεύθυνση με αβέβαια κατάληξη, προς ένα στόχο με αμφίβολα αποτελέσματα, προς μία κορύφωση με ανάμικτα συναισθήματα. Παρόλα αυτά όμως προσπαθούμε, ελπίζουμε, παίρνουμε δύναμη από το άγνωστο, από το τυχαίο, από το πιθανό.  Και όλα μαζί στόχο έχουν τη συνάντηση με το βαθύτερο εαυτό μας, τους κρυφούς μας πόθους, τις γυμνές μας αλήθειες, την προσωπική μας λύτρωση. Μια διαδρομή προς μια διαφορετική Ιθάκη, ένα ταξίδι στα χιλιόμετρα των αμαρτιών μας, στον ασφαλτωμένο δρόμο της άδικης, πολύπαθης και απρόβλεπτης ζωής μας.

Ήρωας  μιας τέτοιας διαδρομής θα μπορούσα να είμαι εγώ, εσείς, ο γείτονας μας, η μητέρα μας, ο ένοικος στο απέναντι μπαλκόνι που καταφέρνει να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον με τη δική του πιο «μίζερη» ζωή.

Γονυπετείς μπουσουλάμε ως μωρά προσπαθώντας να κερδίσουμε την εύνοια της μάνας, γονυπετείς όταν γερνάμε και προσευχόμαστε για μια θέση στον παράδεισο, γονυπετείς και όταν ζητάμε ικεσία μπροστά από ένα εικόνισμα που μας έταξαν ότι μπορεί να μας προσφέρει ένα θαύμα.

Η Τζούλια Γκανάσου γράφει με εκείνο το  μαγικό τρόπο που μιλάει και όταν την έχεις απέναντι σου. Για αυτό και είναι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να μας μιλήσει για αυτήν τη μοναδική γυναίκα, την «πεισμωμένη Ελληνίδα»,  την ξεχωριστή ηρωίδα του βιβλίου της.  Την ηρωίδα που ακολούθησα από την πρώτη σελίδα πιστά και δεν την άφησα μόνη της ούτε στιγμή. Μαζί της, ακολούθησα το θαύμα ως το τέλος…

Τ. Γκανάσου:  Η γυναίκα χαρακτηρίζεται από στοιχεία που την καθιστούν ενδιαφέρουσα: είναι δυνατή ακόμα κι όταν υποκύπτει σε αδυναμίες, είναι μαχητική έως την κατάπτωση και την ανάδυση από τις στάχτες, είναι αποφασιστική ακόμη και στην ήττα, είναι συμπονετική με πέτσα σκληρότητας ως αυτοπροστασία. Η γυναίκα συνεχίζει να αγωνίζεται πάση θυσία όπως συνεχίζει να φροντίζει, να ελπίζει, να αναδημιουργεί… άνευ όρων.

Η δική μου διαδρομή υπήρξε ένας αγώνας: ανακάλυψης του εαυτού, προσέγγισης της γνώσης, βίωσης των σχέσεων, διεκδίκησης της οικονομικής ανεξαρτησίας, πειραματισμού. Θεωρώ τις ματαιώσεις το πιο δύσκολο κομμάτι στη διαχείριση αλλά και τη μεγαλύτερη περιουσία. Προσπαθώ να έχω πίστη στο έργο, στην πορεία και να θυμάμαι αυτό που μου έλεγε η μητέρα μου από όταν ήμουνα μικρή: «Συνέχισε. Δεν ξέρεις πότε θα ανοίξουν οι ουρανοί…»

Η ηρωίδα στο βιβλίο τοποθετεί το σώμα της στα τέσσερα και ξεκινάει μια ανάβαση για να υλοποιήσει μια ικεσία, ένα τάμα. Δεν είναι η μόνη. Όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί της: όλοι έχουμε ένα λόγο για να ζητήσουμε βοήθεια απευθυνόμενοι σε μια ανώτερη δύναμη, όλοι έχουμε λυγίσει ανακαλώντας μνήμες, κλαίγοντας ή αναζητώντας από κάπου να πιαστούμε ώστε να ανακτήσουμε την ελπίδα, την όρεξη για ζωή.

«Γονυπετείς» είναι οι άνθρωποι που εξαντλούν όλες τις επιλογές. «Γονυπετείς» είναι οι θνητοί που υπερασπίζονται με πάθος μια πίστη. «Γονυπετείς» είναι όσοι οραματίζονται πως το ανέφικτο μπορεί να γίνει εφικτό. «Γονυπετείς» είναι αυτοί που συνεχίζουν να παλεύουν παρά τις δυσκολίες, πέρα από τις αντιξοότητες, ενάντια στις δυνάμεις της φθοράς, της μοναξιάς και της ανέχειας. «Γονυπετείς» είμαστε εμείς όταν πορευόμαστε εκ νέου προς την αρχή μας.

Αναλογιζόμενη την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, με θλίβει το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν, ούτε καν να ονειρεύονται μια καλύτερη εκδοχή διαβίωσης. Με θλίβει ακόμη περισσότερο η εξαφάνιση της αξιοπρέπειας ως την ανυπαρξία των απαραίτητων, καθώς και η απώλεια της εστίας – εσωτερικής και εξωτερικής. Με στοιχειώνει η εικόνα των εγκαταλελειμμένων μαγαζιών, η όψη των άστεγων, το βλέμμα των παιδιών – προσφύγων που δεν αναγνωρίζουν τίποτα τριγύρω. Στέκομαι παράμερα κοιτώντας μια αλήθεια που θα μπορούσε να είναι η δική μου και νομίζω ότι εκεί νιώθω ένοχη αλλά συγχρόνως τυχερή, νιώθω εν μέρει ότι χρωστάω.

Θεωρώ ότι ο κάθε άνθρωπος τουλάχιστον μια φορά έχει υλοποιήσει μια ικεσία προς κάτι υπερβατικό. Η δική μου πορεία ικεσίας ξεκίνησε όταν έχασα ένα παιδί μέσα από την κοιλιά μου και προσπάθησα να κάνω άλλο. Εκεί χρειάστηκα κάτι πέρα από εμένα το οποίο θα είχε τη δύναμη όχι μόνο να αποκαταστήσει την πίστη στην αίσια έκβαση, αλλά και στον ίδιο τον αγώνα – στο νόημα του αγώνα. Η πορεία στα τέσσερα της ηρωίδας του βιβλίου πραγματεύεται τη δύναμη της πίστης σε οτιδήποτε, την ισχύ της πίστης που μπορεί να κινητοποιήσει τα αχαρτογράφητα κομμάτια του εγκεφάλου, που μπορεί να μετακινήσει ακόμη και βουνά!

Το θαύμα υπάρχει εν δυνάμει αρκεί να το πιστέψεις. Αρκεί να πεισθείς μέσα σου βαθιά ότι ο δρόμος είναι θαύμα, η σοκολάτα είναι θαύμα, το ξημέρωμα είναι θαύμα, το δροσερό νερό είναι θαύμα, η επόμενη ημέρα που βρίσκεσαι εν ζωή μπορεί να είναι θαυματουργή!»

Αν κάτι έρχεται στο μυαλό μου μετά από αυτήν τη συνέντευξη, και δροσερά με παρηγορεί, είναι το ακόλουθο. Σε μία εποχή που ευνουχίζει κάθε ελεύθερο μυαλό και κάθε ψυχή με ευαισθησίες, είναι σπουδαίο να υπάρχουν γυναίκες που παλεύουν, που επιμένουν, που θυσιάζονται, που γεννούν, που δημιουργούν, που έστω και γονυπετείς χαρίζουν ζωή και κουράγιο.

Και χαίρομαι που έχω την τιμή να γνωρίζω τέτοιες γυναίκες, και διακριτικά, να θαυμάζω το έργο τους.

Το βιβλίο «Γονυπετείς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη (Ζωοδόχου Πηγής 73, Αθήνα. Τηλ:210 3822251).