Μιλήσαμε με τον συγγραφέα Γιώργο Γκόζη με αφορμή τις πέντε δυνατές αφηγήσεις των ηρώων της νουβέλας του «Γκουανό» που αγγίζουν διαχρονικά κοινωνικά ζητήματα. (Γκουανό ονομάζεται το λίπασμα από περιττώματα και πτώματα θαλάσσιων πουλιών και ζώων αλλά σε μεγάλες δόσεις καταντά τοξικό.)

Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου

 

Culture Now: Για τους ήρωες του «Γκουανό», δεν φαίνεται να παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο ένα όνομα ή ένα επώνυμο. Τι έχετε να πείτε;

Γιώργος Γκόζης: Έχω αντίθετη άποψη. Για ένα όνομά ή για ένα επώνυμο έχασαν την ταυτότητά τους. Αυτήν αναζητούν έκτοτε: μία πατρίδα, μία οικογένεια, μία ζωή. Αντικατέστησαν ή προσάρμοσαν τα ονοματεπώνυμά τους, ώστε ενταχθούν σε έναν άγνωστο, νέο κόσμο: ο Μικρασιάτης πρόσφυγας Σεκερίογλου μετονομάστηκε Νικολαΐδης, ώστε να πολιτογραφηθεί Έλληνας, αντί τουρκόφωνος Ρωμιός. Ο Βλάχος Γκόγκου του Νυμφαίου γίνεται Γιώργης στην Αθήνα. Η ορεσίβια Κατερίνα γίνεται Λίνα κι έπειτα Ελένη για τη συνύπαρξη στο αστικό κέντρο. Το όνομα, άλλωστε, είναι κι ένας αντιθετικός προσδιορισμός: Η ονοματοδοσία μάς οριοθετεί σε σχέση με τους άλλους διά της συγκρίσεως. Το όνομα είναι μαζί το περιέχον και το περιεχόμενο.

Cul. N.: Αναφέρεστε στην ανθρώπινη απληστία του α’ μισού του 20ού αιώνα, όπου γεννήθηκαν κι οι αφηγητές σας. Τη θεωρείτε την πιο μαύρη περίοδο;

Γιώργος Γκόζης: Η απληστία είναι ένα ανθρώπινο ιδίωμα, αρκετά βεβαρημένο ηθικά. Στη νουβέλα βέβαια αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, την εξαφάνιση δηλαδή κοιτασμάτων γκουανό από τις ακτές της νότιας Αμερικής. Όσο η απληστία είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ιδιότητά μας, άλλο τόσο είμαστε κι εμείς χρήστες της ελευθερίας μας. Δική μας είναι και την κάνουμε ό,τι θέλουμε. Την χρησιμοποιούμε και προς τα άνω και προς τα κάτω. Επομένως κάθε συνέπεια από αυτή την ελευθερία είναι όλη δική μας. Όσο για το χρώμα, μάλλον η πιο μαύρη πραγματικότητα της ανθρωπότητας είναι αυτή που δεν είδαμε ακόμα: Δεν έχουμε τελειώσει με τις εμφύλιες συρράξεις και τους οικονομικούς πολέμους. Πόσοι πια ανερμάτιστοι ηγέτες στις κατ’ επίφαση δημοκρατίες; Και η πυραμιδοποίηση των κοινωνιών του δυτικού κόσμου; Η άνοδος των νεοναζί στην Ευρώπη και η εξάπλωση της τρομοκρατίας; Το ξεκοκάλισμα των χωρών της Μέσης Ανατολής και η Μεσόγειος υγρό μνήμα πέντε χιλιάδων ψυχών; Ακόμα και στον ψηφιακό μας κόσμο, πόσοι παραπάνω διχασμοί στην καθημερινότητα ακόμα και της εικονικής πραγματικότητας των social media;

Cul. N.: Ο φόβος μπορεί να είναι χρήσιμος σε κοινωνικό επίπεδο ή τον θεωρείτε τοξικό και μόνο;

Γιώργος Γκόζης: Ο φόβος είναι ένα κατεξοχήν αρνητικό συναίσθημα που προκαλείται από υπαρκτά ή ανύπαρκτα εξωτερικά ερεθίσματα κινδύνου ή απειλής. Ο φόβος είναι ένας αμυντικός μηχανισμός ενσωματωμένος στο manual που έχει το ανθρώπινο λογισμικό μας και αντιδρά χωρίς συνειδητή σκέψη. Εύκολα μπορεί, δίχως γνώση ή βοήθεια κάποιου ειδικού, να μετατραπεί σε φοβία, η οποία είναι μάλιστα εσωτερική ένταση. Επομένως, είναι εξ ορισμού τοξικός, άρα δυνητικά μπορεί να αποτελέσει κι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο χειραγώγησης. Νομίζω πως όλοι έχουμε σχετική βιωματική γνώση στην προσωπική ή κοινωνική μας ζωή. Σε αυτό το αρνητικό συναίσθημα λοιπόν, προτάσσω την Ελευθερία. Το ίδιο κάνει και το «Γκουανό».

Cul. N.: Τα «ορφανοπαίδια που μας διαμόρφωσαν»* τι μας κληροδότησαν;

Γιώργος Γκόζης: Τα πάντα. Όσα είχαν κι όσα δεν είχαν. Κυρίως όσα δεν είχαν εκείνοι, για να έχουμε εμείς. Από το σπίτι όπου ζούμε μέχρι τη απολύτως θετική στάση για τη ζωή, αλλά υποψιασμένα, με πλήρη γνώση του πλαισίου. Την προσφορά δίχως ανταπόδοση. Την διαρκή υπόμνηση πως το γκουανό της ζωής είναι το λίπασμα διά μέσου του οποίου ο σπόρος, αφού σαπίσει στη γη, θα καρπίσει ένα νέο κόσμο. Τις στοργικές τους γονεϊκές μορφές, κανονικοί πλάτανοι, αν και οι ίδιοι ήταν ορφανοί από τον έναν ή και από τους δύο τους γονείς. Και πεζογραφικά ακόμα, αν θέλετε, μας κληροδότησαν αυτό εδώ το βιβλίο.

CulN.: Η μετακίνηση συνόρων και πληθυσμών είναι διαχρονικό φαινόμενο κι ίσως το μόνο που μένει να ευχόμαστε είναι να μην «μας πάρει η μπάλα». Έχετε κάποιο σχόλιο επ’ αυτού;

 

Γιώργος Γκόζης: Μα, είμαστε ήδη πίσω από τη μπάλα! Όχι μόνο μας πήρε μαζί της, αλλά μας πήρε και μας σήκωσε! Δεν χρειάζεται να μιλήσω για τα αυτονόητα και ποιες περιοχές του πλανήτη αλλοιώθηκαν γεωγραφικά ή πληθυσμιακά. Από την άλλη, πάλι, το μισό εκατομμύριο Ελλήνων που ξενιτεύτηκαν στα χρόνια της κρίσης περισσότερο από ανάγκη παρά από επιλογή δεν χρειάστηκε να δει τα σύνορα της πατρίδας τους να αλλάζουν. Διαχρονικά, πράγματι, οι άνθρωποι ήταν οι παράπλευρες απώλειες, ένα αμελητέο ζήτημα στα χέρια των ισχυρών.

Cul. N.: Οι κακές αναμνήσεις είναι το πολύτιμο γκουανό της ζωής; Αυτό εισπράττουμε κυρίως από την αφήγηση της νεκρής Ασπασίας.

Γιώργος Γκόζης: Η Ασπασία περιγράφει δίχως κατάκριση. Αφηγείται το παρελθόν και συγχωρεί αγαπητικά. Για να είμαι ειλικρινής, αν και η μικρότερη σε έκταση διήγηση, η Ασπασία είναι η πιο αγαπημένη φιγούρα: η Μάνα. Μάνα-τροφός, Μάνα-σύντροφος, Μάνα-γυναίκα, Μάνα-πατρίδα. Φανταστείτε το και κάπως έτσι: πέφτει στα χέρια σας μία φωτογραφία ενός αγνώστου σε σας, μέχρι τη στιγμή εκείνη, προσώπου. Σας λένε πως είναι αίμα σας. Προσπαθείτε να βρείτε ομοιότητες στα χαρακτηριστικά του προσώπου, στα μάτια, στο βλέμμα, στα φρύδια, όπως αν κοιτούσατε τον εαυτό σας στον καθρέφτη. Μόνο που ο καθρέφτης είναι σπασμένος. Το γκουανό, λοιπόν, είναι ένα πρώτης τάξεως λίπασμα, πολύτιμο, ναι, αν χρησιμοποιηθεί για την ανθοφορία και την καρποφορία. Η είσπραξή μας όμως στο ταμείο της Ασπασίας είναι κυρίως η απροϋπόθετη αγάπη. Σας διαβάζω την τελευταία της φράση: “Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό που θα σου πω: κυλάω στο αίμα σου. Κι εσείς στο δικό μου. Καληνύχτα, αγόρι μου. Σε λατρεύω”._

*από την αφιέρωση του βιβλίου

◊ Το βιβλίο του Γιώργου Γκόζη, με τίτλο Γκουανό, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Περισσότερες πληροφορίες, εδώ