Δεν ξέρω από πού να αρχίσω, και το εννοώ στην απόλυτη κυριολεξία του. Δεν θυμάμαι ούτε ακριβώς πώς, ούτε ακριβώς πότε ξεκίνησε η ιδέα για το «Πάρανταϊζ – Η αίθουσα κλιματίζεται». Σίγουρα επωάζεται εδώ και πολύ καιρό. Την χρειάζομαι αυτήν την επώαση. Μου είναι πολύ χρήσιμη. Ας πούμε αυτήν την στιγμή που γράφω υπάρχει στο μυαλό μου η ιδέα για την επόμενη δουλειά με τις Seven Sisters. Θα πάρει καιρό να πραγματωθεί. Αλλά είναι εκεί. Και θα συμβεί όταν πρέπει να συμβεί. Έτσι ακριβώς έγινε και με την πρώτη μας δουλειά «Το Μαράκι έκλασε» που μίλησε μέσα από τις ιστορίες του για την ελληνική οικογένεια, το παιδί και την πατριαρχία, έτσι και με το Πάρανταϊζ που μιλάει για τον έρωτα και το σεξ μέσα από αφηγήσεις γυναικών. Συνέβη την πιο κατάλληλη στιγμή της ζωής μου, γιατί συνειδητοποιώ ότι οι δουλειές με την ομάδα μου αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την δική μου ανάγκη να μιλήσω για συγκεκριμένα πράγματα, κι όχι απλά να μιλήσω, αλλά να έρθω αντιμέτωπη και προσωπικά.

Δεν θυμάμαι λοιπόν πώς ξεκίνησε η ιδέα, θυμάμαι σίγουρα ότι ο δεύτερος τίτλος μπήκε αργότερα, εντελώς συνειρμικά, με αφορμή τις παλιές αίθουσες του cinema τα καλοκαίρια που έγραφαν ακριβώς αυτό «Η αίθουσα κλιματίζεται» και επίσης ως ένας φόρος τιμής στην ταινία του Τορνατόρε «Σινεμά ο Παράδεισος».

Θυμάμαι ότι ο κεντρικός τίτλος «Πάρανταϊζ» που είναι και ο τίτλος ενός εκ των πέντε διηγημάτων της Λένας Κιτσοπούλου που συνθέτουν την παράσταση, αποφασίστηκε ένα μεσημέρι μαζί με τις «sisters» Άρτεμις και Μαρούλα, γύρω από ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι -είπαμε μάλιστα να είναι γραμμένο με ελληνικό αλφάβητο, έχει πιο ενδιαφέρον -είναι λίγο vintage, σαν τις ιστορίες μας και σαν την ίδια την παράσταση. Έπρεπε οπωσδήποτε να μπει τίτλος εκείνη την ημέρα γιατί θα καταθέταμε πρόταση· στο Φεστιβάλ ήταν, στην Πειραματική, στη Στέγη· δεν θυμάμαι πού – παντού έχουμε καταθέσει.

Έχω ήδη χρησιμοποιήσει πολλές φορές το ρήμα «θυμάμαι» και δεν νομίζω να είναι τυχαίο. Το παρελθόν και η μνήμη υπάρχουν έντονα στην παράσταση και το παρόν της αφήγησης μπλέκεται συνέχεια με το παρελθόν της κάθε ηρωίδας. Με άλλα λόγια, κάνουμε συνεχή flash back.

«Ελληνικό καλοκαίρι, έρωτας και σεξ. Ή μάλλον καλύτερα, ελληνικό καλοκαίρι, σεξ και έρωτας. Κάπως θέλω να βάζω τον έρωτα στο τέλος, αγχώνομαι μήπως χαθεί εκεί ανάμεσα στο καλοκαίρι και το σεξ, φοβάμαι μήπως δεν ακουστεί. Δύσκολο σκέφτομαι μετά, ο έρωτας όπου κι αν βρίσκεται ακούγεται πάντα δυνατά.»

Τα παραπάνω λόγια αποτελούν μέρος ενός προλόγου που υπάρχει στην παράσταση και μετά από αυτόν τον πρόλογο ακολουθούν η μία μετά την άλλη οι πέντε ιστορίες μας. Πάντα στην Ελλάδα και πάντα καλοκαίρι.

Και φυσικά πάντα μαζί επί σκηνής. Το «μαζί» είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου που δουλεύουμε και του τρόπου που υπάρχουμε πάνω στη σκηνή με τις Seven Sisters. Παρόλο που αυτήν την φορά, καθεμιά από εμάς αφηγείται εξ ολοκλήρου από μία ιστορία, όλες οι υπόλοιπες είμαστε κάθε λεπτό εκεί κοντά της και συμμετέχουμε στην αφήγηση της σαν ένα είδος σύγχρονου Χορού που λέει μαζί της την ιστορία. Το ίδιο ισχύει για τον ήχο και την μουσική, τα βίντεο και τα φώτα. Λένε κι αυτά μαζί μας την ιστορία. Και κάνουμε τα πάντα φανερά. Φάτσα φόρα. Αυτό ήταν το μότο στην πρώτη μας δουλειά. Αυτό είναι και τώρα.

Δεν υπάρχει τίποτα κρυφό. Δεν υπάρχουν κουίντες, δεν υπάρχουν παρασκήνια, τα κουδούνια τα χτυπάμε εμείς ενώ είμαστε ήδη στη σκηνή όταν μπαίνει ο κόσμος. Βασικά δεν υπάρχει σκηνή. Ούτε πλατεία. Ένας άδειος χώρος είναι το open space του 104 που τον διαμορφώσαμε όπως θέλαμε. Και θα είναι το σπίτι μας μέχρι τον Απρίλιο. «Καλώς ήρθατε στο σπιτικό μας» λέμε στον κόσμο με την έναρξη της παράστασης. Και μετά τον ταξιδεύουμε κάποια χρόνια πίσω στην εφηβεία του, στο πρώτο τσιγάρο και στο πρώτο φιλί, σε ανεκπλήρωτους έρωτες, σε καλοκαιρινές αυλές και ταβέρνες, στα φεριμπότ και στα blue star, σε ζεστά μωσαϊκά και πράσινα λάστιχα. Είναι ατελείωτη η λίστα με όλα αυτά τα γλυκόπικρα νοσταλγικά κλισέ των καλοκαιριών που είναι συλλογικά και μας αφορούν, που μας φέρνουν μυρωδιές, που ξυπνούν μνήμες και αισθήσεις.

Το ελληνικό καλοκαίρι λοιπόν είναι πάντα το φόντο στις ιστορίες μας, ή αλλιώς το γενικό πλαίσιο, ενώ ο έρωτας και το σεξ πάντα οι πρωταγωνιστές.

Στην ουσία λοιπόν του πράγματος, εφτά γυναίκες στέκονται στη σκηνή και μιλούν για τον έρωτα και το σεξ καταθέτοντας η καθεμία μέσα από τα γραπτά της Λένας Κιτσοπούλου μία προσωπική ιστορία. Μιλούν ωμά και αληθινά, με χιούμορ και σαρκασμό, με τρυφερότητα αλλά και με σκληρότητα, ακριβώς όπως γράφει η Λένα Κιτσοπούλου και με συγκινεί βαθιά. Άλλωστε το λέω ξανά και ξανά, απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργήσω, αποτελεί το να συγκινηθώ. Η συγκίνηση με κινεί.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω, τελείωσε και το όριο των λέξεων, τα υπόλοιπα θα τα πουν οι ιστορίες μας. Εδώ και αιώνες το τυπικό αφήγημα περί έρωτα και σεξ βασίστηκε στην συνήθη ανδρική σεξουαλικότητα. Τώρα θα μιλήσουν οι γυναίκες.

***

Η Γιώτα Σερεμέτη παίζει στο «Πάρανταϊζ – H αίθουσα κλιματίζεται», του οποίου επίσης υπογράφει τη σκηνοθεσία.

Η παράσταση παίζεται Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο open space του Θεάτρου 104.

***

Photo Credit: Μυρτώ Κουτλή

Διαβάστε επίσης:

Πάρανταϊζ – H αίθουσα κλιματίζεται, της Λένας Κιτσοπούλου σε σκηνοθεσία Γιώτας Σερεμέτη στο Θέατρο 104