Με πυξίδα την τζαζ αλλά ανοιχτό ορίζοντα προς τις μουσικές του κόσμου, ο Γιώργος Μπερερής διαμορφώνει έναν ήχο προσωπικό, ανήσυχο και βαθιά εκφραστικό. Πιανίστας και συνθέτης με έδρα το Ρότερνταμ, συνδυάζει τη Nordic jazz αισθητική με τον παλμό του Cuban Son και τις μελωδικές περιπλανήσεις των Βαλκανίων, δημιουργώντας με το τρίο του ένα δυναμικό μουσικό τοπίο όπου η παράδοση και ο αυτοσχεδιασμός συνυπάρχουν δημιουργικά.
Με συνοδοιπόρους τον Λάμπρο Παπανικολάου (κοντραμπάσο, εφέ) και τον Έκτορα Ρέμσακ (τύμπανα, κρουστά), το τρίο του Γιώργου Μπερερή αποτελεί τη νέα μουσική πρόταση του 24ου Athens Jazz. Το CultureNow συνομιλεί με έναν μουσικό που δεν φοβάται να πειραματιστεί, να ακούσει, και να αφηγηθεί ιστορίες μέσα από τα πλήκτρα του πιάνου του.
Θα τον ακούσουμε live τη Δευτέρα 26 Μαΐου στην Τεχνόπολη, όπου το Yiorgos Bereris Trio θα σηκώσει την αυλαία του 24ου Athens Jazz!
***
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Θυμάστε τη στιγμή που το πιάνο έγινε «μονόδρομος» για εσάς; Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε προς αυτό το όργανο και γιατί συνεχίζετε να το υπηρετείτε μέχρι σήμερα;
Από την παιδική μου ηλικία, που ξεκίνησα μουσική, το βασικό μου όργανο ήταν το ακορντεόν. Σαν μαθητής στο Μουσικό Σχολείο Αλίμου είχα την πρώτη μου επαφή με το πιάνο αλλά δεν με είχε ενθουσιάσει ιδιαίτερα. Το σημείο καμπής για να αφοσιωθώ πλήρως στο πιάνο ήταν όταν στα 16 μου άκουσα για πρώτη φορά τον Michel Camilo, έναν λάτιν- τζαζ πιανίστα από την Καραϊβική. Εκείνο το συναίσθημα δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν ένα μείγμα ενθουσιασμού και περιέργειας. Άνοιξε μια “πόρτα” που ήθελα να εξερευνήσω οπωσδήποτε. Με διακατείχε μια ασταμάτητη λαιμαργία να παίξω πιάνο, να ακούσω τζαζ δίσκους, να πάω σε συναυλίες, να αυτοσχεδιάζω με φίλους κι όλο αυτό με οδήγησε στο Μουσικό Τμήμα του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό που με μαγνήτισε περισσότερο από όλα ήταν η επικοινωνία και η ελευθερία που σου έδινε ο αυτοσχεδιασμός. Το ότι μπορώ να επικοινωνήσω και να μάθω από ανθρώπους που δεν μιλούσαμε καν την ίδια γλώσσα ή να συνδεθώ βαθύτερα με φίλους μουσικούς.
-Συμπράττετε με τον Λάμπρο Παπανικολάου και τον Έκτορα Ρέμσακ για περισσότερα από δέκα χρόνια. Τι είναι αυτό που εκτιμάτε περισσότερο σε αυτή τη μακροχρόνια συνεργασία;
Με τον Λάμπρο και τον Έκτορα είμαστε πρωτίστως φίλοι και μετά συνεργάτες. Μου είναι πολύ σημαντικό να συνδημιουργώ με ανθρώπους που εκτιμώ σε κοινωνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Οι τρεις μας, κάναμε τα πρώτα μας επαγγελματικά βήματα μαζί και έχουμε μοιραστεί πλήθος κοινών εμπειριών παίζοντας με καλλιτέχνες διαφόρων στυλ, κι έτσι ο πυρήνας αυτής της συνεργασίας γινόταν όλο και πιο δυνατός.
Είναι πολύ ξεχωριστό να ανεβαίνεις στην σκηνή και οι συντελεστές να μοιράζονται κοινά βιώματα εντός και εκτός μουσικής, προσδίδει μια μεγαλύτερη ειλικρίνεια στο έργο που παρουσιάζεται.
-Πώς θα περιγράφατε τον καθένα τους επί σκηνής; Τι φέρνει ο καθένας στον ήχο και τη χημεία του τρίο σας;
Η μουσική που παρουσιάζουμε βασίζεται σε έναν καμβά δικών μου συνθέσεων που ο Λάμπρος Παπανικολάου κι ο Έκτορας Ρέμσακ, έχουν το χάρισμα να αγκαλιάζουν και να διανθίζουν με ένα μοναδικό τρόπο. Πέρα από την εκτενή δουλειά στις τεχνικές λεπτομέρειες των συνθέσεων αφήνουμε πάντα ένα μέρος για τον αυτοσχεδιασμό. Ποτέ ένα κομμάτι δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ανεβαίνουμε στην σκηνή με ενθουσιασμό κι έτοιμοι για το “δημιουργικό λάθος” που θα μας οδηγήσει σε μία νέα κατεύθυνση.
Ο Λάμπρος Παπανικολάου, είναι ένας εξαιρετικά ολοκληρωμένος κοντραμπασίστας, ο οποίος έχει ένα πολύ ουσιώδες και βαθύ παίξιμο. Είναι η ήρεμη δύναμη του σχήματος καθώς πολλές φορές διατηρεί την ψυχραιμία της ομάδας εντός κι εκτός σκηνής.
Ο Έκτορας Ρέμσακ, ένας ντράμερ με αστείρευτη δημιουργικότητα και μοναδικό ήχο, ο οποίος δεν σταματάει να εξελίσσεται και να φέρνει καινούργια στοιχεία στο παίξιμο του.

-Η μουσική σας ακροβατεί ανάμεσα στη Nordic Jazz, το Cuban Son και τους βαλκανικούς ήχους. Πώς συνυπάρχουν τόσο διαφορετικά ιδιώματα στο δημιουργικό σας σύμπαν; Και πώς μεταστοιχειώνονται τελικά σε κάτι προσωπικό;
Σαν παιδί δεν μεγάλωσα με τζαζ ή κλασική μουσική. Στην οικογένεια μου άκουγαν δημοτικά και λαϊκά και, όλως παραδόξως, υπήρχε κι ένας δίσκος των Queen (!) κι ένας του Stevie Wonder (!). Ύστερα μέσα από την ενασχόληση και τις σπουδές στην τζαζ καθώς και την μεταπτυχιακή μου έρευνα πάνω στην αυτοσχεδιαστική φόρμα του ταξιμιού διευρύνθηκε η ποικιλία των επιρροών μου.
Πολλές φορές λόγω κοινωνικών νόρμων, μάρκετινγκ, ακαδημαϊσμού πέφτουμε στην παγίδα να χαράζουμε όρια στην δημιουργία και να βάζουμε την μουσική μας σε κουτάκια ώστε να ταιριάζει σε κάποιο στυλ.
Θυμάμαι, πριν αρκετά χρόνια ο Κυριάκος Σφέτσας -αγαπημένος άνθρωπος και καλλιτέχνης- μου είχε πει “Πάρε τρεις διαφορετικούς καλλιτέχνες, μελέτησε το έργο τους εις βάθος και όλα τα υπόλοιπα θα συμβούν μόνα τους”. Αυτή η συμβούλη με είχε τότε ελευθερώσει από την διαδικασία να βάζω κουτάκια στον τρόπο που δημιουργώ. Το δημιουργικό σύμπαν μας συνοδεύει πάντα, είναι μονίμως παρόν στις ζωές μας, αρκεί να υπάρχει η ετοιμότητα, η ειλικρίνεια και η καθαρότητα μυαλού ώστε να το αφουγκραστούμε. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη ετικετών για λόγους μάρκετινγκ, αλλά αν ήταν εύκολο να αντικαταστήσουμε την μουσική με λόγια ίσως δεν θα παίζαμε μουσική.
-Πώς γεννήθηκε το άλμπουμ με τον Lucas Zegri “Sigá y Silente”; Πόσο καθοριστική είναι για εσάς η μη λεκτική επικοινωνία στη συνδημιουργία και τον αυτοσχεδιασμό;
Με τον Lucas Zegrí, γνωριστήκαμε το 2020 στο Ρόττερνταμ, όπου είχα μετακομίσει για μεταπτυχιακές σπουδές κι αμέσως γίναμε φίλοι λες και μας ένωνε κάτι από πάντα. Λόγω γλωσσικών περιορισμών (στην αγγλική) αρχίσαμε να συνδεόμαστε με την γλώσσα της μουσικής! Όλο αυτό οδήγησε στο να φτιάξουμε μια δική μας επικοινωνία με μέσον τα κρουστά και το πιάνο και το αποτέλεσμα αυτής αντικατοπτρίζεται στον πρώτο μας δίσκο Sigá y Silente. Ο τίτλος προέκυψε από την δημιουργική έλλειψη κοινής γλώσσας συνδυάζοντας τις λέξεις Sigá και Silente, που σημαίνουν το ίδιο σε Ελληνικά και Ισπανικά.
-Μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα υπογράφετε μια σειρά σημαντικών δουλειών: από το προσωπικό σας άλμπουμ Laros, ως τη συμμετοχή στους Merem και το Sigá y Silente. Πού αναζητάτε την έμπνευση; Πώς δουλεύετε τις συνθέσεις σας; Ξεναγήστε μας στη δημιουργική σας διαδικασία.
Μου αρέσει να δημιουργώ καινούργιο υλικό και να εξελίσσομαι. Δεν πιστεύω στη ρομαντική χροιά του όρου “έμπνευση”. Θεωρώ ότι η δημιουργική διαδικασία βασίζεται σε μια διαρκή επαγρύπνηση και συστηματική δουλειά. Πολλές φορές, μέσα από τα ταξίδια μου, αντλώ ιδέες από τα τοπία αλλά και τις γλώσσες που ακούω στις χώρες που ταξιδεύω.
Ενίοτε πάλι με ιντριγκάρουν πράγματα της καθημερινότητας: ένα έξυπνο αστείο, μια ευγενική χειρονομία, μια κοινωνική αλληλεπίδραση με άτομα που κι ας μην είναι καλλιτέχνες υπάρχουν με ένα τρόπο που αποτελεί πηγή έμπνευσης. Βέβαια, πολλές φορές αφετηρία της δημιουργίας έχει υπάρξει η ανάγκη να αφήσω το προσωπικό μου σχόλιο για τις κοινωνικές αδικίες που εκτυλίσσονται γύρω μου και καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και βάζουν σε κίνδυνο τις ζωές μας.
-Το 2023 υπογράφετε τη μουσική για δύο παραστάσεις σύγχρονου τσίρκου, παρουσιάζοντας τις σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι ελευθερίες ή προκλήσεις κρύβει η σύνθεση για ένα τόσο πολυαισθητηριακό θέαμα;
Η ενασχόληση μου με την παραγωγή μουσικής για σύγχρονο τσίρκο προέκυψε λόγω της συναναστροφής μου στο Ρότερνταμ με εξαιρετικούς -νέους- καλλιτέχνες του είδους. Πριν μετακομίσω στην Ολλανδία αγνοούσα τον καλλιτεχνικό πλούτο που έχει αυτός ο κλάδος και οφείλω να παραδεχτώ ότι συνυπάρχοντας και δουλεύοντας με τόσο δημιουργικά άτομα άνοιξε μια νέα οπτική γωνία στην δημιουργική διαδικασία.
Έκανα την παραγωγή και σύνθεση της μουσικής για τις παραστάσεις, της Καταλανής La Campistany και του Βρετανού του Harvey Cobb που συνεχίζουν να παρουσιάζονται σε Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία και Ισπανία. Κάτι που κρατάω από αυτές τις συνεργασίες είναι η ενδιαφέρουσα προσέγγιση τους στον πειραματισμό. Δεν λένε ποτέ όχι στον εξερεύνηση νέων ιδεών όσο έξω από τα νερά τους κι αν είναι. Αυτό μου έδωσε χώρο να πειραματιστώ και να εντάξω καινούργιους ήχους και στυλ στις συνθέσεις ωστέ να πλαισιώσω μουσικά ένα πολύπλοκο show που έχει από ακροβατικά, juggling, μέχρι πρόζα και μοντέρνο χορό.
Θα μου άρεσε να δω περισσότερες παραστάσεις μοντέρνου τσίρκου στην Ελλάδα, καθότι πέρα από μια μικρή κοινότητα ανθρώπων, δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτό το είδος τέχνης. Τείνουμε να το θεωρούμε “παιδικό” ή “παλιακό” αλλά μερικές από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει, ανήκουν σε αυτό το στυλ και γεμίζουν ολόκληρα θέατρα στην Ευρώπη.
-Πώς φαντάζεστε την εξέλιξη του Yiorgos Bereris Trio τα επόμενα χρόνια; Υπάρχουν νέες κατευθύνσεις ή πρότζεκτ που ονειρεύεστε να υλοποιήσετε;
Είμαστε ήδη στην διαδικασία προετοιμασίας του νέου δίσκου, που θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2026. Σε αυτό το δισκογραφικό βήμα το Yiorgos Bereris Trio θα πλαισιωθεί από ένα μικρό ensemble μουσικών από Ελλάδα, Γαλλία και Τουρκία, που παίζουν παραδοσιακά όργανα (κλαρίνο, duduk, παραδοσιακό βιολί) καθώς και κάποιους guest artists.
Οι συνθέσεις που έχω ετοιμάσει για αυτό το νέο πρότζεκτ -πέρα από τον τζαζ ήχο- φέρουν στοιχεία από παραδόσεις της Ανατολικής Μεσογείου καθώς και από μικρά σύνολα μουσικής δωματίου. Ταυτόχρονα ετοιμάζεται ένα τουρ σε Ολλανδία, Ισπανία, Καταλονία, Βέλγιο και Ελλάδα για την παρουσίαση του καινούργιου δίσκου.
Ο επόμενος σταθμός για φέτος, μετά το Athens Jazz, είναι το σπουδαίο φεστιβάλ Nišville Jazz Festival στην νότια Σερβία καθώς και κάποιες εμφανίσεις σε Ελλάδα και Ολλανδία.
-Φέτος συμμετέχετε στο Athens Jazz Festival, έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της εγχώριας τζαζ σκηνής. Πώς προσεγγίζετε αυτή τη ζωντανή εμφάνιση; Τι σημαίνει για εσάς η παρουσία σας στο φεστιβάλ;
Στην εμφάνιση του Yiorgos Bereris Trio στο Athens Jazz θα παρουσιάσουμε συνθέσεις από τους δύο δίσκους μου ,”Laros” και “Siga y Silente” καθώς και καινούργιο υλικό που δεν έχει κυκλοφορήσει. Η πρόσκληση να παρουσιάσω την δουλειά μου στο φεστιβάλ με τιμά και με χαροποιεί και ταυτόχρονα πραγματοποιεί ένα από τα όνειρα του εφηβικού εαυτού μου. Θυμάμαι ακόμα τον ενθουσιασμό, όταν, όντας 16 χρονών, ξημεροβραδιαζόμουν στις πρώτες θέσεις του Athens Jazz για να ακούσω και να αφουγκραστώ όσα περισσότερα μπορούσα.
Επίσης το ότι μοιράζομαι αυτή τη στιγμή με τον Έκτορα και τον Λάμπρο, δυο στενούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους, καθώς και με τους Valia Calda & τους Modified Dog, δυο εξαιρετικά σχήματα, αποτελεί μια επιπλέον αίσθηση χαράς και συγκίνησης και είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια μοναδική βραδιά για όλους μας.
Διαβάστε επίσης:
24ο Athens Jazz: Η πιο ανατρεπτική πλευρά της τζαζ έρχεται στην Τεχνόπολη – Δείτε το αναλυτικό line-up
24ο Athens Jazz: Οι ελληνικές συμμετοχές της φετινής διοργάνωσης