Μια συλλογή διηγημάτων τα οποία αναφέρονται στο τώρα και στο χθες με θλίψη, αναστοχασμό αλλά και τρυφερότητα παραδίδει στους αναγνώστες ο Γιάννης Τσίρμπας στο δεύτερο λογοτεχνικό του πόνημα μετά το “Η Βικτώρια δεν υπάρχει” (εκδόσεις Νεφέλη). Ο συγγραφέας μιλά για το βιβλίο του και πώς αυτό πραγματεύεται τον χρόνο, τον έρωτα, τη ματαίωση και τις διαφορετικές εκδοχές της αρρενωπότητας, κατά τη διάρκεια της αναμονής γι’ αυτό το απροσδιόριστο κάτι να συμβεί.

– Παρότι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου “Όσο περιμένεις να συμβεί” αναφέρεται στο μέλλον, στις ιστορίες σας υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση αναπόλησης του παρελθόντος. Υπάρχει κίνδυνος ισορροπώντας κανείς ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον να χάσει το παρόν;

Το παρόν δεν υπάρχει, γίνεται αμέσως παρελθόν, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο. Αν και με την ευρεία έννοια, αυτή της εποχής, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το αντίστροφο: ότι όλα είναι παρόν – και αυτά που, όπως λέτε, γίνονται αντικείμενο αναπόλησης στο βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζοντας τον χρόνο συμβατικά, πιστεύω ότι χρειάζεται μια απόσταση και άρα μού είναι δύσκολο να γράψω για το «παρόν», το τώρα δηλαδή, όπως το εννοείτε.

– Ο έρωτας, η ερωτική επιθυμία και η ακόλουθη ματαίωση επαναλαμβάνονται συχνά στο βιβλίο σας. Μπορεί να υπάρξει εκπληρωμένος έρωτας –τουλάχιστον για παραπάνω από μια στιγμή– και αν ναι, έχει λογοτεχνικό ενδιαφέρον;

Έχουμε σοβαρά ζητήματα ορισμού εδώ. Είμαστε έτσι ρυθμισμένοι ώστε μπορούμε πολύ πιο εύκολα να αναγνωρίσουμε έναν ματαιωμένο έρωτα παρά έναν εκπληρωμένο. Όποιος και αν είναι όμως ο ορισμός του, θέλω να πιστεύω ότι όντως μπορεί να υπάρξει εκπληρωμένος έρωτας για πάνω από μια στιγμή. Από εκεί και πέρα, όλα τα αληθινά πράγματα έχουν λογοτεχνικό ενδιαφέρον.

– Ένας ήρωάς σας δηλώνει ότι έχει κάνει “μια τίμια συνθήκη ειρήνης” με τη θλίψη του προκειμένου να μην τον “συντρίψει ξαφνικά”. Πότε αξίζει να συμφιλιωθεί κανείς με τη θλίψη του και πότε να εξεγερθεί;

Η θλίψη είναι μια πολύ ιδιωτική υπόθεση. Μπορεί να είναι ευεργετική μπορεί και καταστροφική, δεν έχει κανείς την δυνατότητα να θέσει κανόνες, ούτε εγώ.

– Στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο αφηγητής αρσενικού γένους, εισάγοντας τον αναγνώστη σε πολλαπλές αναγνώσεις και προβληματισμούς για το τι σημαίνει αρρενωπότητα. Τι άποψη έχετε για τη διαδικασία επαναπροσδιορισμού της έννοιας αυτής τα τελευταία χρόνια;

Δεν είναι η πρόθεσή μου να μιλήσω συνολικά, ούτε αντιπροσωπευτικά. Όπως λέτε, υπάρχουν πολλές εκδοχές εκεί έξω, πολλά ενδεχόμενα, λιγότερο ή περισσότερο ρευστά, στο συνεχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάπου εκεί μπορεί να βρίσκονται και ευάλωτες, ματαιωμένες, βεβιασμένες, χαμένες αρρενωπότητες, όπως σίγουρα υπάρχουν τοξικές και βίαιες. Λογοτεχνικά με ενδιαφέρει ακόμα και η μία, η μοναδική περίπτωση, δεν αναζητώ κεντρικές τάσεις και μέσους όρους, ούτε υπερασπίζομαι, ούτε δικαιώνω, ούτε καταδικάζω ή κατακεραυνώνω κάποιους. Δεν ξέρω αν υπάρχει προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας, σίγουρα όμως η αρρενωπότητα έρχεται περισσότερο στο φως τον τελευταίο καιρό και φαίνεται ότι κάτι έχει γίνει πολύ λάθος στον τρόπο που συγκροτείται στερεοτυπικά. Για αυτό και με συγκινεί πολύ η τόσο σκληρή και τόσο ευάλωτη παιδικότητα – εκεί που τελικά, δηλαδή πολύ αρχικά, συμβαίνουν όλα.

– Η συλλογή των διηγημάτων σας θα μπορούσε να διαβαστεί από το τέλος προς την αρχή –όπως συνηθίζει να διαβάζει και ο ήρωας του “Α ρε Τζένιφερ”– σαν άλλο bildungsroman. Ήταν κάτι τέτοιο στις προθέσεις σας;

Ναι, το παιχνίδι με τη χρονική αλληλουχία των διηγημάτων ήταν ξεκάθαρα στις προθέσεις μου. Βασανίστηκα πολύ για το από πού θα ξεκινούσα και πού θα τελείωνα. Επέλεξα αυτή την, ίσως παράδοξη, αλληλουχία, γιατί διαισθητικά εκπληρώνει μια αίσθηση ολοκλήρωσης που όμως ταυτόχρονα αφήνει και όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά.

– Τι θα προτείνατε να κάνει κανείς μέχρι επιτέλους να συμβεί αυτό που περιμένει;

Να μην προσπαθεί υπερβολικά. Στον έρωτα, στις επιθυμίες, στα περισσότερα πράγματα, όπως και στην τέχνη, η υπερπροσπάθεια «κλωτσάει». Δημιουργεί απωθημένα και λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός, παρασύροντάς μας σε νέους φαύλους κύκλους ματαίωσης. Το βλέπω συχνά, το έχω βιώσει ο ίδιος. Θα το ονόμαζα «σπειροειδή της υπερπροσπάθειας».

Διαβάστε επίσης:

Όσο Περιμένεις να Συμβεί: Δεκατρία διηγήματα από τον Γιάννη Τσίρμπα