Εφέτος ολοκληρώνονται 25 χρόνια από την αρχή λειτουργίας του εικαστικού θεσμού «ΠΛΟΕΣ» στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως της Άνδρου. Παράλληλα, η χρονιά αυτή έχει απόσταση 30 χρόνων από τότε που ο κορυφαίος Γιάννης Τσαρούχης άφησε τον μάταιο κόσμο μας, για τις γειτονιές των αγγέλων. Πρόκειται για μια διπλή επομένως επέτειο, που δίνει πολλαπλές αφορμές για να φέρει κανείς, με τον πλέον δόκιμο κι αντιπροσωπευτικό τρόπο, αυτόν τον μέγιστο καλλιτέχνη στο προσκήνιο, μέσα από την αξεπέραστη κι ανεξάντλητη σε σημασίες ζωγραφική του. Κι ο λόγος δεν είναι τυπικός, αλλά ουσιώδης, τόσο σε πνευματικό, όσο και σε αισθητικό επίπεδο.

Ο Γιάννης Τσαρούχης μπορεί να είναι ένας ξεχωριστός εικαστικός δημιουργός της Γενιάς του ’30, αλλά είναι εκείνος που πρωτοστατώντας, άνοιξε τον δρόμο για μια διαφορετική προσέγγιση της ζωγραφικής, μέσα από ρηξικέλευθες λύσεις και νεωτερικές αντιλήψεις, που γεφύρωσαν διαλεκτικά την ανατολίτικη κοσμοθέαση με την δυτικότροπη.

Στα έργα του, τα φιλοτεχνημένα με ταλέντο κι έμπνευση, διαπέρασε μετουσιωτικά τον Νεοπλατωνισμό της αρχαιότητας στα ελεγειακά φαγιούμ κι από εκεί στον βυζαντινό υπερβατισμό, αλλά και στην ουμανιστική Αναγέννηση, φτάνοντας μέχρι τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, με τα οποία πρωτότυπα «συνομίλησε», καθώς παράλληλα ενέπνεε τους καλλιτέχνες της Γενιάς του ’60, κατόπιν εκείνους του ’90 και φυσικά ακόμη εξακολουθεί να εμπνέει ζωγράφους και φιλότεχνους, γιατί η τέχνη του θεωρείται αξεπέραστη και από κάθε άποψη, κομβικής σημασίας.

Το Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως της Άνδρου, για την πραγματοποίηση της εφετινής έκθεσης, που είναι τόσο θεματολογικά, όσο και υφολογικά αντιπροσωπευτική ενός μέγιστου και πραγματικά διεθνώς καταξιωμένου καλλιτέχνη, συνεργάστηκε εξαιρετικά με το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και την πολύτιμη κυρία Νίκη Γρυπάρη, καθώς και με την Συλλογή πολλαπλών και πρωτοτύπων έργων του χαρισματικού κ. Δημήτρη Τσίτουρα, ενός μακροχρόνια αφοσιωμένου, στενού και αγαπητού φίλου του ζωγράφου, όπου με τις γνώσεις και την καλλιέργειά του, αλλά και με την αισθητική επιλεκτικότητα που τον χαρακτηρίζει, παίρνοντας πάντα την έγκριση και σεβόμενος την καθοδήγηση του Τσαρούχη, δημιούργησε τη μοναδική στο είδος της Συλλογή του, το βιβλίο της οποίας κλείνει κι αυτό 30 χρόνια από την πρώτη του έκδοση.

Την έκθεση επιμελείται η Ιστορικός Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού κυρία Αθηνά Σχινά, η οποία έχει γράψει και το κείμενο του συλλεκτικού λευκώματος της έκθεσης.

Παράλληλα, στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως γιορτάζεται εφέτος και η επέτειος των 25 χρόνων του εικαστικού θεσμού ΠΛΟΕΣ που κάθε καλοκαίρι οι χώροι του τον φιλοξενούν. Πρόκειται για μια ερευνητική, πνευματική κι αισθητική, αλλά και πολύχρονη εργασία, τους άξονες και το περιεχόμενο της οποίας -με έργα κι επιλογές, με τρόπους παρουσίασης, επιμέλειας κι ανάδειξης των εικαστικών προβληματισμών τους- έχει διαμορφώσει η Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ) κ. Αθηνά Σχινά, η οποία έχει εξαρχής ονοματοδοτήσει και τον θεσμό αυτόν.

Εξηγώντας η ίδια, αναφέρει : «ΠΛΟΕΣ, είναι λέξη μικροσκελής και παντοδύναμη, σε πλήρη ωστόσο χρήση, μέχρι και σήμερα. Υπάρχει από τα Ομηρικά ήδη κείμενα κι αφορά τα μυθικά και πραγματικά ταξίδια, στον χώρο και στον χρόνο. Εκτός από τις πραγματογνωστικές τους παραπομπές σε θαλασσινά δρομολόγια, οι ΠΛΟΕΣ αφορούσαν πρωτίστως τις αποστάσεις που οι πρόγονοί μας τολμηρά διένυαν στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα, μέσα από περιπέτειες κι αναγωγές που υφίσταντο κι επιχειρούσαν, με κάθε μέσον».

Ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται κλασικός στο είδος του, γιατί δεν μιμήθηκε κανέναν. Δεν ενδιαφερόταν εντυπωσιοθηρικά να πρωτοτυπήσει, ούτε να γίνει ακόλουθος κάποιας τάσης ή πρωτοπορίας. Συνόψισε και εικαστικά απέδωσε, με έμπνευση κι αισθαντικότητα, με ποιητικό οίστρο κι ελεγειακό τόνο, αλλά και περισσή επιδεξιότητα, πολλές από τις όψεις, τις πολιτισμικές συνδηλώσεις και την υφολογία που άντλησε από σύγχρονες αστικολαϊκές παραμέτρους του νεοελληνικού μας βίου. Παράλληλα ο Γ. Τσαρούχης εμπνεύστηκε από τον Cezanne, τον Matisse, την αρχαιοελληνική παρακαταθήκη, την βυζαντινή επίσης, όπως κι από το θέατρο σκιών, τον νεοκλασικισμό και την λαϊκή τέχνη. Γεφύρωσε δηλαδή τη Δύση με την Ανατολή, τις αντιπαραθέσεις με τις παράδοξες ισορροπίες, τον ρεαλισμό με τη φαντασιακή παράμετρο, το θέατρο με την πραγματικότητα, τον έρωτα με το όνειρο, το πάθος με τη λύτρωση, την αναχώρηση με την προσμονή, την οικειότητα με το αίνιγμα, τη δέσμευση με την ελευθερία, τη διάψευση με την ουτοπία, την καθημερινότητα με την υπέρβαση και φυσικά το παρελθόν με το παρόν.

Ο Γιάννης Τσαρούχης, χωρίς να ενδίδει αβασάνιστα σε ευκολίες, είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τη λιθογραφία και τη μεταξοτυπία, αντιμετωπίζοντας ωστόσο το κάθε παραγόμενο έργο του ως πρωτότυπο κάθε φορά. Επέλεγε αρχικά από όλο το φάσμα των έργων του, με ποιες συγκεκριμένες εικαστικές του συνθέσεις και με ποια θέματα ήθελε, πιο ουσιαστικά και άμεσα, να επικοινωνήσει με τους θεατές του. Παρακολουθούσε και δημιουργικά παρενέβαινε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής των αριθμητικά περιορισμένων «πολλαπλών» του (για να τα ελέγχει μη τυχόν και αλλοιωθούν), αλλάζοντας με επιμονή και εντυπωσιακή σπουδή τις τονικότητες των χρωμάτων του, έτσι ώστε να πλησιάσουν αυτά τις επιδιωκόμενες κάθε φορά τονικές ισορροπίες. Και όχι μόνον. Υπάρχουν «πολλαπλά» του έργα, στα οποία -με βάση τη ζωντανή μαρτυρία των τεχνιτών που παρακολουθούσαν τη δουλειά του- είχε κάνει από 72 μέχρι και 86 παρεμβάσεις σε κάποιες του συνθέσεις, προκειμένου να δώσει στους αποδέκτες του, ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα. Από αυτή την άποψη, τα «πολλαπλά» του θεωρούνται αυτόνομα έργα, με τη δική του αισθητική εντελέχεια το καθένα.

Στην έκθεση αυτή, «με την ατμόσφαιρα των χρωμάτων του ζωγράφου και του κόσμου των μορφών του», όπως αναφέρει η Αθηνά Σχινά στο κείμενό της, «μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τον συσχετισμό πρωτοτύπων και «πολλαπλών» έργων. Εκτός των άλλων, ο θεατής έρχεται σε επαφή με έργα που ένα προς ένα τα είχε επιλέξει ο ζωγράφος, προκειμένου να αποκαλύψει το δικό του Πάνθεο θεμάτων και μοτίβων. Διαμόρφωσε δηλαδή ο Τσαρούχης μια άτυπη υποθήκη, τόσο για το παρόν του καιρού του όσο και για το μέλλον. Περισσότερο όμως από όλα, ο θεατής σε αυτή την έκθεση έρχεται σε επαφή, με τη μαγεία και το μυστήριο της δημιουργίας ενός ανήσυχου πνεύματος όπως ήταν ο ίδιος ο Γ. Τσαρούχης ως προσωπικότητα. Αφετέρου ο θεατής συνδέεται με το ύφος και την υφέρπουσα ρυθμικότητα που κρύβει στις σιωπές της η κάθε του μορφή. H έκθεση αυτή, με άλλα λόγια, τονίζει την “φιλοσοφία” αξιών ζωής και τέχνης που υπαγορεύει μέχρι και σήμερα ο Γιάννης Τσαρούχης, ένας καλλιτέχνης επίκαιρος και ταυτοχρόνως διαχρονικός».