Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Τσέχοφ ήταν όταν ήμουνα σπουδαστής στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Όμως δεν δούλεψα ποτέ με κανέναν από τους δασκάλους μου κάποιο από έργα του, παρόλο που με το παρουσιαστικό που είχα τότε με είχαν χαρακτηρίσει Τσεχωφικό. Κάποια στιγμή έτυχε να παρακολουθήσω ένα μάθημα της κυρίας Λίνας Λαμπράκη πάνω στον Τσέχοφ και ενθουσιάστηκα! Εκεί είδα πώς η σκέψη των ηρώων του δονεί τον λόγο τους. Σαν σπουδαστής έβλεπα τον Θείο Βάνια σε σκηνοθεσία Κώστα Καζακου, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Ελένας. Μια δυναμική ερμηνεία που μου άνοιγε έναν άλλο τρόπο σκέψης γι’ αυτόν τον παρεξηγημένα “παθητικό” συγγραφέα. Χρόνια αργότερα είδα παραστάσεις των έργων του Τσέχωφ στη Γερμανία. Εκεί ήρθα σε επαφή με μια άλλη οπτική. Είδα πόσο απλός και βαθύς συγγραφέας είναι. Έπειτα, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, της διάβαζα τα έργα του σαν παραμύθι για να την πάρει ο ύπνος.

Όταν ήρθε η ώρα να ασχοληθώ με τον Τσέχωφ, σαν δάσκαλος υποκριτικής, προσπάθησα να συνδυάσω στη δουλειά μου όλα αυτά που είχα δεχτεί ως ερεθίσματα. Αλλά και κάτι ακόμα: τη συγκίνηση που μου προκαλεί σαν συγγραφέας. Με τους μαθητές μου στη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ ταξιδέψαμε μέχρι το Μεξικό για να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας πάνω στον Γλάρο. Εκεί είδαμε σκηνικές παρουσιάσεις του έργου από μαθητές δραματικών σχολών από όλο τον κόσμο. Απογείωση! Όλα εκείνα τα χρόνια ήταν η σπουδή μου πάνω στον συγγραφέα και τα έργα του.

Όταν το 2015 συζήτησα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου της Κραιόβα να σκηνοθετήσω τον Γλάρο, ένιωσα πως ήρθε η στιγμή να τολμήσω να επικοινωνήσω τον δικό μου προβληματισμό για το έργο. Νομίζω πως αν αυτός ο προβληματισμός δεν ερχόταν σε επαφή με τον ενθουσιασμό και τη δημιουργικότητα των Ρουμάνων ηθοποιών μου, η αναζήτησή μου θα παρέμενε εγκλωβισμένη μέσα στο μυαλό μου. Αν δεν ήταν η μουσική που έγραψε ο Μάνος Μυλωνάκης για την παράσταση η σύλληψή μου για το έργο δε θα είχε βρει το οργανικό της πλαίσιο. Έγινε μια όμορφη παράσταση.

Αργότερα συζητώντας με την Ελένη Δημοπούλου αποφασίσαμε μια δεύτερη εκδοχή του έργου στα Γιάννενα και τη Λάρισα. Ήμουνα πολύ χαρούμενος που θα ξανά δούλευα το έργο, αλλά αυτή τη φορά στη γλώσσα μου. Η επιλογή των ηθοποιών μου πήρε 4 μήνες. Δεν ήθελα να βιαστώ να επιλέξω ηθοποιούς. Είχα τη διάθεση να συνθέσω τη διανομή σιγά σιγά. Να μπορέσω να βρω τους ηθοποιούς που όχι μόνο θα ταιριάζουν στους ρόλους αλλά και που οι ποιότητες και το υλικό τους θα με βοηθούσαν να προχωρήσω αυτό που είχα ήδη συλλάβει από την πρώτη σκηνική εκδοχή.

Σε κάθε πρόβα πηγαίναμε με όλο και μεγαλύτερη χαρά. Για να μοιραστούμε τον ενθουσιασμό μας για τον συγγραφέα, τα αδιέξοδα μας για το έργο, τον τρόμο που μας δημιουργούσαν οι σχέσεις των ηρώων. Υπήρχαν πρόβες στις οποίες γελούσαμε μέχρι δακρύων. Η πορεία της παράστασης στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και στο Θεσσαλικό Θέατρο μας έκανε να πιστέψουμε ακόμα περισσότερο σε αυτή τη χαρά. Ο κόσμος έφευγε από την παράσταση με μια ευφορία και αυτό τόνωνε την πίστη μας σε αυτό που είχαμε δουλέψει.

Και τώρα; Τι ωραία που έχουμε την ευκαιρία, μετά από τη πείρα που αποκομίσαμε, να ξανά δούμε το έργο και να υπάρξει μια τρίτη σκηνική εκδοχή του! Ο ίδιος ο χώρος του Θεάτρου Τέχνης που μας φιλοξενεί, η ιστορία που κουβαλάει, αλλά και η δική μας εμπειρία ζωής, μας οδηγεί σε μια καινούργια ματιά. Γιατί όταν η ίδια η ζωή σε ξεπερνάει με τη φασαρία και τον παραλογισμό της δεν μπορείς παρά να σταθείς μπροστά στα τεράστια αυτά έργα με ησυχία και απλότητα.


Διαβάστε επίσης:

Ο Γλάρος, του Άντον Τσέχοφ στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν